Ήταν ένα ζεστό Αυγουστιάτικο βράδυ στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Ο ενενηντάχρονος παππούς μου, κάθισε στον πέτρινο καναπέ, στην αυλή του σπιτιού μας, στο χωριό. Φορούσε τη κρητική φορεσιά του, τις βράκες, τα στιβάνια.
Mε τα κοντά λευκά μαλλιά του, τη περιποιημένη του γενειάδα, τη λεπτή σα λαμπάδα κορμοστασιά του, λουσμένος απ’ τ’ ασημόλευκο φως του φεγγαριού, φάνταζε σαν φιγούρα που πρόβαλε απ’ τα βάθη της ιστορίας. Κάτσε, μου είπε, κι’ έδειξε την άλλη άκρη του καναπέ. Έπειτα, έφερε την παλάμη του χεριού του στο σβέρκο του, στο μέτωπο και τέλος έξυσε για λίγο τη γενειάδα του. Σημάδι, πως, βρισκόταν σε αμηχανία και περίσκεψη, για το πως θ’ απαντούσε στην ερώτησή μου. Καθώς καθόμουν, του την επανέλαβα. Πες μου παππού, τι ξέρεις για τον Μανώλη το Ρουστικιανό;
Έτσι βρισκόμουνα τώρα καθισμένος απέναντί του. Δεκαπεντάχρονος με ενενηντάχρονο. Επιτέλους έσπασε τη σιωπή του κι’ άρχισε να μου διηγείται.
“Ετούταδα απου σου δηγούμαι, τ’ αγροίκηξα και ‘γω κοπέλι. Απ’ τον εδικό μου παππού. Μου ‘λεγε πως ήτονε εννιά αδέλφια κι’ ελόγου του ο πλιά μικιός, γεννημένος στα 1800. Έντεκα χρόνους μεγαλύτερος, ο αδερφός του ο Μανώλης. Ξύπνιος πολύ, σπίρτο αμοναχό. Απομόνος του έμαθε γράμματα. Μια ολιά τον εβοήθησε ο καλόγερος του μοναστηριού. Κακοί καιροί, σκλαβιά, φτώχεια, δυστυχία. Η φαμελιά μας, δεν είχενε μήτε χτήματα, μήτε έχνη. Δούλοι στα χτήματα των Τούρκων και στο μοναστήρι. Κι’ απήτης οι γι-αγγαρείες και τα δοσίματα.
Μα ο Μανώλης δεν ελόγιαζε ν’ απομείνει στο χωριό. Στα δεκαφτά του εμπόρεσε κι’ έκαμε ένα μικιό μαγαζί στη Χώρα. Επουλούσε χαρούπι, λάδι, κρασί και στάρι. Παραδίπλα ήτονε το κασαπιό των Τζιντζιράκηδων. Η φαμελιά ντωνε μπουρμάδες από κοντινό χωριό. Επορίσανε απ’ το χωριό ντωνε, επήγασι στη Χώρα και εκάμασι το κασαπιό. Ήτονε πολά προκομμένοι, παράδες εμπαίνασι στο σπιτικό ντωνε. Κι’ όπου παράδες και δύναμη. Εκιαδέ ο Μανώλης εσυνάντηξε τη Ντεφνέ. Ήτονε δεκαέξι χρονώ, κοπελιά σαν τα κρυγιά νερά. Την ερωτεύτηκε. Μα όντε τ’ αδέλφια τσι το επήραν μυρουδιά, απαράτηξε το μαγαζί του. Εχώστηκε σ’ ένα καΐκι, οπού εσαλπάριζε για το Μισίρι. Παρά τρίχα εγλίτωξε τη ζωή του.
Έκαμε δώδεκα χρόνους, στα ξένα. Επουλούσε στάρι. Επλούτιξε γλήγορα. Πολλοί Έλληνες ήτονε στο Μισίρι. Απ’ τσι Φιλικούς, ετσά τσι ελέγανε, έμαθε για το ξεσηκωμό του γένους. Κι’ όντες ήρθασι τα μαντάτα απ’ τη Πελοπόννησο, εμπαρκάρισε ντελόγο για τη Κρήτη.
Δεν εγιάηρε μήτε στο χωριό, μήτε στη Χώρα. Είχενε αφημένα μακριγιά μαλλιά και γένια κι’ ήτονε αγνώριστος. Απ’ τσι παράδες του εστέλιωσε ένα νταϊφά, είκοσι-τριάντα νομάτοι.
