Ο πόλεμος κυβέρνησης και αντιπολίτευσης έχει ενταθεί, ενώ βρισκόμαστε στα πρόθυρα της εκλογικής αναμέτρησης, κατόπιν και της απόφασης του Ειδικού Δικαστηρίου για την περίπτωση “Παππά – Καλογρίτσα”.
Η πρόταση της εισαγγελέως, που είναι συμβουλευτική και όχι υποχρεωτική για το Δικαστήριο, περί απαλλαγής των κατηγορούμενων, δεν έγινε εισακουστή και επιβλήθηκε η ανώτερη ποινή, που προβλέπεται για τον κ. Παππά δύο χρόνια με αναστολή επί τριετίαν, και για τον κ. Καλογρίτσα χρηματική ποινή εκ 5000 ευρώ. Ο μεν υπουργός για παράβαση καθήκοντος, όσον αφορά τους χειρισμούς του στο διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών, ο δε επιχειρηματίας ως συνεργός του στο εν λόγω αδίκημα.
Υπήρξε ομοφωνία. Το “ομόφωνον” αν δεν προκαλεί, δίνει τουλάχιστον το δικαίωμα στον “καθ’ έναν, να σκεφθεί ό,τι μπορεί να βάλλει ο νους του μία εβδομάδα, σχεδόν, πριν την αναγγελία των βουλευτικών εκλογών. Για τους νομικούς είναι «ακατανόητη και αδικαιολόγητη, η δυσαρμονία ανάμεσα στην πρόταση εισαγγελέως και απόφασης του δικαστηρίου…».
Στον δεύτερο αναγνωρίσθηκαν ελαφρυντικά, ενώ στον υπουργό όχι, διότι δεν ζητήθηκαν, από την υπεράσπιση, επειδή, αν εζητούντο, θα αποδεχόταν ο καταδικασθείς την έμμεση αναγνώριση της ενοχής του και της καταδικαστικής απόφασης. Ο πρώην υπουργός μέσω των συνηγόρων του δήλωσε, ότι «δεν νοιώθει ένοχος… έπραξε το καθήκον του προς όφελος του ελληνικού δημοσίου και της ελεύθερης ενημέρωσης των πολιτών…». Ως εκ τούτου οι υπερασπιστές του κ. Παππά θεωρούν «δεδομένη και απολύτως αναγκαία την προσφυγή στο ευρωπαϊκό δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.».
Νομικός δεν είμαι, αλλά ο κοινός νους σκέπτεται, ότι η πρόεδρος του Δικαστήριου θα δυσκολευθεί να βρει δικαιολογίες της καταδικαστικής απόφασης, η οποία παραμένει και δεν αλλάζει. Είναι νομικώς επιτρεπτός όταν μια απόφαση έχει εκδοθεί λάθος από κατώτερο δικαστήριο, μπορεί να διορθωθεί από ανώτατο δικαστήριο κατόπιν εφέσεως.
Η απόφαση στην προκειμένη περίπτωση προέρχεται από Ανώτατο δικαστήριο και δεν εφεσιβάλλεται.
Οι δικαστές δεν αποφασίζουν με το τι είναι η ιδεολογία τους, αλλά είναι διερμηνευτές των νόμων. Μερικές φορές οι αποφάσεις τους βγαίνουν διά των κρυφών βλεμμάτων των επιθυμιών τους πίσω από τα κλειστά μάτια τους. Όταν συμβαίνει, όμως, οι δικαστές να ομοφωνούν, οι αποφάσεις τους φαίνεται να πείθουν, για την ορθότητά τους. Σε πολιτικά δρώμενα δύσκολης προσέγγισης μπορεί να γίνονται και νομικίστικες απαντήσεις, γιατί ο νομικός γνωμοδοτεί για το αν ένας νόμος είναι συνταγματικός και επιχειρηματολογεί, ενίοτε, όχι για την αλήθεια, αλλά για πολιτικό συμφέρον.