Το είδα σε μια φωτογραφία τουριστικού σάιτ που μου ήλθε διαδικτυακά αυτές τις μέρες που η φύση αναγεννιέται κι η ψυχή ευφραίνεται…
«Ακόμα είναι στη θέση του εκείνο το παγκάκι;», αναρωτιέμαι.
Κι όμως εκεί είναι ακόμα, κι αγέρωχα στέκει στην άκρη της χαμηλής προκυμαίας, με πείσμα αντιστέκεται στους βοριάδες και στ’ αφρωτά κύματα που συχνά – πυκνά το περιλούζουν, καρτερικά αναμένει την άνοιξη και το καλοκαιράκι που ’χει τη τιμητική του…
Παλιός γνώριμός μας το παγκάκι!
Με την αλμύρα απ’ το βαθυγάλανο πέλαγος να σε θωπεύει, τη μυρωδιά του φυκιού που στέλνει κατά κύματα το ελαφρό αγέρι, να σε δροσίζει, με τη θέα του την αλησμόνητη να σε μαγεύει!
Και τι θέα!
Μια γη φορτωμένη χωριουδάκια στα ψηλά και στα χαμηλά της μέρη που απλώνεται αριστερά όσο φτάνει το μάτι, που εκεί που λες πως θα τελειώσει, καμπυλώνει στην περιοχή Πυθαγορείου και φτιάχνει λιμάνι μεγάλο και τρανό από την αρχαιότητα. Μια θάλασσα που φεύγει ως πέρα -ο Επταστάδιος Πορθμός των αρχαίων μας- ν’ ακουμπά στα κοντινά βουνά της Μικρά Ασίας που σε προσκαλούν σα σειρήνες, σε συγκινούν, θαμπώνουν το βλέμμα σε κάθε ματιά που θα τους ρίξεις!
Την ξέρω καλά αυτή τη θάλασσα με το ελαφρό ρυπιδάκι της, όπου φορές – φορές οι Καπετάνοι των περίφημων καϊκιών του τόπου, θα δουν το γνωστό κάστρο ενός Σάμιου αγωνιστή της ελευθερίας να καθρεφτίζεται και να πολλαπλασιάζεται σ’ έναν απίστευτης ομορφιάς, μοναδικό αντικατοπτρισμό! Την έχω δει -ίδια γυάλινος καθρέφτης- να γαληνεύει, στεφανωμένη από ένα στερέωμα γαλανό, καθάριο, με τα πολλά πετούμενά του να φτεροκοπούν αδιάκοπα πέρα – δώθε, γεφυρώνοντας ουρανό, γη και θάλασσα! Γνωρίζω επίσης από πρώτο χέρι τα μπουρίνια και τα κύματά της, τα τρομακτικά. Ανοιχτά στόματα ενός υδάτινου θεριού, που λες πως από στιγμή σε στιγμή θα σε παρασύρει στα βάθη της! Όμως πώς να φοβηθείς που κάτω εκεί στον όμορφο βυθό της έφθασες πολλές φορές παιδί, σ’ εκείνα τα ανταγωνιστικά μακροβούτια μεταξύ πιτσιρίκων, για να θαυμάσεις τα καθάρια του νερά, τις πίνες, τους αχινούς, τα μικρά χρωματιστά ψαράκια, το βότσαλό του το πλακουδερό κι όλη του τη βλάστηση την ονειρική.
Κι εκεί κάπου στη μέση του κόλπου να φαντάζει μια βραχονησίδα, η Καραβόπετρα με τ’ όνομα, που ο θρύλος τη θέλει πειρατικό καράβι που το πέτρωσε η θεά Ήρα, όταν φάνηκε κοντά στον γειτονικό, τον περίφημο εκατόμπεδο ναό της, για να λεηλατήσει τα πάντα γεμάτα θησαυροφυλάκιά του…
Παλιός, αγαπημένος γνώριμος το παγκάκι…
Πίσω του τα κατάφυτα βουνά ενός τόπου ξεχωριστού…
Άθελά σου το βλέμμα λοξεύει, χάνεσαι στο πράσινο των πεύκων και των κυπαρισσιών, νοιώθεις μια λύπη να σε κυριεύει στην ανάμνηση της τρομακτικής πυρκαγιάς που παραλίγο ν’ αφανίσει τον επίγειο παράδεισό σου, σταματάς ψηλά στο κέντρο του κόσμου όλου, σ’ εκείνη την λευκή κουκίδα του πατρικού χωριού όπου αναπαύονται οι αναμνήσεις κι οι πρώτοι άνθρωποι που αγάπησες, αφήνεσαι στα στενά σοκάκια της μνήμης, κι ύστερα βυθίζεσαι ξανά νοσταλγικά στο μπλε τ’ ουρανού και της θάλασσας…
Ίδιο κι απαράλλαχτο το τοπίο σαν τότε!
Μόνο η λευκή βάρκα του πατέρα -που μας άφησε στα 92 του μια ανοιξιάτικη μέρα του Μάη- με τ’ ασημένιο άστρο στο πλευρό, η «Ήρα» μας, λείπει απ’ το σκηνικό. Κάθε βραδάκι πήγαινε πάνω – κάτω φορτωμένη κόσμο, με τη συρτή να την ακολουθεί κι όλο και κάποιο ψάρι σπαρταριστό να φέρνει στην επιφάνεια. Τι τσιπούρες, τι σκορπίνες, τι ροφούς μεγάλους που πάλευαν να ξεφύγουν απ’ το αγκίστρι και δύσκολα έμπαιναν στην απόχη, δεν έδινε η καθάρια θάλασσά της! Και τι γλέντια δεν ακολουθούσαν, τι χαρές και τσιμπούσια… Μα πάει πια κι αυτή! Μόνο μια πλαστική μικρούλα με τ’ όνομά της πιάνει το μάτι σου σε μια άκρη, που σε τίποτα δεν σου θυμίζει το γερό, ξύλινο σκαρί της πρώτης εκείνης. Πάει… Οπως όλοι κι όλα… Οπως κι ο μισός αιώνας και βάλε, που πέρασε γοργά, αφάνισε σταδιακά τον κόσμο, τον παλιό κι αγαπημένο των παιδικών μας χρόνων, φόρτωσε χρόνια στις πλάτες μας κι ούτε που το καταλάβαμε!
Και μένεις μόνος στο παγκάκι της φωτογραφίας, το ρυτιδιασμένο απ’ την αλμύρα και τις μπόρες -αμφιβάλλοντας λιγάκι μήπως και δεν είναι εκείνο που ήξερες, αλλά ο δεύτερος – τρίτος ίσως αντικαταστάτης του- με τα μάτια της ψυχής να περιφέρονται στο τώρα και στο τότε, να ταξιδεύεις, μα και να φιλοσοφείς…
Να σκέφτεσαι πως έτσι είν’ η ζωή τελικά!
Ένας κύκλος είναι…
Οπου κάθε σπόρος που θα πέσει απ’ το μαραμένο λουλούδι θα φτιάξει ένα μικρό, πανομοιότυπο φυτό…
Και μια διαρκή ανανέωση!
Με το παλιό να δίνει τη θέση του στο καινούργιο, τη ζωή να φέρνει θάνατο, το θάνατο ζωή κι όλα να φεύγουν για να ξαναγυρίσουν πάλι…