» Nathan Hill (μτφρ. Γιάννης Βογιατζής, εκδόσεις Αλεξάνδρεια)
Ήταν ακριβώς η μέρα που χρειαζόμουν καταφύγιο σε μια μεγάλη σε έκταση αφήγηση, μεγάλη όπως κυρίως οι Αμερικανοί ξέρουν να τη στήνουν, όταν πήρα στα χέρια μου Το Νιξ· άφησα στην άκρη το όμορφο αλλά στενάχωρο, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, βιβλίο που διάβαζα· γύρισα την πρώτη σελίδα.
Αν ο Σάμιουελ ήξερε ότι η μητέρα του θα έφευγε, ίσως να έδινε μεγαλύτερη σημασία. Ίσως να την άκουγε πιο προσεκτικά, να την παρατηρούσε πιο στενά, να κρατούσε σημειώσεις για τα σημαντικά πράγματα. Ίσως να φερόταν διαφορετικά, να μιλούσε διαφορετικά, να ήταν ο ίδιος διαφορετικός. Ίσως να μπορούσε να γίνει ένα παιδί για το οποίο να άξιζε να μείνει κανείς. Όμως ο Σάμιουελ δεν ήξερε ότι η μητέρα του έφευγε.
Για τον Σάμιουελ όλα ξεκίνησαν τότε. Βέβαια πέρασαν χρόνια μέχρι να μπορέσει να ορίσει την αρχή των πάντων. Πέρασαν χρόνια μέχρι να αντιληφθεί όχι μόνο τη σημασία της ξαφνικής εξαφάνισης της μητέρας του, αλλά και το γεγονός πως μπορεί στη ζωή μας να κρατάμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, όμως δεν παύουμε να παίζουμε ταυτόχρονα δεύτερους και τρίτους ρόλους στις ζωές των άλλων, κάτι που κάνει τα πράγματα πολύ πιο σύνθετα και συγχρόνως επαναπροσδιορίζει τη θέση μας στο σύμπαν, ως απογοήτευση ή λύτρωση. Ανάλογα πώς θα το δει ο καθένας. Ανάμεσα σε άλλα, εκείνο που λατρεύω στους ικανούς μάστορες της μεγάλης φόρμας, και ο Χιλλ, αν και στο πρώτο του βιβλίο, που του πήρε δέκα ολόκληρα χρόνια να το τελειώσει, είναι σίγουρα ένας ικανός μάστορας, είναι η σταδιακή και κλιμακούμενη επαφή με τους ήρωες και τις ιστορίες τους, ο τρόπος με τον οποίο αποκτούν σάρκα και οστά. Οι αποφάσεις τους κρίνονται με βάση τον χαρακτήρα τους και το παρελθόν τους, η επαφή μαζί τους αποκτά κάτι το ανθρώπινο, όχι απαραίτητα της ταύτισης και του ρεαλισμού, αλλά της κοινής ανθρώπινης αγωνίας.
Όλες αυτές οι ιστορίες που σαν κισσός τυλίγουν τα κλαδιά τους γύρω από το σώμα της κυρίως ιστορίας, αυτής του Σάμιουελ, οι δεύτεροι και τρίτοι ρόλοι που αποκτούν τη δική τους ιστορία, που πότε πλησιάζει και πότε απομακρύνεται από εκείνη του αποτυχημένου συγγραφέα, που κάποτε θεωρήθηκε ένα από τα σημαντικότερα νέα ταλέντα, εξαιτίας ενός και μόνο διηγήματός του, και έλαβε μια τεράστια προκαταβολή για ένα μυθιστόρημα, και στο παρόν της αφήγησης εργάζεται ως καθηγητής σε ένα πανεπιστήμιο. Η μητέρα που τον εγκατέλειψε, η κοπέλα που ερωτεύτηκε στο γυμνάσιο, ο φίλος που πέθανε στο Βιετνάμ, ο πατέρας που ζει τη ζωή των προαστίων, οι συμπαίκτες στο διαδικτυακό παιχνίδι ρόλων, ο εκδότης του και ο Σάμιουελ, που προσπαθεί να κατανοήσει και να εκκινήσει εκ νέου.
Όλοι αυτοί συνθέτουν, ο καθένας με το ποσοστό που ο παντογνώστης αφηγητής τού χαρίζει, το Νιξ. Η κατάρα των συγγραφέων που επιχειρούν να γράψουν εκείνο που είναι γνωστό ως το Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα είναι πως τελικά κρίνονται με βάση το όραμα που ειδικοί και απλοί αναγνώστες αποδίδουν στον συγγραφέα. Όραμα, που μάλλον είναι υποκειμενικό για τον καθένα μας, και ίσως όχι απόλυτα ξεκάθαρο και για τον ίδιο ακόμα τον συγγραφέα, αποτελώντας μια συζήτηση παράπλευρη της αναγνωστικής απόλαυσης. Κάποιοι, που ίσως δεν τους ταιριάζει η μεγάλη φόρμα, βιάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις μυθιστορημάτων να μιλήσουν για περιττές σελίδες και αδικαιολόγητη πολυλογία, μοιάζοντας να επιθυμούν μια συνοπτική περίληψη της ιστορίας, αρνούμενοι να επενδύσουν στον χρόνο και τον χώρο που απαιτεί μια ιστορία για να καρποφορήσει, να κορυφωθεί, να αποκτήσει νόημα και ψυχή. Στο τέλος της ανάγνωσης άλλωστε, και με γνώση όλων των ψηφίδων που επέλεξε ο συγγραφέας για να στήσει την ιστορία του, μοιάζει άτοπο να συζητάμε για περιττά και αναγκαία συστατικά, καθώς ούτε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για όσα το καθένα πυροδότησε μέσα μας, αλλά ούτε και για την τελική στατικότητα της κατασκευής.
Είναι, σε έναν παραλληλισμό, όπως όταν διηγούμαστε σε κάποιον ανυπόμονο ακροατή κάτι που μας συνέβη, και επιθυμούμε να σταθούμε στη μία ή την άλλη λεπτομέρεια, που για εμάς ήταν κομβικής σημασίας για την εξέλιξη και την τελική κατάληξη του περιστατικού, ενώ εκείνος, για τους δικούς του λόγους, θέλει απλώς το τέλος της αφήγησης για να πάρει τον λόγο, να πει τη γνώμη του, να συνεχίσει με κάτι που θεωρεί περισσότερο σημαντικό. Το Νιξ είναι ένα στενάχωρο μυθιστόρημα επειδή είναι αληθινό, γίνονται πράγματα τα οποία δεν θα ήθελες να γίνουν, αλλά ξέρεις καλά πως έτσι γίνονται. Το ποτάμι της ιστορίας κυλάει ορμητικό και παρασέρνει όνειρα και αξίες, η βουή του αποκοιμίζει και μεταφέρει άβουλα πλάσματα, εκεί όμως έρχεται μια αχτίδα ελπίδας, πως κάποια στιγμή θα ξυπνήσεις, θα μαζέψεις τα κομμάτια σου και θα επιχειρήσεις να εκκινήσεις εκ νέου, με όλα τα προγνωστικά εναντίον σου, παρ’ όλ΄αυτά εσύ θα επιχειρήσεις να εκκινήσεις εκ νέου. Τελειώνοντας ένα μυθιστόρημα, όπως το Νιξ, νιώθω πάντα ένα συναίσθημα απογοήτευσης, που τελείωσε και δεν έχει λίγο ακόμα, που επιστρέφοντας σπίτι δεν θα μπορέσω να χωθώ ξανά σε εκείνη την παράλληλη της ζωής μου ζωή.