Με ρωτάς, συνάνθρωπε, τί φταίει και το καράβι της γειτονιάς μας στο βυθό πορεύεται πρόσω και ολοταχώς. Άνοιξε, σού λέω, τα αφτιά και τα μάτια του σώματος, να ακούσεις, να δεις, να καταλάβεις!
Τα Τίποτα δες πώς αναρριχώνται σαν τους κισσούς. Πώς κολλούν σαν βδέλλες στον περίγυρό τους. Και πώς στρογγυλοκαθίζουν στις πολυθρόνες,
Άκου πώς βροντερόφωνα και στην πλήθουσα αγορά καμώνονται τους πάνσοφους και τους αλάνθαστους. Και πώς αδιαφορούν που η βουή τους δεν αφήνει να φτάνουν στα αφτιά μας τα τραγούδια των καλλίφωνων αηδονιών, των ακούραστων μελισσών και των φίλεργων μερμήγκων.
Σκύβουν, όλοι τούς βλέπουν, όμως, πανεύκολα το κεφάλι. Λυγίζουν ανερυθρίαστα τη μέση στα κελεύσματα των επιδομάτων, λόγω της ανέκαθεν κρίσεως. Λάτρεις του εφήμερου υλικού κέρδους, αδιαφορούν για το μέλλον της ψυχής τους. Σπουδαγμένοι φαίνονται, μα αμόρφωτοι είναι και σκλάβοι στις προσταγές των υψηλότερων ορόφων από αβουλία και δουλοφροσύνη…
Όταν έχεις, καλέ μου άνθρωπε, στα χέρια σου τη φωτιά, όλοι σε ζηλέβουν! Όταν έχεις στα χέρια σου τη θάλασσα, όλοι σε μακαρίζουν! Όταν έχεις στα χέρια σου τη μηλιά, όλοι σε καλοτυχίζουν!
Όσες φορές, όμως, παίζεις με τα κάρβουνα, θα καείς και οι άλλοι θα σε περιπαίζουν! Κάθε φορά που παίζεις στης πισίνας τα νερά, θα πνιγείς και οι άλλοι θα σε περιγελάνε! Οσάκις τρως λαίμαργα ένα μήλο, θα βλάψεις το στομάχι σου και οι άλλοι θα σε κοροϊδέβουν!
Γιατί, συνάνθρωπε, πες μου, να παρασύρεσαι από τα Τίποτα, να κυνηγάς το μέρος, αν και βλέπεις πόσο σε ωφελεί και σε πληροί το Όλον;
Συνειρμοί πρωινού, διασχίζοντας τη γεμάτη από ήχους και φωνές και σκέψεις εμπόρων και καταναλωτών λαϊκή αγορά της συνοικίας!