Το νερό αποτελεί τον σηµαντικότερο φυσικό πόρο του πλανήτη µας, λόγω της ύψιστης ζωτικής του αξίας, της οικολογικής του σηµασίας, της οικονοµικής του σπουδαιότητας και της πολιτισµικής του παρουσίας στη διαδροµή της ανθρώπινης εξέλιξης. Και αυτές ασφαλώς οι σηµαντικές αξίες του πολυτιµότατου αυτού αγαθού συνιστούν τη µια πλευρά του θέµατος. Υπάρχουν όµως και οι άλλες όψεις -οι αρνητικές- που προσδιορίζουν το νερό ως πρόβληµα στις σηµερινές κοινωνίες.
Πρόβληµα πολυσύνθετο, βαθύτατα κοινωνικό, διασυνοριακό, οικονοµικό και πολιτικό, η διερεύνηση του οποίου απαιτεί τη συνεξέταση όλων των φυσικών, χηµικών, βιολογικών, γεωγραφικών, γεωλογικών και τεχνολογικών παραµέτρων που διαµορφώνουν την παρουσία του στον πλανήτη µας.
Αρκεί να αναφερθεί -σύµφωνα µε στοιχεία της ∆ιεθνούς Τράπεζας- ότι πολλά εκατοµµύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιµο νερό, ότι 10 εκατοµµύρια άνθρωποι στον πλανήτη µας κάθε χρόνο πεθαίνουν από ασθένειες που σχετίζονται µε τη ρύπανση, τη µόλυνση και την ακαταλληλότητα του πόσιµου νερού και ότι το 2025 ένας στους τρεις κατοίκους του πλανήτη µας θα κινδυνεύει από λειψυδρία. Το νερό συνεπώς όχι µόνο ρυπαίνεται και µολύνεται αλλά και εξαντλείται επειδή αγνοήθηκαν οι περιβαλλοντικές παράµετροι που διασφαλίζουν την ποιότητα και την επάρκειά του.
Έτσι µέσα σε αυτό το πλαίσιο των ποικίλων ζητηµάτων και προβληµάτων του νερού, γίνονται εξαιρετικά επίκαιροι -ιδίως για τη διδακτική πράξη- όροι, όπως η λειψυδρία, η ερηµοποίηση, η ρύπανση, η µόλυνση, η εξοικονόµηση του νερού, η βιώσιµη (αειφορική) διαχείρισή του και άλλες έννοιες. Η επικαιρότητα των όρων και των εννοιών αυτών -απολύτως συµβατών µε την επιστήµη- εξηγεί γιατί ιδιαιτέρως σήµερα γίνεται αισθητή µια δίψα γνώσης για τα ζητήµατα του νερού. Η γνώση όµως των ποικίλων θεµατικών διαστάσεων του νερού απαιτεί και γνώση των ευρύτερων οικο-περιβαλλοντικών προβληµάτων, που αποκαλύπτει τις σχέσεις ανάµεσα στα υδατικά ζητήµατα και στα άλλα παγκόσµια περιβαλλοντικά προβλήµατα, όπως είναι αυτά της εδαφικής ρύπανσης, του ευτροφισµού, του φαινοµένου του θερµοκηπίου, της όξινης βροχής, της µείωσης της προστατευτικής στοιβάδας του όζοντος, του φαινοµένου EL ΝΙΝΙΟ και άλλων πλανητικών προβληµάτων που έχουν άµεση γνωστική συνάφεια µε τις σχολικές εφαρµογές. Χρειάζεται συνεπώς οι εκπαιδευτικοί -και όχι µόνο αυτοί- να τροποποιήσουν το παραδοσιακό, εξειδικευµένο γνωστικά, µεθοδολογικό τους µοντέλο, υιοθετώντας µια ευρύτερη, συνολικότερη εκπαιδευτική φιλοσοφία, µεθοδολογία και αντίληψη για τα ζητήµατα της επιστήµης τους. Χρειάζεται δηλαδή οι εκπαιδευτικοί αυτοί να αλλάξουν στάση και δράση απέναντι στις διαδικασίες µάθησης, ενστερνιζόµενοι και το διερευνητικό και βιωµατικό µεθοδολογικό µοντέλο αναζήτησης, κριτικής ανάλυσης, συνθετικής επεξεργασίας, αξιολόγησης και αξιοποίησης της γνώσης, διατηρώντας -όπου απαιτείται- και τις παραδοσιακές µεθοδολογικές πρακτικές των διαλέξεων, των εργαστηριακών ασκήσεων ή των αυτοµατοποιηµένων (µέσω υπολογιστών) παρουσιάσεων διδακτικών θεµάτων.
Συµπερασµατικά η διδακτική προσέγγιση του νερού χρειάζεται να εµπεριέχει όχι µόνο τις βασικές έννοιες και ιδιότητες του νερού, αλλά και να αναπτύσσει τις δεξιότητες έρευνάς του, µέσω των µαθησιακών διαδικασιών της παρατήρησης, βιωµατικότητας, οµαδικής εργασίας, κριτικής αποτίµησης, διεπιστηµονικής σύνδεσης και άλλων πρακτικών που οριοθετούν το σχολείο της δηµιουργικότητας, της έκφρασης, της συµµετοχής και της συνευθύνης. Οι επιδιώξεις και οι µέθοδοι αυτές υπερβαίνουν τον τυπικό χώρο της θεσµικής εκπαίδευσης, προσεγγίζοντας την ουσιαστική µόρφωση και αγωγή των αυριανών πολιτών, αν καταφέρουν να διαµορφώσουν θετικές αξίες, στάσεις και συµπεριφορές σε αυτούς, απέναντι στο ολιστικό (φυσικό και κοινωνικό) περιβάλλον, προοπτικές που αποτελούν τους κορυφαίους σκοπούς κάθε εκπαιδευτικού συστήµατος. Ωστόσο αναγκαία κρίνεται και η γνωστική συνεισφορά ειδικών επιστηµόνων και ερευνητών που έχουν εµβαθύνει σε επιµέρους τοµείς της επιστήµης του νερού, αρκεί αυτή να λειτουργεί ως µεθοδολογικός κρίκος διεπιστηµονικής προσέγγισης του νερού, που επιδιώκει τη βιώσιµη διαχείριση και προστασία του, µέσω της διαµόρφωσης συνετών και αποτελεσµατικών µελλοντικών διαχειριστών των υδατικών πόρων του πλανήτη µας.
*Ο δρ Αρτέµης Μιχ. Αθανασάκης* M.Sc., M.Ed είναι καθηγητής Φυσικών και Περιβαλλοντικών Επιστηµών