» Θεόδωρος Εσπίριτου (εκδόσεις Κίχλη)
Το τρένο, σταθμευμένο εκατό μέτρα περίπου μακριά από τον σταθμό, σήμανε την εκκίνηση του στις πέντε το απόγευμα με ένα διαπεραστικό σφύριγμα, ενώ μια φωνή από τα μεγάφωνα προειδοποιούσε τον κόσμο να απομακρυνθεί από την άκρη της αποβάθρας. Με έναν οξύ μεταλλικό ήχο σταμάτησε μπροστά στον σταθμό. Σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο, όρμησαν να χωθούν πρώτοι στα βαγόνια εκείνοι που είχαν εισιτήριο χωρίς θέση, ελπίζοντας πως θα έβρισκαν κάπου να καθίσουν.
Ο σαρανταπεντάχρονος Κρίστοφερ Μάρλοου, ερευνητής της Υπηρεσίας Εξιχνίασης Σκοτεινών Υποθέσεων, περίμενε υπομονετικά τη σειρά του για να επιβιβαστεί και αναρωτιόταν πού να πήγαινε άραγε όλος αυτός ο κόσμος, πού να είχε εναποθέσει τα ταπεινά όνειρά του. Ο ίδιος δεν βιαζόταν να πάει πουθενά, το αντίθετο μάλιστα· θα προτιμούσε να τον ξεχάσουν για πάντα εκεί, στο παγκάκι της αποβάθρας· να ξεχάσει ακόμα και ο ίδιος την ύπαρξή του· οι εποχές να περνούν σαν ταινία από μπροστά του, ο κόσμος να αλλάζει χρώματα ‒πράσινο, κίτρινο, άσπρο‒ κι εκείνος να κοιτάζει, απλώς να κοιτάζει, χωρίς μνήμη, χωρίς προσδοκία.
Η απώλεια της συντρόφου του, νωρίτερα μέσα στον χειμώνα, βύθισε τον Μάρλοου στο πένθος. Τέλη Ιουλίου και ετοιμάζεται να επιβιβαστεί στο τρένο που τώρα εισέρχεται στον σταθμό, με προορισμό την Άγρα, έχοντας πρώτα ζητήσει και λάβει άδεια από την υπηρεσία του, ακολουθώντας ένα παράξενο αίτημα για βοήθεια, από κάποιον ανώνυμο αποστολέα, που φρόντισε ωστόσο να περικλείσει στον φάκελο ένα εισιτήριο τρίτης θέσης με τη συγκεκριμένη αμαξοστοιχία, ζητώντας του απλώς να επιβιβαστεί και να περιμένει. Μ’ ένα σωρό ερωτήματα ήδη να τον απασχολούν, ο ερευνητής Μάρλοου βρίσκει τη θέση του και κάθεται, παρέα με τους υπόλοιπους συνεπιβάτες του στο κουπέ, προσπαθώντας να διακρίνει κάποιο στοιχείο. Έτσι ξεκινάει αυτή η ιστορία.
Ο Θεόδωρος Εσπίριτου, με τις θεατρικές καταβολές, στην πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα αποφασίζει να αφηγηθεί μια δυστοπική ιστορία μυστηρίου, που λαμβάνει χώρα κάποια στιγμή, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, σε μια γνώριμη μα φανταστική χώρα. Από την πρώτη κιόλας σελίδα ο συγγραφέας πετυχαίνει να καλλιεργήσει ένα αίσθημα αγωνίας στηριζόμενος στην πλήρη άγνοια του Μάρλοου, και κατ’ επέκταση και του αναγνώστη, για το πού πρόκειται να μπλέξει, συναίσθημα που συντροφεύει την ανάγνωση ως το τέλος.
