Οι αναμνήσεις που άφησε η γερμανική κατοχή στον τόπο μας είναι γραμμένες στη σάρκα αυτών που έτυχε να τη ζήσουν και μας την περιγράφουν αυτοί που είναι ακόμα στη ζωή όπως τη ζήσανε.
Mόνο αυτοί σήμερα μπορούν να μιλούν για όλα τα βιώματά τους και κυρίως τους κινδύνους που συναντήσανε για τη ζωή τους και για τη διαβίωσή τους προκειμένου να διατηρηθούν στη ζωή.
Παρά που έχουν περάσει από τη γέννησή τους 84 χρόνια ο κ. Γιάννης Τσακπίνης από το χωριό Καπεδιανά και η κ. Έλλη Χατζηστυλιανού από το Ρέθυμνο πραγματοποιήσανε πρόσφατα την πρώτη τους επίσημη συνάντηση στο σπίτι της κ. Έλλης στα Μυσίρια παρουσία της οικογένειάς της με σκοπό να αναφερθούνε και να θυμηθούν τα βιώματά τους από τη γερμανική κατοχή που τη ζήσανε μικρά παιδιά σχεδόν μαζί.
Πρώτη πήρε το λόγο η κ. Έλλη και είπε: Γιάννη, σήμερα μετά από μικρά παιδιά που είχαμε γνωριστεί στο χωριό σου εξαιτίας της γερμανικής κατοχής τώρα πια που γεράσαμε τα καταφέραμε να συναντηθούμε για να θυμηθούμε τα παλιά μας και για να ενημερωθούμε για τις οικογένειες μας μέχρι εδώ που φθάσαμε. Όπως σου είπα στο τηλέφωνο ο ι γονείς μου Γιάννης –Δέσποινα, -ο άνδρας μου Γιάννης και η αδελφή μου Ειρήνη, έχουν φύγει από τη ζωή και τώρα ζω κοντά στην κόρη μου Δέσποινα, στον γαμβρό μου Γιάννη και στην εγγονή μου Γεωργέλλη που με αγαπούν και τους αγαπώ αφάνταστα.
Ο πατέρας μου Γιάννη είχε μπακάλικο στον Πλάτανο δίπλα στου Πελτέκη τον καφενέ. Επειδή ήτανε Μικρασιάτης εκεί είχανε στέκι πολλοί πατριώτες τους να πίνουν πρώτα καφέ και μετά να αγοράζουν από το μαγαζί μας ότι θέλανε. Και ο θείος σου ο Σκαμπελιανός (Ν. Ντεληγιαννάκος) από το χωριό σου ερχότανε και γίνανε φίλοι με τον πατέρα μου.
Όταν άρχισε ο Γερμανικός πόλεμος ο πατέρας μου έκλεισε το μαγαζί και η οικογένεια με λίγα ρούχα και τρόφιμα που πήραμε μαζί φύγαμε για τα Περιβόλια αναζητώντας μέρος να κρυφτούμε. Εκεί μείναμε λίγες ημέρες γιατί φθάσανε τα Γερμανικά αεροπλάνα και ρίχνανε τους Γερμανούς για να πολεμήσουν και πάλι φύγαμε για να πάμε πιο μακριά. Τότε ο πατέρας μου θυμήθηκε τον πατριώτη και φίλο του τον θείο σου στα Καπεδιανά και πήραμε το δρόμο μέσα από ένα ποταμό και φθάσαμε στο χωριό Μύλοι που μείναμε ένα βράδυ.
Το πρωί φύγαμε από ένα μονοπάτι για να φθάσουμε γρήγορα στα Καπεδιανά στο σπίτι του Σκουμπελιανού φιλοξενούμενοι.
