Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Το όνομα των Σκοπίων

Κύριε διευθυντά,
τις τελευταίες μέρες αυτό που κυριαρχεί στο δημόσιο βίο της χώρας μας είναι το θέμα του ονόματος των Σκοπίων. Αν κάνει κάποιος μια ανάλυση των επιχειρημάτων όλων των πλευρών, θα δώσει κάποιο δίκιο σε όλους, διότι κάθε πλευρά ξεκινά από διαφορετικές και αναπόδεικτες υποθέσεις ή απόψεις. Καμιά πλευρά επίσης δεν έχει γνώση όλων των παραμέτρων του προβλήματος. Οι αρνητές κάθε ονόματος που θα περιέχει τη λέξη Μακεδονία, πιστεύουν ότι αυτό περιέχει αλυτρωτισμό, επεκτατισμό και συνεπώς μελλοντικό κίνδυνο για τη χώρα μας. Θεωρούν επίσης ότι μια ομάδα ανθρώπων που οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως Σλάβοι δεν μπορεί να οικειοποιηθεί το όνομα που ιστορικά ανήκει και χρησιμοποιείται από κάποιους άλλους. Βέβαια αυτή είναι και η ομάδα με τη λιγότερη ίσως ιστορική γνώση του ποικίλου φυλετικά χώρου των Βαλκανίων και του πώς έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία εκατό χρόνια στα σημερινά σύνορα.
Αυτοί που πιστεύουν ότι πρέπει να τα “βρούμε” με τους Σκοπιανούς, να γίνει δηλαδή αποδεκτή κάποια ονομασία που να περιέχει το όνομα Μακεδονία υποβαθμίζουν τα παραπάνω επιχειρήματα και πιστεύουν ότι κανείς από τους παραπάνω φόβους δεν είναι δικαιολογημένος. Αντίθετα θα ωφελήσει τη χώρα μας οικονομικά μια σύνθετη ονομασία λόγω της καλυτέρευσης των σχέσεων μας με τους γείτονες και της βελτίωσης των διεθνών μας σχέσεων, αφού οι ξένοι θέλουν να επιλυθεί το πρόβλημα περισσότερο από ό,τι θέλουμε εμείς. Θα μας ωφελήσει ίσως και εθνικά, διότι εμείς είμαστε το ισχυρό κράτος της περιοχής και μπορούμε να δράσουμε και ως εγγυητές της σταθεροποίησης του κράτους των Σκοπίων. Σήμερα τα Σκόπια τα εποφθαλμιούν οι γείτονες τους εξ ανατολών και δυσμών και η σύνθεση του πληθυσμού του παρουσιάζει σοβαρή ανομοιογένεια, ενώ η οικονομική του ανάπτυξη είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Αυτό τους δημιουργεί εθνική αστάθεια. Μια καλύτερη, λοιπόν, σύσφιξη των σχέσεων μας με τα Σκόπια και διατήρηση του στάτους κβο των συνόρων θα είναι προς όφελος και των δύο πλευρών.
Οι παραπάνω απόψεις έχουν τα υπέρ και τα κατά. Είναι όμως όλες υποθέσεις οι οποίες δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν ή να απορριφτούν την παρούσα στιγμή και μόνο ο χρόνος μπορεί να δείξει ποιοι τελικά είχαν δίκιο. Το ερώτημα λοιπόν είναι εφόσον η ελληνική πλευρά αποφασίσει να λύσει το θέμα, αν έχει τη δυνατότητα να επιτύχει την καλύτερη δυνατή συμφωνία, όπως επιδιώκεται σε όλες τις διαπραγματεύσεις που αφορούν σε εθνικά θέματα. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η ικανότητα των διαπραγματευτών ακόμα και σε περιπτώσεις γενικότερης αδυναμίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα.
Νομίζω ότι η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, της δυνατότητας δηλαδή επιβολής της ελληνικής άποψης είναι καθαρά αρνητική για τη χώρα μας για τρεις λόγους. Ο ένας είναι η διεθνής αποδυνάμωσή μας μετά τη χρεοκοπία των τελευταίων ετών. Ενα κράτος το οποίο τα τελευταία χρόνια επαιτεί δεν έχει τη δύναμη να προβάλει σοβαρές αντιστάσεις στις διάφορες πιέσεις. Δεν το παίρνουν δηλαδή οι εμπλεκόμενοι στη διαπραγμάτευση στα σοβαρά και εδώ εννοούμε τις μεγάλες δυνάμεις. Επελέγη λοιπόν ο μη σωστός χρόνος για την ανακίνηση του ζητήματος ή το ανακίνησαν οι άλλοι τώρα που η χώρα μας βρίσκεται σε αδύνατη θέση. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μια διαπραγμάτευση με επικεφαλής τον πιο ανίκανο πρωθυπουργό των τελευταίων χρόνων, ο οποίος δεν ξέρει ότι και η θάλασσα έχει σύνορα, δεν είναι δυνατόν να επιτύχει μια λύση επωφελή για τη χώρα μας. Οι ξένοι το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά. Γνωρίζουν επίσης ότι αυτός θα συμφωνήσει σε ό,τι και να απαιτήσουν είτε λόγω άγνοιας είτε λόγω ενδοτικότητας. Ο τρίτος λόγος είναι ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση συνολικά είτε δεν έχουν σοβαρή διαπραγματευτική τακτική είτε κάνουν τη διαπραγμάτευση όχι με στόχο να έχει η χώρα τα μέγιστα οφέλη αλλά για να έχει το κόμμα τους στο εσωτερικό της χώρας τα μέγιστα οφέλη. Δηλαδή το συμφέρον της χώρας τίθεται σε δεύτερη μοίρα, όταν πρόκειται να γίνουν κρίσιμες επιλογές κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
Είναι καλύτερα λοιπόν το πρόβλημα να παραμείνει προς το παρόν όπως έχει και να περιμένουμε στο μέλλον συνθήκες που θα μας ευνοούν περισσότερο. Να ξεπεράσει δηλαδή η χώρα τη σημερινή κρίση και η διαπραγματευτική της θέση να ενδυναμωθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και παγκόσμια. Επίσης να περιμένουμε και μια κυβέρνηση η οποία να θέλει πράγματι να επιλύσει το πρόβλημα και ένα Ελληνα πρωθυπουργό ικανότερο που θα δημιουργήσει μια στρατηγική και τακτική αρκετά ισχυρή για να επιτευχθεί η βέλτιστη λύση του προβλήματος. Αυτά βέβαια ίσως να αργήσουν λίγο αλλά όπως γνωρίζουμε η ιστορία γράφεται σε εκατονταετίες και χιλιετίες και όχι σε δεκαετίες και εικοσαετίες.
Κώστας Μουντάκης,
ομότιμος καθηγητής
του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα