Θησαυρός ανεκτίμητος οι γι αναμνήσεις μου από τα περασμένα τσ’ ώρες τση μοναξιάς απού διαφεντεύει η σιωπή και κυριαρχεί η μουγκαμάρα. Γιατί τούτεσας τσοι δύσκολες ώρες εκείνες, ξεσηκώνουνε τη σκέψη μου, και τη σεργιανίζουνε στσοι περασμένους χρόνους, που εγεύγουμουνε κι εγώ τσοι δυσκολίες τση ζωής, κι απάλευα με τα βάσανα τση καθημερινότητας.
Κι εδά βολεμένος επαέ στη γωνιά του καφενέ, αναστορούμαι όσα ο κακοπροαίρετος και κακότροπος πολυχρόνης δεν έσβησε ακόμη από τη γερασμένη θύμησή μου. Ολοζώντανες μένουνε οι γι εικόνες από τη μαθητική μου ζωή. Ακόμη, θαρρώ, πως γροικώ την καμπάνα τσ’ εκκλησίας να ειδοποιεί τα σκολιαρούδικα, πως είναι ώρα για να πάνε στο σκολειό. Κι ύστερα, στο διάλειμμα τ’ αγόρια να τζιριτούμε στα κλαδερά και στα σώχωρα σα ντα αγριοκάτσικα, ξυπόλητα, για να μη ρημάξουμε τ’ αρβυλάκια, παίζοντας την αμπάριζα, γή κάποιο άλλο παιχνίδι τσ’ εποχής μας. Και τσοι κοπελιές παραπέρα να παίζουνε τα σεμνοπρεπή παιχνίδια ντωνε, το περνά περνά η μέλισσα… γή ν’ απασχολούνται με τσ’ έμφυτες για τσοι γυναίκες ασχολίες τση νοικοκυρωσύνης και τση Μητρότητας. Με την πάντα χαριτωμένη εμφάνισή ντωνε, τσ’ ομορφοπλεγμένες πλεξούδες και τσ’ εντυπωσιακούς φιόγκους ντωνε.
Αξέχαστες, μου μένουνε ακόμη οι φωνές κι οι τραβάγιες απού εγροικούντανε στσοι καφενέδες, τσοι σκολάδες γή τσοι βροχεράδες από τσοι σκαμπιλαδόρους. Γιατί τσοι καματερές μέρες απού δεν έβρεχε, δε τσοι χαραμίζανε χωρίς λόγο τότεσας, παρά τσοι χαραχτηρίζανε κιόλας σα χρυσές, γιατί τσ’ αφήνανε και κάνανε τσοι δουλειές τωνε άνετα, χωρίς μπόρες και ψιλόβροχα. Εξαργιούσανε μόνο τσοι σκολάδες, και περίττου τσοι Παναγιάς, απού ηλέγανε κιόλας «σα γροικάς τση Παναγιάς μη ρωτάς αν είναι αργία». Ούλες τσ’ άλλες μέρες εξαμολιούντανε ούλοι στσοι τόπους απού τσοι καλούσανε οι γι αγροτικές τωνε υποχρεώσεις κάθε φορά.
Σα τουτηνέ την εποχή επχιαίνανε άλλοι στα καματερά με φορτωμένα τα σποροσάκουλα και τα ζυγάλετρα για να σπέρνουνε τα διάφορα γεννήματα για τσοι διατροφικές ανάγκες των ίδιω, και των εχνώ ντωνε και για την οικονομική τωνε ανακούφιση σαν τωνε περισσεύανε. Αλλοι πάλι επχιαίνανε στα λιόφυτα, με φορτωμένα τσοι παλέτσες και τα τριπόδια για να μαζώξουνε το χρυσό εισόδημα κείνησας τσ’ εποχής, το ευλοημένο και τρισευλοημένο λαδάκι. Απού δε τόχανε μόνο για κύρια θροφή μαζί με το ψωμάκι. Παρά μ’ αυτό ετροφοδοτούσανε και τα φωτιστικά ντων μέσα κι άφτανε το λυχναράκι ντων σαν ενύχτωνε κι εθωρούσανε ο γεις τον άλλο. Και το καντηλάκι στα κονοστάσια τω σπιθιώ ντωνε τα σκολόβραδα μα κι ακόμη το λαδοπίθαρο ήτανε το κεμέρι ντωνε κείνουσας τσοι καιρούς, γιατί το λαδάκι ντου επουλούσανε κι εχαρτζιλικώνουντανε σε ώρες ανάγκης.
Γι’ αυτό και σα τούτονε τον καιρό εγεμίζανε τα λιόφυτα με κοπελιές όπως ετραγούδιε γεις μεγάλος τση παράδοσης τραγουδιστής και λυράρης απού την ελάτρευε και τηνε πρέπιζε κάθε φορά με τη δεξιοτεχνία ντου. Ητανε η γι εποχή τση συγκομιδής των ελιώ και τση σποράς, γι’ αυτό και στα χωράφια και τα λιόφυτα εμετακόμιζε η ζωή του χωριού τούτηνα την εποχή. Κι εκειά εγροίκας τσοι ζευγάδες μαζί με τσ’ αγριοφωνάρες τωνε, και τα παραγγέλματά ντωνε απού καθοδηγούσαν τα έχνη απού εσέρνανε το ζευγάρι, να ξεστομίζουνε τραγούδια και μαντινάδες κι έτσα εξωτερικεύανε κιόλας τα πιστεύω και τα ιδανικά ντωνε, τσοι έρωτες και τσοι πόθους ντωνε, τα αιστήματα και τα συναιστήματά ντωνε.