Εκραζασί ντονε Μανώλη Ρουστιανό. Το μεγάλο του όνομα εξεχάστηκε. Απ’ το Μάη μέχρι το Δεκέμβρη του ‘21, καπετάνιος, επολέμησε πολλές βολές, επαδά στα Ρεθεμνιώτικα. Εκέρδισε ούλες τσι μάχες. Γιαμιάς, οι Τούρκοι ασφαλιστήκασι στο φρούριο τσι Χώρας. Οι γι-άντρες επίνασι νερό στ’ όνομά του. Ήτονε γενναίος, δίκαιος, συνετός, ετσά τον εφωνάζανε οι γι-άλλοι καπετάνιοι. Ποτές δεν απολείφτηκε ο μισθός κι’ η θροφή απ’ το νταϊφά του.
Την άνοιξη του ‘22 ακλούθησε το Γάλλο λοχαγό Βαλέστρα, που επήγε να πάρει το φρούριο στο Ρέθεμνος. Επολέμησε γερά, μα ο Βαλέστρας εσκοτώθηκε κι’ εσκόρπισε τ’ ασκέρι του. Οι Τούρκοι επήρασι θάρρητα. Όμως ο Μανώλης αντάμα μ ́ άλλους καπεταναίους, τσι επολεμούσε. Όπου τσι έβρισκε. Έτσα, τσι εκράτησε κλεισμένους στο Ρέθεμνος, μέχρι το Φλεβάρη του ‘24.
Τότες, η κυβέρνηση επεριμάζεψε στη Πελοπόννησο καμπόσους Κρητικούς. Να την εστηρίξουνε στον εμφύλιο πόλεμο. Μαζί κι’ ο Μανώλης. Εθωρούσε Έλληνες, να σκοτώνουνε Έλληνες, κι’ η πατρίδα ήτονε ακόμα σκλαβωμένη. Μα κι’ η επανάσταση στη Κρήτη δεν επήγαινε ντρέτα. Οι Τούρκοι επατήσασι στην αρχή, τα Σφακιά και το Λασίθι, κι’ ύστερα ούλη τη Κρήτη. Ο Μανώλης εγιάηρε οπίσω. Κι’ όντες τ’ αποκαλόκαιρο του ‘25, μια δράκα Κρητικοί εμπήκασι στο φρούριο τσι Γραμπούσας, εγλάκηξε κι’ έστεσε μπέτη να στελιώσει το φρούριο σε χριστιανικά χέρια.
Η επανάσταση στη Κρήτη εξανάναψε. Μα θροφές δεν υπήρχανε. Σπαρτά, έχνη, δεντρά, γεννήματα είχασι απομείνει ελάχιστα. Τα πολεμοφόδια σπάνια. Και λεφτά, καθόλου.
Εσκεφτήκανε, τοτεσάς, να στείλουσι το Μανώλη κι’ άλλους καπεταναίους, στο γκουβέρνο, στη Πελοπόννησο. Εγυρεύανε 30.000 γρόσια. Αλλιώς, χάνεται η Γραμπούσα, χάνεται η επανάσταση κι’ η Κρήτη μαζί τσι. Εμίλησε στο βουλευτικό. Με μεγάλη άργητα ντωνε δώσασι 20.000. Ετοτεσάς εκατάλαβε ο Μανώλης, πως ήτονε χρειαζούμενο, ν’ αγοράσουσι το δικό ντωνε πλεούμενο. Να μπορούνε αμοναχοί ντωνε να φέρνουσι στο νησί θροφές, βόλια και μπαρούτι. Να πηγαίνουσι τσι γυναίκες και τα κοπέλια που ήτονε απροστάτευτα, στη Πελοπόννησο και στ’ άλλα τα νησιά. Άρχισε να γλακά ζερβά και δεξιά για παράδες. Κι’ όντες εγιάηρε στη Κρήτη, έστειλε γραφές σ’ Αμερική και Ευρώπη. Εγύρευε τον οβολό ντωνε. Ν’ αγοράσει το καΐκι.
Το χειμώνα του ‘27 οι ανάγκες εθεριέψανε ξανά. Ο Μανώλης κι’ γι-άλλοι καπετάνιοι με τ’ ασκέρι ντων, επήγασι στη Νάξο, να ξεχειμωνιάσουνε. Την άνοιξη, εζητούσανε απ’ το γκουβέρνο θροφές και λεφτά να γιαήρουνε οπίσω. Μα απόκριση καμμιά. Ύστερα, ο Κοχράνης ντων εμήνυσε, πως είχε την ανάγκη ντω. Να πολεμήσει τον Κιουταχή.
Στις 22 τ’ Απρίλη, κρασί, πολύ κρασί, εμοιράστηκε στ’ ασκέρι των εδικών μας στο Φάληρο.