Κατασκευάζει τον μελλοντικό αυτό κόσμο με υλικά γνώριμα, όπως και την ίδια την αφήγηση, πετυχαίνοντας ωστόσο να τα οικειοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Χτίζει την πλοκή με βήματα σταθερά, δεν βιάζεται αλλά ούτε και πλατιάζει, επιμένει στην ατμόσφαιρα μυστηρίου, τοποθετεί στη σκηνή έγκαιρα, έστω και όχι σε πρώτο πλάνο, τα στοιχεία εκείνα που θα χρειαστεί παρακάτω, τα κομμάτια του παζλ, χειρίζεται τις ανατροπές αλλά και τη δράση με σύνεση, δεν αναλώνεται αποκλειστικά στην καλλιέργεια σασπένς και δεν του διαφεύγει η παραβολική διάσταση της ιστορίας, που καθιστά την πλοκή αλλά και τα πρόσωπα ως ένα βαθμό προσχηματικά, κάτι που είναι απαραίτητο ώστε να αναδυθούν στην επιφάνεια του κειμένου οι ιδέες, αλλά και οι συνδέσεις με την πραγματικότητα, με αυτό που συμβαίνει ή είναι πιθανό να συμβεί. Άλλωστε εκεί βρίσκεται ο πραγματικός εφιάλτης στη δυστοπική λογοτεχνία στην οποία Το παιχνίδι της Άγρας ανήκει. Η καχυποψία του Μάρλοου απέναντι στους άλλους, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό, είναι το συστατικό κλειδί, η διαρκής αμφιβολία για το τι είναι αλήθεια και τι όχι, για το ποιον μπορεί να εμπιστευθεί κανείς, ποια αφήγηση. Η καχυποψία ανάγεται σε κοινό τόπο για τον αναγνώστη και τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, ο Εσπίριτου τον αναδεικνύει με οξυδέρκεια και τον διαχειρίζεται κατάλληλα, δημιουργώντας έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη πραγματικότητα και τη μυθοπλασία.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση κινείται σ’ ένα ασφαλές μονοπάτι, χωρίς διάθεση για ιδιαίτερους πειραματισμούς, που μάλλον θα παραφόρτωναν παρά θα εξυπηρετούσαν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ο Εσπίριτου δεν εγκλωβίζεται στη θεατρική γραφή, η αφήγηση σε καμία περίπτωση δεν μοιάζει με διαδοχή σκηνοθετικών οδηγιών, τη στιγμή που οι διάλογοι ξεχωρίζουν για τη φυσικότητά τους. Ονομάζει τον ερευνητή του Κρίστοφερ Μάρλοου, γεγονός που παραπέμπει όχι μόνο στον Κρίστοφερ Μάρλοου, τον κατά πολλούς σπουδαιότερο πρόδρομο του Σαίξπηρ, αλλά και στον Φίλιπ Μάρλοου, έναν από τους γνωστότερους και πλέον αντιηρωικούς ερευνητές της λογοτεχνίας. Περισσότερο από φόρος τιμής, η επιλογή αυτή στα μάτια μου αποτελεί μια δήλωση προθέσεων από μεριάς δημιουργού. Κάτι αντίστοιχο δείχνει και η επιλογή του τρένου, σύμβολο του μοντερνισμού αλλά ταυτόχρονα συνυφασμένο και ως σκηνικό δράσης αρκετών ιστοριών μυστηρίου, τη στιγμή που το συγκεκριμένο τρένο περισσότερο ταιριάζει στην περίοδο του μεσοπολέμου, παρά στο εγγύς μέλλον και τις τεχνολογικές υποσχέσεις που το συντροφεύουν.
Το παιχνίδι της Άγρας, που για καιρό ανέβαλλα να διαβάσω, αποτελεί μια σύνθεση ειδών και τεχνικών, σ’ ένα ιδιαιτέρως πετυχημένο τελικό αποτέλεσμα, μια πραγματικά ευχάριστη έκπληξη. Μια σκοτεινή ιστορία σ’ ένα δυστοπικό περιβάλλον, που κρατάει αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον και, ανάμεσα σε άλλα, μου υπενθύμισε πόσο αγαπώ την Ιωάννα Μπουραζοπούλου και πόσο θέλω να δω κάποια στιγμή ξανά το Europa του Λαρς Φον Τρίερ.