Ξεπροβόδισε επιτέλους και την άνεργη ηθοποιό η οποία του περιέγραφε με μια νότα, άχρηστης στην προκειμένη περίπτωση, αγωνίας το χθεσινοβραδινό της όνειρο. Κι ενώ ο ίδιος προσπαθούσε να ξεχάσει τον κοκαλιάρη καλικάτζαρο που έκλεψε το Όσκαρ της μέλλουσας Κατίνας Παξινού, το επόμενο ραντεβού προχώρησε μέσα για να ξεκινήσει η συνεδρία.
Στο σπίτι του γύρισε κατά τις οκτώ. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Τόσο διάβασμα στο Λύκειο και το Πάντειο για να ξεπερνά ο σωματικός του πόνος εκείνον του πυγμάχου. Πριν μπει στο μπάνιο να πλυθεί κανόνισε συνάντηση με έναν συνάδελφο τη μεθεπόμενη Τετάρτη. Κάπου έπρεπε κι αυτός να ξεσπάσει. Τελείωσε το ντους, πήρε από το ψυγείο το γυάλινο τάπερ με το παστίτσιο της μάνας του. Κάθε χρόνο του έστελνε ό,τι μπορούσε εκεί στην Αθήνα, κρυφά από τον πατριό του. Κάθισε στην τηλεόραση λοιπόν τρώγοντας το παγωμένο παστίτσιο –φούρνο μικροκυμάτων δεν είχε-και καθώς άλλαζε τα κανάλια, μια στους «Δυο ξένους» και μια στις ποιοτικές εκπομπές της Σίας Λιαροπούλου, σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στη μητέρα του στη Πτολεμαΐδα. Είχε να τη δει αυτοπροσώπως από το ‘85, όταν ήταν πρωτοετής. Αν δεν της μιλούσε ούτε φέτος θα είχε να επικοινωνήσει μαζί της κανονικά 14 χρόνια. Ήταν όντως πολλά , όμως χρωστούσε πολλά νοίκια και Ο.Τ.Ε. δεν χρεώνει και λίγα για τις υπεραστικές. Το μετάνιωσε…
Αμέσως ντράπηκε με τον εαυτό του: «Καλά δεν ήμουν τόσο καιρό; Γιατί τα θυμήθηκα τώρα; Το παστίτσιο μου μέσα!» Φουριόζος άρπαξε την σκονισμένη κεραμιδί βαλίτσα από το πατάρι, έχωσε μέσα δυο αλλαξιές και βγήκε έξω τρέχοντας. Βέβαια μετά ξαναμπήκε μέσα, έκλεισε την τηλεόραση, τα φώτα και το καλοριφέρ, κατέβασε τα παντζούρια, έβαλε φαί στον γάτο, έστειλε φαξ στον γραμματέα του πως θα λείψει. Και τότε, με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα από την πρώτη φορά, βρόντηξε την πόρτα πίσω του. Κατέβηκε τις σκάλες τρεις-τρεις , σταμάτησε ένα ταξί και κατευθύνθηκε προς τον σιδηροδρομικό σταθμό.
Αφού πέρασαν δυο χρόνια….
Την πολυκατοικία ανεβαίνουν δυο κοπέλες κουβαλώντας μεγάλες χάρτινες κούτες. Η μια τραγουδά:
-Κάθισα και σκέφτηκα και είδα ότι μ΄αγαπάς!
-Κανόνισε να τα ρίξεις αυτά! Είναι σουβενίρ από ταξίδια του μπαμπά μου!
-Cause I would die for you. Look into my eyes and see the truth.
-Καλέ Ρουλίτσα, εσύ χαραμίζεσαι !
-Δεν έχεις και άδικο. Τι παραπάνω έχει η Παπαρίζου από έμενα ;
-Φωνή!
-Όλγα, παράτα μας! Εγώ φταίω που, ενώ έχω συνέντευξη για δουλεία στις μια, σε βοηθώ να μετακομίσεις.