Όμως και εκεί υπήρχε μεγάλη αναστάτωση από τους κατοίκους γιατί είχανε πέσει τρεις βόμβες πιο πάνω από το χωριό και φοβότανε μήπως οι επόμενες πέσουν μέσα και σκοτωθούν όλοι τους. Οπότε αμέσως όλοι μαζί φύγαμε με προορισμό την σπηλιά του Βρύσινα για να προστατευθούμε. Από εκεί και μετά Γιάννη, δεν θυμάμαι πολλά δηλαδή πόσες μέρες μείναμε και πως περάσαμε στη σπηλιά. Τα μόνα που θυμάμαι είναι στο χωριό όταν γυρίσαμε, μέναμε μόνοι μας σε ένα μικρό σπίτι που η σκεπή του ήτανε από λεπιδόχωμα που είχε μικρή αυλή και τα παιδιά του Σκουμπελιανού: τον Γιώργη, την Μαρία και τον Στέλιο.
Η μάνα μου μαγείρευε ότι μας έδινε ο θείος σου και ότι αγοράζαμε από τους χωριανούς από τα περιβόλια και τα ζώα που είχανε. Ευτυχώς που έφθασε το καλοκαίρι και δεν είχαμε προβλήματα σε ρούχα –παπούτσια και σκεπάσματα.
Πριν το χειμώνα αφού δεν υπήρχανε προβλήματα από τους Γερμανούς, γυρίσαμε στο σπίτι μας και ο πατέρας μου άνοιξε το μαγαζί μας. Μετά οι γονείς μου μάθανε όσα είχανε, συμβεί στα Περιβόλια και σε άλλα μέρη από τους φονιάδες Γερμανούς. Όταν φύγανε οι Γερμανοί μεγαλώσαμε κοντά στους γονείς μας χωρίς κανένα φόβο. Η μάνα μου φρόντιζε για το σπίτι και ο πατέρας μου για το μαγαζί. Έβγαζε καλά χρήματα και ζούσαμε χωρίς στερήσεις. Ακόμα έκανε και αγορές σε ακίνητα.
Ακούγαμε τους γονείς μας, μάθαμε γράμματα και γίναμε καλές νοικοκυρές. Όταν μεγαλώσαμε μας παντρέψανε με καλούς ανθρώπους και έκανα εγώ αυτή εδώ την κόρη την Δέσποινα και η αδελφή μου τον Τσιάλη και τη Μαίρη χωρίς να έχουμε οικονομικά προβλήματα και οι δυο μας.
Γιάννη: με όλα αυτά εγώ τελειώνω για να πεις και εσύ όσα θυμάσαι από τους Γερμανούς αλλά θα σου ζητήσω και μια χάρη. Το καλοκαίρι που θα έρθουν τα παιδιά της αδελφής μου από την Αμερική που διαμένουν επιθυμούν να πάνε στα Καπεδιανά για να γνωρίσουν από κοντά τα μέρη που έζησε η μάνα τους την κατοχή αλλά να πάμε μαζί σου που τα ξέρεις όλα. Το υπόσχομαι είπα και θα το περιμένω με αγωνία.
Στη συνέχεια ο κ. Γιάννης είπε: και εμένα Έλλη η μνήμη μου έχει συγκρατήσει πολλά από τα βιώματά του γερμανικού πολέμου που δεν θα τα ξεχάσω ποτέ όσο θα είμαι στη ζωή.
Με ευχαριστεί πρώτα το ενδιαφέρον σου για να συναντηθούμε και μεγάλοι που είμαστε τώρα προκειμένου να θυμηθούμε τα παιδικά μας χρόνια που ζήσαμε σε μια δύσκολη εποχή της κατοχής από τους Γερμανούς στη διαβίωσή μας και τους κινδύνους να χάσουμε ακόμα και τη ζωή μας.
Έλλη: Θυμάμαι πολύ καλά όλη την οικογένειά σου και που παίζαμε διάφορα παιχνίδια στην αυλή του θείου μου και στη δική μας. Όταν έφυγε από το χωριό η οικογένειά σου σχεδόν χαθήκαμε. Μόνο, όταν μπήκα στο γυμνάσιο είχα έρθει δυο ή τρεις φορές στο σπίτι σας. Η δε μάνα σου, η Δέσποινα, με αγαπούσε πολύ. Όταν έφυγα από το Ρέθυμνο για το επάγγελμά μου δεν βρεθήκαμε ποτέ να κάνουμε μια παρέα.
