…Κίνησε η Μάνα Γη η ζωοδότρα, να βρει τον Πλάστη να του πει κάθε παράπονο που’ χε συνάξει στο διάβα του αιώνιου στροβιλισμού της, στο χάος του σύμπαντος. Κι Εκείνος, μακρόθυμος και υπομονετικός στα πλάσματά Του, τη δέχτηκε τη γαλαζόθωρη τη μάνα με ξέχωρη ευχαρίστηση, σαν την καμάρωνε στολίδι χωριστό αιώνες χίλιους κι άλλους τόσους, να σέρνει το δικό της ρυθμικό χορό ανάμεσα σε ήλιους, γαλαξίες και φεγγάρια.
Kι εκείνη, ξεδίπλωσε της πληγιασμένης της ψυχής το υφάδι κι άφησε λεύτερο τ’ αντάριασμα που το’ κρυβε. Φάνηκαν οι βαθιές πληγές να αιμορραγούν, οι στάχτες απ’ τ’ αποκαΐδια των καιρών να σιγοκαίνε, τα όντα τα νεκρά να στροβιλίζονται αντάμα στο δικό της περιστροφικό φευγιό και κάποια ζωντανά να ροβολούν στα κατηφορικά τα μονοπάτια, έργα δικά τους, ταφή δική τους. Έστρωσε το σημαδιακό για τα μελλούμενα υφάδι στο υποπόδιο του Πλάστη κι ευτύς, γονυπετής σε τούτο, άρχισε λόγο αργόσυρτο και πονεμένο, με το παράπονο της εγκατάλειψης-ως το’ βλεπε:
– «Σε έξη μέρες έπλασες Δημιουργέ εμένα και τα ζωντανά και τ’ άψυχα π’ ορίζω, μα σε μια μέρα θα με αφανίσουν οι ανθρώποι. Εικόνα και ομοίωση δική Σου, μα τόσο διαφορετικοί’ πό Σένα. Αγνώμονα τα πλάσματά Σου τούτα, εγώ τους δίνω τη ζωή απ’ τη ζωή, κι αυτά μου δίνουν θάνατο χιλιόμορφο καθημερίς, καθηβραδίς…
Εγώ η δόλια το πασχίζω να ορθοστατώ και τους μιλώ ακούραστα κι αδιάκοπα με τη λαλιά των φτερωτών μου των παιδιών, με το κελάρυσμα των διάφανων πηγών, με το αιώνιο το θρόισμα της βλάστησής μου, με το μουρμουρητό της δροσερής πνοής τ’ ανέμου στο πάντρεμά της το αιώνιο με τα κλαδιά του δάσους, με το γλυκομουρμούρισμα του φλοίσβου, σαν αγκαλιάζει και φιλεί τη στέρια γη. Μ’ αυτοί, κωφεύουν. Στοχεύουν και σκοτώνουν τα πουλιά, στερεύουν τις πηγές και τις πατάνε, καίνε τη βλάστηση και μέσ’ στ’ αποκαΐδια ζουν. Κι εγώ, αναρωτιέμαι: Ζουν;
…- Τους δίνω απλόχερα την ολογάλαζη τη θάλασσα, πηγή ζωής για κείνους και για μένα. Μα εκείνοι δεν την αγαπούν, σαν τη νοθεύουν καθημερινά με του “πολιτισμού” τα κατακάθια. Και δεν το βλέπουν –μα κι αν το δουν το μπροσπερνούν- πως κάθε μέρα η θάλασσα πεθαίνει, πως κάθε μέρα ο γιαλός ξερνά νεκρές θαλασσινές ζωές, πως είν’ η θάλασσα πλέον φαρμακωμένη για τους ίδιους, όμως, κι αυτοί και τα παιδιά τους πλατσουρίζουν μέσα στα “κατακάθια” τους τα ίδια. Κι όμως, κοντά της εξακολουθούν και ζουν. Κι εγώ, αναρωτιέμαι: Ζουν;
…- Τους δίνω τ’ οξυγόνο και το φρεσκάρω και το ξαναδίνω μέρα και νύχτα με τα παρθένα μου τα δάση, για αιώνες. Κι αυτοί; Κουτοί, κοντόφθαλμοι, καίνε τα δάση και καταστρέφουν σε μια μέρα, όσα χρειάστηκα εγώ να φτιάξω πεντακόσια ή χίλια χρόνια. Παράξενοι που είναι οι ανθρώποι!
-Δίνω απλόχερα τροφή να φάνε, φρέσκο και δροσερό νερό να ξεδιψάσουν αυτοί κι όλα τα ζωντανά που μου’ στειλες. Μ’ αυτοί χτυπούν και πολεμούν αλύπητα κάθε τι άλλο ζωντανό, καθώς τα θέλουν όλα τα αγαθά, δικά τους. Κι ως πολεμούνε τ’ άλλα ζωντανά μ’ όπλα θανατερά και βιοκτόνα, μολύνουν τα δικά μου τα γεννήματα και ύστερα τα βάζουν στο τραπέζι, τροφή καθημερνή γι’ αυτούς και τα παιδιά τους. Τροφή και δηλητήριο δικό τους, δεν το βλέπουν;
…-Θα το’ χεις δει πως καταστρέφουν το μανδύα που με τύλιξες, να μη με κάψει και να μην τους κάψει ο ήλιος ο χρυσός, ο ζωοδότης. Μ’ αυτοί κατάφεραν να τον πληγιάσουν και τώρα καίγονται, μολύνονται, πεθαίνουν απ’ τις αχτίνες του λαμπρού Σου τ’ άστρου. Κοντά σ’ αυτούς, κι εγώ αργοπεθαίνω. Κι ως σιγολιώνει το κορμί, μετράω τις πληγές που χαίνουν, τρομάζω τις πληγές που θα’ ρθουν, φοβάμαι το στερνό το χτύπημα τ’ ανθρώπου…
…- Αυτά είναι τα έργα των ανθρώπων, έργα δικά Σου κι αυτοί, μα ολημερίς και ολονυχτίς το καταστρέφουν το δικό Σου έργο. Μα εδώ αρχίζει η ευθύνη η δική Σου, καθώς, τους έδωσες σοφία απλόχερη. Κι εκείνοι διάβασαν τα μυστικά μου, μα και τις συνταγές π’ αιώνες έκρυβα και το κατόρθωνα να ζουν εκείνοι, τα ζωντανά και τ’ άψυχα και’ γώ. Και να που τώρα αμφισβητούν Εσέ τον ίδιο και ροκανίζουν το κλαδί που τους στηρίζει. Κι εγώ μετράω τις πληγές μου και τρομάζω, σαν άπληγο και άγγιχτο μέρος κορμιού, δε βρίσκω. Και θλίβομαι αβάσταχτα Θεέ, καθώς:
-Μου λείπει το τιτίβισμα των φτερωτών παιδιών μου, σαν ορφανεύουν τα βουνά, οι λόγγοι και τα δάση…
-Ψάχνω, δεν απαντώ πολλά τετράποδα, ζουζούνια κι ερπετά σαν τα λιγόστεψε ο άνθρωπος, το πιο σοφό που –κατά λες- απόκτημά Σου…
– Βουρκιάζει, φαρμακώνει η θάλασσα…
– Λιώνει το παγωμένο μου νερό στους πόλους –που σκόπιμα το φύλαγα αιώνες-κι αυτό θα πνίξει ανθρώπους, ζώα και πουλιά κι εμένα…
…- Κι ως στροβιλίζομαι στο χάος κι αγναντεύω τις αδειανές τις αστρικές μου γειτονιές από ανθρώπους, στ’ αλήθεια λέω, τις ζηλεύω. Μέσα στη σιγαλιά της μοναξιάς τους, μένουν ανέγγιχτες, αλώβητες, παρθένες, αλί σ’ εμέ τη μυριοβιασμένη. Ας ήταν μπορετό να’ μουν για λίγο μόνη, να πρασινίσω πάλι τα βουνά, τους λόγγους, να καθαρίσω την πηγή που κελαρύζει, να τιθασεύσω τους ανέμους, να ξαναδώσω στα πελάγη τη ζωή που αργοσβήνει.
Μα ως τούτο δεν το βλέπω μπορετό, θα μείνω να προσμένω ως το τέλος, που δεν το βλέπω να’ ναι μακρινό. Κι αν στο παράπονο που Σου’ πα, βλέπεις τη λογική να διαφεντεύει, δώσε τη φρόνηση που λείπει απ’ τα “νοήμονα” παιδιά μας, να σταματήσουν να ροβολούν στα κατηφορικά τα μονοπάτια, έργο δικό τους, ταφή δική τους, μα και δική μου…».
Σιώπησε η γαλαζόθωρη η κόρη. Αργά, συμμάζεψε το ματωμένο της υφάδι και τύλιξε το πληγιασμένο της κορμί. Αφέθηκε ξανά στο λίκνισμά της εις το χάος, ανάμεσα σε ήλιους, γαλαξίες και φεγγάρια…
Αγαπητέ, κύριε Διευθυντά,
αφού σας ευχηθώ σε σας και την οικογένειά σας, καθώς και σ’ όλο το προσωπικό των “Χ.Ν.” καλή Μεγάλη Αγία Εβδομάδα και με υγεία να δεχτείτε με κατάνυξη και αγαλλίαση το ΦΩΣ της Ανάστασης του Θεανθρώπου Χριστού μας, επιτρέψτε με να σχολιάσω το ανωτέρω συγκλονιστικό άρθρο – δοκίμιο του έξοχου πεζογράφου και ποιητή Γιάννη Πολυράκη σε σχέση με λίγο παλαιότερη εργασία – δοκίμιο της εξαίρετης κ. Μαρίας Δρακάκη, στα “Χ.Ν.” στις 21/1/2021 και με τίτλο ” Ως τέχνη του υφάσματος”.
