Βρισκόµαστε στα Πετράλωνα το 1940. Ο Ανδρέας οικοδόµος σκέφτηκε να αγοράσει ένα οικόπεδο. Πράγµατι το οικόπεδο ήταν µεγάλο, πάνω από ένα στρέµµα και αποφάσισε στο µισό χωράφι να φυτέψει ελιές και στο άλλο µισό να φτιάξει ένα σπίτι.
Πέρασαν τα χρόνια η Ελλάδα ξαναήρθε το φως της από την Γερµανική κατοχή και ο Ανδρέας έµενε µόνος του στο σπίτι του. ∆έχτηκε µε πολύ χαρά ένα προξενιό που του έκαναν και ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση αυτή και αποφάσισε να παντρευτεί.
Η γυναίκα που πήρε ο Ανδρέας λεγόταν Μαρία και οι δυο τους άρχισαν να παλεύουν για το σπίτι τους. Μετά από δέκα χρόνια γάµου η Μαρία έµεινε έγκυος και γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι.
Το σπίτι έλαµπε από χαρά και ευτυχία. ∆υστυχώς µετά από λίγα χρόνια ο Ανδρέας πέθανε και το παιδί του ο Παυλής έµεινε προστάτης του σπιτιού µαζί µε την µάνα του. Ήταν ένα παιδί πανέξυπνο πολύ συναισθηµατικό και µε πολύ αγάπη σε όλη την γειτονιά. Ο Παυλής τελείωνε το λύκειο και µια µέρα είπε στην µητέρα του εντελώς ξαφνικά ότι σκέφτεται να µην συνεχίσει στο πανεπιστήµιο αλλά να γίνει επαγγελµατίας διασώστης. Έκανε πολλές συζητήσεις για να πείσει την µητέρα του αλλά η µητέρα έπεισε τον ίδιο. Έτσι έδωσε εξετάσεις για το πανεπιστήµιο και πέρασε µε άριστα. Ήταν µεγάλη η χαρά σε όλους ήταν το καµάρι της γειτονιάς και το καµάρι τηςµητέρας του.
Πέρασε στο πανεπιστήµιο της Θεσσαλονίκης στο τµήµα πολεοδοµίας. Μόλις υπήρχε κάποια αργία έτρεχε αµέσως στην µητέρα του για να της κάνει παρέα. Μάλιστα την τελευταία φορά που κατέβηκε στην Αθήνα, είπε στην µητέρα του ότι επειδή ήταν στο τρίτο έτος του Πολυτεχνείου, θα τον έπαιρνε ως βοηθό του ένας µεγάλος κατασκευαστής έργων. Η κυρία Μαρία χαιρέτησε τον γιό της και εκείνος επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη για να περιµένει την ειδοποίηση του κατασκευαστή.
Ξαφνικά ακούστηκε µια αναστάτωση στην γειτονιά. Τι είχε συµβεί άραγε; Η ήσυχη όµως γειτονιά των Πετραλώνων είχαν βγει από τα σπίτια τους και πήγαιναν στην πλατεία και προσπαθούσαν ο ένας από τον άλλο να µάθει περισσότερα για το δυστύχηµα στα Τέµπη. Ένας µάλιστα είχε βγάλει και την τηλεόραση του έξω από την πόρτα για να βλέπουν καλύτερα τις ειδήσεις. Οι κάτοικοι των Πετραλώνων ήταν αγνοί και αναστατώθηκαν µε το γεγονός της είδησης και αποφάσισαν να πάνε όλοι στα Τέµπη.
Τι κόσµος ήταν αυτός; Άνθρωποι πήγαιναν και ερχόντουσαν µε κλάµατα και µε φωνές. Ένας γνωστός είδε την κυρία Μαρία και της είπε τι δουλειά έχεις εδώ; Εκείνη τροµαγµένη κοίταγε κάτι µαύρες σακούλες που ερχόντουσαν από το τρένο και πήγαιναν στο ασθενοφόρο και ρώτησε. «Γιατί κρατάνε τις µαύρες σακούλες;» και ο γνωστός της, της είπε «καλύτερα να πάς στο σπίτι σου.» Πράγµατι η οµάδα από τα Πετράλωνα αποφάσισε να επιστρέψει σπίτι τους γιατί ήταν πολύ δύσκολη η κατάσταση και η αγνή τους ψυχή δεν άντεχε να βλέπει και να ακούει για αυτό το δράµα που παιζόταν εκεί.
Η κυρία Μαρία ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού της είδε µια σκια στο σπίτι της που έµοιαζε µε τον γιό της. Στο στήθος της είχε ένα πελώριο κόµπο που δεν την άφηνε να αναπνεύσει. Η Μαρία στάθηκε στην πόρτα του σπιτιού και φώναξε «Παυλή! Παυλή, έλα να µε βοηθήσεις να ανοίξουµε την µαύρη σακούλα που έφεραν οι αστυνοµικοί.»
Επειδή δεν πήρε απάντηση ξαναφώναξε «Παυλή! έλα και φέρε και το ψαλίδι να ανοίξουµε την σακούλα!» Μπήκε µέσα στο σπίτι της και κοίταγε την µαύρη σακούλα σαν κάτι περίεργο να είχε µέσα. Τότε βγήκε έξω και πήγε στις ελιές που είχε φυτέψει ο άντρας της. Αγκάλιασε µια ρίζα της ελιάς και νόµιζε ότι ήταν ο Παυλής της.
Ο Παυλής ο γιος του Ανδρέα και της Μαρίας, 22 ετών φοιτητής του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης που σπούδαζε πολεοδοµία πήρε το µοιραίο τρένο. «Ω Θέε µου το τρένο έπιασε φωτιά!» κουνήθηκε από την θέση του και στράφηκε προς το παράθυρο όµως δεν πρόφτασε.
Ο Παυλής έγινε παρανάλωµα του πυρός. Η Μαρία η µητέρα του Παυλή πήγαινε στις ελιές και έψαχνε τον γιό της. ∆εν µπόρεσε να αντέξει το µεγάλο δράµα και η Μαρία παραφρόνησε. Η Ελλάδα κλαίει…….