Να μου συγχωρέσετε το άγαρμπο ξεκίνημα.
Μα πώς είναι δυνατόν να (μου) δημιουργεί πάντα αυτό το συναίσθημα ο Μπολάνιο; Εντάξει, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης μένω αποσβολωμένος, μαγεμένος, ανίκανος να σκεφτώ. Αυτό το έχω αποδεχτεί. Και το απολαμβάνω. Όμως, αφήνοντας το βιβλίο στην άκρη, κατά τη διάρκεια, και κυρίως στο τέλος της ανάγνωσης, άμεσα έρχεται το ερώτημα: μα πώς είναι δυνατόν να (μου) δημιουργεί πάντα αυτό το συναίσθημα ο Μπολάνιο; Πώς το κάνει; Τόσο απλός και τόσο μαγικός. Επιστρέφω ως ερευνητής στις σελίδες, αναζητώ να βρω το μυστικό, σαν τη συνταγή του πιο απλού φαγητού. Δεν τα καταφέρνω. Αλλά ξέρετε κάτι; Δεν με νοιάζει, καθόλου δεν με νοιάζει. Το απολαμβάνω και ας μην ξέρω γιατί συμβαίνει. Και ας διστάζω πάντα να ξεκινήσω το επόμενο αδιάβαστο βιβλίο του, προσμένοντας να κάνουν την εμφάνισή τους κάποιες ιδανικές συνθήκες, νιώθοντας ανέτοιμος για το μεγαλείο του· μέχρι την πρώτη σελίδα, ύστερα μένω αποσβολωμένος, μαγεμένος, ανίκανος να σκεφτώ.
Φαντάζομαι πως το αίσθημα αυτό σχετίζεται με την έκδοση. Μη γελάσετε παρακαλώ. Eνας σταθερός βόμβος ακούγεται με το άνοιγμα των σελίδων, οι οποίες είναι έτσι εκτυπωμένες που δημιουργούν οφθαλμαπάτες τρισδιάστατες, βόμβος που περνά μέσα από την αφή στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Ηλεκτρομαγνητισμός. Είναι η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω. Αλλιώς τι; Πώς; Λέξεις απλές, ιστορία απλή, αφήγηση απλή. Εντάξει, φαινομενικά. Αλλά και πάλι. Ο Μπολάνιο είναι η λογοτεχνία, θαρρείς.
Ας πω και κάτι ακόμα: διαβάζοντας Μπολάνιο νιώθω πως διαβάζω κάτι γνώριμο, κάτι που υπάρχει από πάντα. Σαν να γράφει πατώντας σε μια θολή μου ανάμνηση, σε έναν φόβο στο βάθος της ύπαρξης, σαν να συντονίζεται με το συντακτικό και τον ρυθμό της σκέψης μου.
Τον είδα για πρώτη φορά στην οδό Μπουκαρέλι, στο Μεξικό, δηλαδή στην εφηβεία, στη θαμπή και αβέβαιη περιοχή που ανήκει στους ποιητές από σίδερο, μια νύχτα πλακωμένη από μία ομίχλη που υποχρέωνε τα αυτοκίνητα να κυκλοφορούν αργά και προκαλούσε αστεία και έκπληκτα σχόλια των διαβατών για το νεφελώδες φαινόμενο, τόσο ασυνήθιστο εκείνες τις μεξικάνικες νύχτες, τουλάχιστον απ’ όσο θυμάμαι εγώ.
Τρεις ήρωες, άντρες. Και οι τρεις βρέθηκαν, ο καθένας για τον δικό του λόγο και κυρίως με τον δικό του τρόπο, στη μικρή πόλη Ζ στις καταλανικές ακτές. Καθένας κουβαλά μια ιστορία στο παρελθόν του. Ο Μπολάνιο δίνει τον λόγο στον καθέναν απ’ αυτούς, να διηγηθεί την ιστορία απ’ την πλευρά του, να διηγηθεί την ιστορία από την ημέρα της άφιξής του στη Ζ. Eνας φόνος θα υπάρξει στην πορεία της ιστορίας, ο αναγνώστης το πληροφορείται αυτό από την αρχή. Η γνώση αυτή δημιουργεί ένα πρώτο πέπλο μυστηρίου. Κατακαλόκαιρο στη Μεσόγειο και όμως ένα πέπλο ομίχλης μοιάζει να καλύπτει τη μπολανιική Ζ. Τρεις απολογίες σε συνέχειες, μέχρι την τελική πράξη.
Το σύμπαν του Μπολάνιο γνώριμο και γοητευτικό, παρότι σκοτεινό και μυστηριώδες· ο τρόμος παραμονεύει στη γωνία, παρέα με την ποίηση, το παράλογο και το χιούμορ. Aρχισε η παράθεση των κλισέ. Iσως θα ήταν καλύτερο και ακριβέστερο -τι ατυχής επιλογή επιθέτου- να επιστρέψω στη μεταφυσική εξήγηση σχετικά με την έκδοση από την οποία απουσίαζε η όσφρηση, κακώς, πολύ κακώς. Iσως και όχι. Να διαβάσετε όμως Μπολάνιο, εντάξει;