Ομολογώ, πως σκεφτόμουν μία ολόκληρη ημέρα, αν θα τολμούσα να γράψω κάτι για το ανωτέρω αριστούργημα λόγου και ζωής του Γιάννη Πολυράκη, γιατί -κακά τα ψέματα- δεν είναι εύκολο για μένα ν’ ανταποκριθώ με ένα ορθό, δίκαιο κι ανταποδοτικό της αξίας του άρθρου σχόλιό μου. Αν ήμουνα και… φιλόλογος, δεν θα είχα πρόβλημα: Ας είναι λοιπόν:
Ο πανάξιος πεζογράφος και ποιητής Γιάννης Πολυράκης γέννημα – θρέμμα του τελευταίου χωριού στη σειρά Αη-Γιάννη Σφακίων, μετά τη γραφική Αρχαία Αράδαινα, πάντα γράφει με ξεχωριστό είδος γραφής κι ο λυρισμός απαραίτητα διαχέει κάθε πόνημά του από την αρχή ως το τέλος. Δεν κάνω κανένα ψυχογράφημα -άλλωστε δεν μπορώ και δεν μού επιτρέπεται να το κάνω-, ωστόσο, πολύ εύκολη είναι η διαπίστωσή μου, ότι ο άξιος αρθρογράφος είναι στενά συνδεδεμένος με τη γη κι όλα τα επ’ αυτής δημιουργήματα -ψυχικά κι άψυχα- και σίγουρα τελεί σε αλληλεξάρτηση με τις φυσικές ομορφιές και τις ποικίλες αποχρώσεις ολάκερης της πλάσης. Αυτή η διαδικασία της αλληλεξάρτησης με τη μητέρα γη κι όλα τα άλλα δημιουργήματα, από γεννησιμιού του Γιάννη Πολυράκη ως και σήμερα ακόμη, γεννά στα έγκατα του ψυχισμού του βαθιά συναισθήματα αγάπης, στοργής αλλά και πολλή θλίψη, πόνο και σπαραγμό για τις τρομακτικές συνέπειες της αλόγιστης ΑΠΟΞΕΝΩΣΗΣ των ανθρώπων, όπου γης, από τη φύση: Τρέμει και πεθαίνει η ψυχή του Γιάννη Πολυράκη σαν βιώνει τον “οσονούπω” τον αιφνίδιο ή αργό θάνατο της μάνας γης από ένα -ενδεχόμενο- θερμοπυρηνικό ολοκαύτωμα, ή τον οικολογικό μαρασμό με την εξάντληση των ενεργειακών αποθεμάτων και την ανεπανόρθωτη ΜΟΛΥΝΣΗ του όμορφου φυσικού μας περιβάλλοντος, εξαιτίας της παράλογης χρήσης ή κατάχρησης καλύτερα των όποιων πόρων της γης. Η υψηλή Τεχνολογία -Πολιτισμός έπαψε και δεν μπορεί πια να εγγυηθεί την ανθρώπινη ελευθερία.
Κι ο Γιάννης Πολυράκης πονά και συμπάσχει με τη μάνα γη. Η ψυχή του σπαράσσεται με το κατάντημα της μάνας γης κι όλων των συνδημιουργημάτων. Και πώς γίνεται να μην συμπονά και θλίβεται ένα αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο Ελεύθερο, Ευχαριστιακό, Κοινωνικό [που έμαθε να μοιράζεται] και Πνευματικώς ώριμο; Ένα τέτοιο αληθινό πρόσωπο αγαπά, ενώνεται και συσχετίζεται με όλα τα επί της γης δημιουργήματα του Θεού, ακριβώς όπως είναι ο σκοπός της Δημιουργίας. Ένα συγκλονιστικό -σπαρακτικό θα έλεγα- δοκίμιο που ταρακουνά συθέμελα κι όλων μας τη συνείδηση και ευχαριστούμε και χαιρόμαστε τον εκλεκτό πεζογράφο και ποιητή Γιάννη Πολυράκη που μοιράζεται μαζί μας τόσο υψηλής διανόησης και σπάνιου λογοτεχνικού λόγου πονήματα και ευχόμαστε τα καλύτερα στην υγεία και συνέχιση του δημιουργικού του έργου.
