Μοναχική λύρα, παίζει τη σιωπή στις χορδές της νύχτας. Ενας χορός της σκέψης με μεθυσμένα βήματα. Σαν σε επίκληση. Σαν σε κραυγή, βροντερά σιωπηλή. Που βγαίνει μέσα από την ομίχλη καθώς κατεβαίνεις από τα όρη. Ενα κρύο φως στη γέννηση του ονείρου. Φρέσκο, σαν ανάσα από μέντα και θυμάρι, σ’ ένα τόσο δα σημάδι, μιας πληρότητας που ξεχειλίζει από άγριες στεριές, από άγριες θάλασσες. Είναι τόσο ήρεμη η θύελλα. Κι όμως, ένας διαφυγών πόνος, ως ηχώ στην άβυσσο, μια θύμηση που σκοτώνεται καθώς η φωτεινή θεά της νύχτας, ανατέλλει. Κι ένα ψεύτικο πορφυρό, σαν από βυζαντινή δολοπλοκία, σου κεντά το βλέμμα. Ενας πόνος στο βλέμμα και το νερό της σιωπής τρέχει, πάνω στις ρυτίδες σκληροτράχηλου πολεμιστή. Που ντρέπεται γι’ αυτό. Υστερα, η φωνή ενός ανδρόγυνου Πάνα, να παίζει τον αυλό της φωτιάς. Και σπίθες πολλές, ως εκλάμψεις εικόνων, που θα ’ρθουν όταν θα φύγεις. Κι ένα “σ’ αγαπώ” που μπαίνει από τις γρίλιες της ύπαρξης. Και σκοτώνει την ανυπαρξία.
Η σιωπή στο ουρλιαχτό των ηλιαχτίδων. Καθώς οι καιροί στροβιλίζονται στις ψυχές, στις ατελεύτητες διαδρομές. Εκστατικός πολεμικός χορός γεμάτος Ερωντα και αψηφισιά στον Αχέροντα.
Η ομορφιά, του να ξεκινάς, χωρίς να ξέρεις για πού και τι θα συναντήσεις. Σεληνιασμένη ηχώ, η σιωπή σε μιαν ατέρμονη επανάληψη, τόσο διαφορετική. Κάθε φορά που ακούς το ουρλιαχτό των ηλιαχτίδων.