Σήμερα εσύ είσαι η αφορμή που κάνουμε αυτή τη χαρούμενη συνάντηση ύστερα από το τηλεφώνημά σου και μιλάμε σαν αδέλφια με θάρρος και συγκίνηση για όσα περάσαμε μέσα σε ένα πόλεμο με πολλούς κινδύνους για τη ζωή μας.
Εγώ τους θυμάμαι πολύ καλά τους Γερμανούς και θα σου περιγράψω ορισμένα από αυτά που είναι ακόμα ζωντανά μπροστά μου. Ο πατέρας μου είχε καφενείο δίπλα στο σπίτι μας. Ένα μεσημέρι περάσανε δυο Γερμανοί στρατιώτες και με νοήματα είπανε στη μάνα μου να το ανοίξει για να τους βάλει να πιούνε: Βίνο βίνο της λέγανε που εννοούσανε κρασί. Αυτή τους φοβήθηκε και δεν άνοιξε. Αυτοί όμως με μια κλωτσιά στην πόρτα ανοίξανε και μπήκανε, ήπιανε όσο θέλανε και φύγανε.
Υπόψιν ότι στην κορυφή του Βρύσινα στο Άγιο Πνεύμα είχανε Γερμανικό φυλάκιο με συρματοπλέγματα και νάρκες. Εκεί ένας χωριανός μας που πλησίασε, πάτησε μια νάρκη και του έκοψε το πόδι του.
Στο φυλάκιο ο διοικητής ήτανε Ελληνοαυστριακός και μιλούσε πολύ καλά τα ελληνικά με το όνομά του Γιώργος. Μεγάλος έμαθα ότι η μάνα του ήτανε Ελληνίδα και ο πατέρας του από την Αυστρία. Άρα είχε μέσα του ελληνικό αίμα και δεν έγινε ποτέ γερμανικό όπως το γράφω σε άλλο κείμενό μου. Αυτό το μαρτυρούν και οι εικόνες που είχε η εκκλησία δεν τις καταστρέψανε και βρεθήκανε όταν φύγανε φυλαγμένες σε μια γωνιά αυτής. Και ο διοικητής τους μια ημέρα που πέρασε από το χωριό είπε στη μάνα μου: Καλημέρα, θεία Γεωργία. Αλλά και για την σπηλιά έχω γράψει με τίτλο: μια σπηλιά του Βρύσινα καταφύγιο της κατοχής.
Επίσης ένα βράδυ μου είπε ο πατέρας μου να πάω στο στάβλο να βάλω άχυρα στις αγελάδες μας. Άναψα το φανάρι και έφυγα. Στη διαδρομή δέχθηκα πυροβολισμούς από το φυλάκιο. Φοβήθηκα και γύρισα πίσω. Όταν βλέπανε την νύχτα φωτισμό αμέσως πυροβολούσανε.
Η μάνα μου πάντα έλεγε κατάρες για τους Τούρκους που γνωρίσανε απερίγραπτες καταστάσεις διαβίωσης – πείνας και κινδύνους την εποχή του Μικρασιατικού πολέμου και στη συνέχεια από τους Γερμανούς. Αυτοί οι δυο πόλεμοι έλεγε μας φέρανε σε αυτή την κατάσταση που περνούμε τώρα. Στο θεό όλοι κάνανε προσευχές να μην γνωρίσουν άλλες δυσάρεστες καταστάσεις στη ζωή τους μαζί με τα παιδιά τους.
Εδώ Έλλη: αδελφή μου θα σε αποκαλώ από σήμερα, θα κλείσουμε την συζήτησή μας και θα τελειώσει η συνάντησή μας. Τηλεφωνικά θα προγραμματίζουμε τις επόμενες συναντήσεις μας μέχρι να το επιτρέπει η υγεία μας στο υπόλοιπο της ζωής μας. Είναι απαραίτητο οι φιλικές και οικογενειακές σχέσεις μας να συνεχιστούν αφού προλάβαμε στο τέλος της ζωής μας να βρεθούμε ύστερα από πολλά χρόνια.
Το παρόν κείμενο το διαθέτω στη διάθεση όλων των νέων για να γνωρίσουν την αληθινή διαβίωση των προγόνων τους και τον αγώνα που δώσανε για να διατηρηθούν στη ζωή.