Ωστόσο, αγαπητέ κ. Διευθυντά θα επισημάνω πόσο διαισθητικά εργάστηκε στο παραπάνω δοκίμιό του ο εκλεκτός συνεργάτης των “Χ.Ν.”, που εκφράζεται με τρόπο συγκλονιστικό -και σπαρακτικό- και ΜΕΤΟΥΣΙΩΝΕΙ την κραυγή απόγνωσης της μάνας γης σε θρηνώδες διάλογο με τον Πανάγαθο και Δημιουργό Θεό και, μάλιστα Τού καταλογίζει και ευθύνη που δεν επεμβαίνει σ’ αυτήν την ανείπωτη ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ των ανθρώπων της γης με τις γνωστές συνέπειες σε βάρος του οικοσυστήματος και του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι αβάσταχτος κι ανεξέλεγκτος ο πόνος και η συνακόλουθη βαθιά θλίψη κι απόγνωση φτάνει κι εγγίζει και το υψίστης αξίας και σημασίας Θεόσδοτο δώρο της αληθινής Ελευθερίας: Πέρα από όλα τα άλλα, που τα ανθρώπινα όντα ξεχωρίζουν από τα άλλα όντα είναι η αυτοσυνειδησία, η φωνή της συνείδησης, η δύναμη της ελεύθερης απόφασης, η ικανότητα της ηθικής εκλογής. Αυτό είναι το Θεόσδοτο δώρο του δικαιώματος της Ελευθερίας, του απόλυτο δίδυμου μεγέθους μαζί με το άλλο μέγεθος που είναι η Αγάπη. Η σύζευξη – πάντρεμα αυτών των διδύμων μεγεθών είναι που ενώνει όλους τους ανθρώπους, απανταχού της γης. Και σ’ ολόκληρη την ανθρώπινη κοινωνία, τίποτα δεν είναι πιο αποφασιστικής σημασίας από τις ελεύθερες πράξεις εκλογής που γίνονται από πρόσωπα προικισμένα με λόγο και συνείδηση.
Πρέπει όμως να ειπωθεί, ότι ο Θεός της άπειρης αγάπης, δεν ΕΠΕΜΒΑΙΝΕΙ ποτέ στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του ανθρώπου, ακόμα κι όταν πρόκειται για το καλό του: ΓΙΑΤΙ, αν το έκανε αυτό θα είχαμε ΑΝΑΙΡΕΣΗ αυτού του Θεόσδοτου δώρου της ελευθερίας. Αλλά και το άλλο: Το ανωτέρω απόλυτο μέγεθος της Ελευθερίας [μην κάνετε σύγχυση με την πολιτική ελευθερία] ΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ, δηλαδή ολοκληρώνεται μόνο όταν υπάρχει και η ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ της υθύνης για την όποια επιλογή μας: άλλως, δεν υπάρχει, δεν υφίσταται καμιά ελευθερία αληθινή.
Όμως, στη σχετική και σπουδαία -από τις καλύτερες- παρουσίαση της αγαπητής μας κ. Μαρίας Δρακάκη “Ως τέχνη του υφάσματος” στα “Χ.Ν.” της 21-1-2021, όπου στον σχετικό διάλογο με την σπάνια εικαστικό δημιουργό κ. Judith Watson που αυτή εργάζεται διαισθητικά και αποκαλύπτει μυστική διεργασία και αλληλεξάρτηση με την πανέμορφη φύση του Αποκορωνιώτικου τοπίου και αιχμαλωτίζει μαγικά σχεδόν τις αντανακλάσεις των όμορφων αποχρώσεων του όμορφου τοπίου στο δικό της μυαλό. Κι από ‘κει και πέρα
η άφταστη εικαστικός δημιουργός Judith Watson, με κριτήριο το άπλετο ελληνικό φως, ΜΕΤΟΥΣΙΩΝΕΙ το Αποκορωνιώτικο τοπίο, τα χρώματα και τις ποικίλες αποχρώσεις που ο ήλιος της Κρήτης πριμοδοτεί, σε συναρπαστικό – καλλιτεχνικό ΔΙΑΛΟΓΟ στο ύφασμα [ζωγραφικοί πίνακες της φύσης πάνω σε μαξιλάρια κ.λπ. υφάσματα].
Με τις καλύτερες ευχές μου για χαρούμενο Πάσχα και καλή υγεία σ’ όλο τον κόσμο, με φιλική εκτίμηση κι αγάπη Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ΧΑΝΙΑ.
Παρακαλώ αντί “ΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ”, διαβάστε το όρθον “ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ”. Συγγνώμη. Γ.Κ.
ΌΧΙ “θρηνώδες διάλογο”, αλλά διαβάστε παρακαλώ: τον θρηνώδη διάλογο. Ευχαριστώ Γ.Κ.