Έτσα κάνανε κι οι μαζώχτρες, κι οι μαζωχτάδες, οι γι οδοιπόροι, κι οι βοσκοί, κι ούλοι οι γι εργαζόμενοι σε χειρωνακτικές δουλειές. Και με τούτονα τον τρόπο εκάνανε γλέντι και χαρά τσοι δυσκολίες και τα βάσανά ντωνε. Κι έτσα επροχωρούσανε στη ζωή, χωρίς να γούζιονται, χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Κι έτσα ελαλούσανε οι καιροί κι οι χρόνοι επερνούσανε, για να φτάξομε σε τούτουσες τσοι καιρούς, απού ο ταπεινός υπηρέτης του αθρώπου, το χρήμα, αντίστρεψε άξαφνα τσοι ρόλους και γίνηκε ο παντοδύναμος παράς. Αποκειά κι ύστερα, οι γι εξελίξεις είναι ραγδαίες και τα αποτελέσματα τραγικά. Ούλοι γνοιάζονται εδά μπλιο πώς θα κερδίσουνε χρήματα κι αδιαφορούνε το πού πατούνε. Γι’ αυτό και τσαλοπατούνται οι γι ηθικοί νόμοι, και καταστρατηγούνται οι φυσικοί. Κι όξω από πίσω ακλουθούνε τα ψηλά επίπεδα των γνώσεω και των επιστημών και παραμερίζουνε τσ’ αλάθητους νόμους τση φύσης που «εν σοφία εποίησε» ο δημιουργός των πάντων. Και εδά κι αιώνες είναι σεβαστοί κι αποδεχτοί απ’ ούλα τα σκαλοπάθια τση Παγκόσμιας διανόησης. Κι αναδεικνύουνε με τσοι νόμους ντωνε «καινά δαιμόνια» απού οδηγούνε στη σκέψη το ταπεινό κι ασπούδαχτο νου μου, ότι η γι αθρωπότητα πάει κατά διαόλου με τσ’ αλόγιστες και ασύνετες συμπεριφορές των δυνατώ και παραμορφωμένω τση γης π’ αγνοούνε τσοι συνέπειες από το παραμέρισμα τα φυσικώ νόμω.
Άτζεμπις τα τσουνάμια, οι σεισμοί και τ’ ακραία φυσικά φαινόμενα δε τσοι προβληματίζουνε! Μούδε ξυπνούνε τσοι συνειδήσεις τωνε τα συμπεράσματα απούρχουνται από τα παλιά, όπως «Αργία μήτηρ πάσης κακίας» κι αγκαλιασμένοι στο άρμα τσ’ υπερβολής επιζητούνε κι άλλες ανέσεις περίσσιες ηδονές και καλοπέραση μ’ αποτέλεσμα να οδηγούνται στο κορεσμό και να πορεύονται σε αδιέξοδες στράτες με πολύ άσκημα αποτελέσματα και τραγικές εξαρτήσεις. Και το πιο τραγικό είναι πως αυτό το κατάντημα προβάλλεται και σαν πρόοδος.
Λυπάμαι ειλικρινά γι’ αυτό και πιστέψετέ μου πως αδιαφορώ αν με χαραχτηρίσετε γεροπαράξενο γή σκοταδιστή και επιμένω πως οδηγείται η γι αθρωπότητα προς την αυτοκαταστροφή. Κι είναι αλήθεια πως εκείνοι απού κουμαντάρουνε τσοι ζωές των αθρώπω παραλάβανε τσοι κοινωνίες τωνε, θωρακισμένες με τα σοφά ρητά, αποφθέγματα, γνωμικά και παροιμίες, από την παγκόσμια διανόηση την σοφία των αρχαίων προγόνω μας, τα θεόπνευστα δασκαλέματα τσ’ Αγίας Γραφής κι Ιεράς Παράδοσης και τα συμπεράσματα από τσ’ εμπειρίες του λαού. Φαίνεται ακόμη πως δε σκιάζονται τη δύναμη τω φυσικώ νόμω και δε σέβονται όσο πρέπει τσ’ άγραφτους. Γι’ αυτό κι ούλα τα παραπάνω πρέπει πως τα πετάξανε στο καλάθι των αχρήστω κι αγκαλιά με την υπερβολή δίνουνε γη και ύδωρ σε ρωμαλέα οικονομικά κέντρα να οδηγήσουνε τσοι παραδοσιακές κοινωνίες στα πονηρά μονοπάθια τση κατρακύλας όθε τη καταστροφή.
Ώρα καλή σας αναγνώστες κι αναγνώστριες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Απαλεύω = Αγωνίζομαι
Τζιριτώ = Τρέχω
Τραβάγια = Φασαρία
Γροικάται = Ακούγεται
Σκολάδες = Ημέρες Εορτών
Βροχεράδες = Ημέρες που βρέχει
Σκαμπιλαδόρους = Αυτός που παίζει σκαμπίλι, παιχνίδι της τράπουλας
Καματερή = Ημέρα εργάσιμη
Καματερά = Καλλιεργημένα εδάφη
Σποροσάκουλο = Το σακί που έχει το είδος των σπόρων που θα σπείρουν
Παλέτσα = Χοντρό ύφασμα που στρώνανε για να πέφτουνε οι ελιές
Κεμέρι = Το πορτοφόλι, το βαλάντιο
Γούζιομαι = Μεμψιμοιρώ
Λαλούνε = Προχωρούνε
Άτζεμπις = Άραγε
Σκιάζομαι = Φοβάμαι
Όθε = Προς