Και εμεθύσασι γερά, κι’ αρχίσασι τσι μπαλοθιές και τα γιουρούσια. Ο αρχηγός ο Καραϊσκάκης, έτρεξε να προφτάξει. Μα ελαβώθηκε και ταχιά εξεψύχησε. Την άλλη μέρα, στις 23, ο Τσούρτσης κι ́ ο Κοχράνης εδιατάξανε επίθεση. Ο Κιουταχής με πολύ στρατό και καβαλαρία. Οι Έλληνες σκορπισμένοι απ’ το Φάληρο μέχρι την Καλλιθέα, εκλαίγανε τον Καραϊσκάκη. Οι Κρητικοί κι’ ο Μανώλης, εταμπουρωθήκανε οθέ ντη Καλλιθέα. Έλογιαζε πως ήτονε μεγάλος ζόρες, μα δεν εδείλιασε. Επολέμησε σα λιοντάρι, όμως οι Τούρκοι αμέτρητοι.
Εσκοτώθηκε τοτεσάς. Πλιά από τρακόσους Κρητικούς επήγασι μαζί του.
Η φαμελιά μας δεν είχενε κιανέννα μαντάτο απ’ τον Μανώλη, από τότες που εμίσεψε για το Μισίρι. Τον είχαμε χαμένο. Δεν εμάθαμε ποτές το πόλεμο απού έκαμε. Δεν εμάθαμε πως απόθανε. Στα 1830, ένας Χανιώτης δάσκαλος, μας εμήνυσε απ’ το Ρέθεμνος, πως εκράτειε ένα γράμμα του Μανώλη. Επήγε ο παππούς μου, που ήτονε γραμματιζούμενος. Το γράμμα έλεγε, πως ελόγου του, ο Μανώλης ο Ρουστικανός με τ’ όνομα, ήτονε ο αδελφός μας, ο Μανώλης. Πως ο δάσκαλος, ορδινιάστηκε να μας εβρεί, όντε θα ήτονε αποθαμένος. Πως ήτονε πολά περήφανος, απού έκαμε το χρέος του. Μας ορμήνευε να μη φανερώσουμε τ’ όνομά του. Είχενε χαλασμένους πολλούς Τούρκους και προσκυνημένους Έλληνες. Κι’ ο γδικιωμός ήθελε πέσει στην φαμελιά μας.”
-Ετσά, εξεγράψαμε το Μανώλη μέχρι τα σήμερα, είπε με φανερή συγκίνηση ο παππούς μου. -Αυτό είναι το οικογενειακό μας μυστικό, πετάχτηκα εγώ.
-Αιωνία του η μνήμη, συμπλήρωσε ο παππούς μου.
Γλωσσάρι
ετούταδα – τούτα, δηγούμαι – διηγούμαι, αγροίκηξα – άκουσα, ελόγου – αυτός, ο ίδιος, πλιά –πιο, μικιός – μικρός, αμοναχό – μοναχό, μια ολιά – λίγο, έχνη – ζώα για εκμετάλλευση, κι’ απήτης – και μετά, ελόγιαζε – σκεφτόταν, Χώρα – πόλη του Ρεθύμνου, κασαπιό – χασάπικο, ντωνε, ντων, ντω – τους, των, μπουρμάδες – αυτοί που αλλαξοπιστούσαν, που από χριστιανοί γινόντουσαν μουσουλμάνοι, επορίσανε – φύγανε, πολά – πολύ, εκιαδέ – εκεί, απαράτηξε – εγκατέλειψε, εχώστηκε – κρύφτηκε, Μισίρι – Αίγυπτος, ετσά – έτσι, μαντάτα – ειδήσεις, ντελόγο – αμέσως, εστέλιωσε – έφτιαξε, στερέωσε, νταϊφάς – στρατιωτική ομάδα, εκραζασί ντονε – τον έλεγαν, βολές – φορές, επαδά – εδώ, ούλες – όλες, γιαμιάς – αμέσως, ασφαλιστήκασι – κλειστήκανε, απολείφτηκε – έλειψε, ακλούθησε – ακολούθησε, θάρρητα – θάρρος, εθωρούσε – έβλεπε, ντρέτα – ίσια, καλά, εγιάηρε – γύρισε, δράκα – μικρή ομάδα, εγλάκηξε – έτρεξε, έστεσε μπέτη – βοήθησε, τοτεσάς, ετοτεσάς – τότε, γκουβέρνο – κυβέρνηση, άργητα – καθυστέρηση, γλακά – τρέχει, όντε, όντες – όταν, ασκέρι – στρατιωτική ομάδα, Κοχράνης – Τόμας Αλεξάντερ Κόχραν (1775-1860), φιλέλληνας Βρετανός αξιωματικός του ναυτικού, αρχηγός του Ελληνικού στόλου το 1927, Τσούρτσης – Ρίτσαρντ Τσώρτς (1784-1876), φιλέλληνας Βρετανός στρατιωτικός, αρχιστράτηγος του Ελληνικού στρατού το 1927, ζόρες – δυσκολία, κιανέννα – κανένα, μίσεψε – έφυγε, εκράτειε – είχε στη κατοχή του, ορδινιάστηκε – διατάχτηκε, χαλασμένους – σκοτωμένους, γδικιωμός – εκδίκηση