Η Όλγα δεν ανταποκρίνεται κατευθείαν. Σκέφτεται για λίγο και ύστερα λέει:
-Είναι στη μια, όχι στις μια!
-Σιγά, ρε Μπαμπινιώτη!
Της αρέσει πολύ να πειράζει την κολλητή της. Θα το συνέχιζε αλλά δεν έπρεπε να χασομερήσουν άλλο.
Ξαφνικά ακούγονται βήματα στα σκαλιά και ένας αρκετά εμφανίσιμος 34χρονος κύριος τις προσπερνά και ανεβαίνει στο διαμέρισμα του πέμπτου, όπου και κατοικεί. Η Ρούλα, φανερά γοητευμένη, ρωτά:
-Ποιος είναι αυτός;
-Ποιος;
-Το παιδί στον πέμπτο.
-Αν εννοείς τον κύριο Μάρκο…
-Ααα Μάρκο τον λένε; Είναι παντρεμένος;
-Νομίζω πως όχι .Όσες φορές είχα έρθει για να δω το σπίτι δεν είδ…
-Μάλιστα , μάλιστα. Και τι επαγγέλλεται;
-Είναι ψυχολόγος. Τα τελευταία χρόνια ζει με την μητέρα του. Παλιά έμενε στην Κοζάνη νομίζω, αλλά τώρα την έχει φέρει εδώ μαζί του.
-Είσαι όμως κι εσύ σιγανό ποταμάκι!
-Τα ξέρω διότι η σπιτονοικοκυρά μου είναι ολίγον τι… πώς να το πω κομψά; Αργόσχολη σχολιαστής. Κουτσομπόλα ντε.
Έπειτα τα κορίτσια σταματάνε να μιλάνε. Η Όλγα αφήνει πάνω σε μια στοίβα βαλίτσες το πρόσφατα κορνιζαρισμένο πτυχίο της, τη στιγμή που η Ρούλα συνέχιζε τα σκέρτσα και τον χορό μεταφέροντας και άλλα πράγματα. Αφηρημένη σκοντάφτει και ένα λούτρινο αρκουδάκι πέφτει από μια κούτα.
Ήταν δώρο του μπαμπά της Όλγας από το Βερολίνο. Είχε πάει εκεί το ‘92 με κάτι συμφοιτητές του από το Μετσόβιο. Εκείνη ήταν 12 χρονών τότε. Η τελευταία φορά που τον είδε ήταν όταν πέρασε Φιλοσοφική. Όλα αυτά η Όλγα τα διηγήθηκε ανέκφραστη, κρατώντας τον αρκούδο, στη Ρούλα η οποία άκουγε προσεκτικά. Μαζί της άκουγε πίσω από το σύρτη ο Μάρκος και από μέσα του ευχόταν κάτι με όλη του τη δύναμη.
Ασυναίσθητα η Όλγα κατέβηκε τις σκάλες δυο-δυο. Βγήκε έξω από τη νεοκλασική πολυκατοικία, αταίριαστη στην αισθητική του Παγκρατίου, και έτρεξε προς το απέναντι περίπτερο. Αγόρασε μια τηλεκάρτα και ύστερα προσπερνώντας βιαστικά περαστικούς και αδέσποτα σκυλιά έφτασε στον κοντινότερο τηλεφωνικό θάλαμο.
Στην αρχή διστάζει. Φάνηκε σα να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι. Αρχίζει να πληκτρολογεί χτυπώντας απαλά τα κουμπιά. Περιμένει και σε λιγότερο από λεπτό το πρόσωπο της φωτίζεται από ένα γλυκό χαμόγελο.
Ο Μάρκος, εντωμεταξύ, την παρακολουθεί από το μπαλκόνι και παράλληλα απολαμβάνει ένα ζεστό πιάτο παστίτσιο που μόλις μαγείρεψε η μαμά του. Είναι απόλυτα ευχαριστημένος μια και η ευχή που έκανε προ ολίγου μόλις πραγματοποιήθηκε.
Ζυγούρη Καλλιόπη
4ο ΓΕΛ Χανίων (Β΄τάξη)