Με την εμφάνιση του Χίτλερ στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας, παρουσιάστηκαν πολλοί μνηστήρες της εξουσίας.
Ενώ ο στρατάρχης Χίντεμπουργκ, που είχε εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε τον απόλυτο σεβασμό από το λαό, τα πολιτικά καζάνια όμως στη Γερμανία έβραζαν για την εξουσία, γιατί ο πρόεδρος ήταν ήδη το 1930 83 χρονών.
«Στις 28 Μαρτίου 1930, ο Μπρύννινγκ, αρχηγός του καθολικού κόμματος του κέντρου έγινε καγκελάριος του Ράιχ. Ο Μπρύννινγκ ήταν ένας καθολικός από τη Βεστφαλία, και ένας πατριώτης που προσπαθούσε να αναδημιουργήσει τη Γερμανία όπως ήταν άλλοτε, δίνοντας της εμφάνιση σύγχρονου δημοκρατικού κράτους.
Μέσα στο γενικό χάος που κάθε μέρα μεγάλωνε, ο Μπρύννινγκ χρειάστηκε να αγωνιστεί για να επιτύχει την οικονομική σταθερότητα.
Ενισχυμένος από την υποστήριξη του προέδρου Χίντεμπουργκ, ο Μπρύννινγκ προχώρησε στη διάλυση της εχθρικής γι’ αυτόν Βουλής. Οι εκλογές του ’30 του έδωσαν την πλειοψηφία, με την οποία για μια τελευταία φορά προσπάθησε να συνεγείρει ό,τι απέμενε από την παλιά Γερμανία, για να καταπνίξει την ανανεωμένη και αμείλικτη πίεση των αχρείων εθνικιστών ηγετών. Για να το πετύχει αυτό, έπρεπε πρώτα να εξασφαλίσει την επανεκλογή του Χίντεμπουργκ στην προεδρία. Κατά τη γνώμη του, η ειρήνη, η ασφάλεια και το μεγαλείο της Γερμανίας δεν ήταν πια δυνατόν να εξασφαλιστούν, παρά μόνο με την παλινόρθωση του αυτοκράτορα (δηλαδή να επαναφέρει τη δυναστεία). Μια τέτοια διαδικασία, αν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί με επιτυχία, θα είχε σαν αποτέλεσμα να καλύψει το κενό στην ηγεσία του Ράιχ, προς την οποία ηγεσία ο Χίτλερ βάδιζε με σταθερό ρυθμό. Λεν χωρούσε αμφιβολία πως αυτός ήταν ο μόνος σωστός για την περίπτωση δρόμος».
Αν εδώ προσθέσουμε και τη δική μας λογική, θα δούμε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Χίντεμπουργκ δεν μπόρεσε να ελέγξει ούτε τα λόγια, ούτε και τις πράξεις του, γιατί ενώ είχε πει ότι τον Χίτλερ θα τον διόριζε στο ταχυδρομείο για να γλύφει με την ησυχία του τα γραμματόσημα που έχουν πάνω την εικόνα του προέδρου, δεν το έκανε αυτό, αλλά του έδωσε εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση και να κυβερνήσει έναν λαό 65 εκατομμυρίων, ένας βαφέας ή δεκανέας. Αν τώρα στη θέση του προέδρου ήταν αυτοκράτορας, θα μπορούσε να δει πιο λογικά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα με τους μνηστήρες της εξουσίας, διότι σε ό,τι αφορά τον Χίτλερ: α) ουσιαστικά δεν ήταν Γερμανός, β) είχε δραπετεύσει από τη χώρα του, την Αυστρία, η οποία του στέρησε την ιθαγένεια, γ) είχε συμμετάσχει σε ένα κίνημα ανατροπής για το οποίο κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και δικάστηκε.
Αλλά και αν του έδινε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, δε θα του υπέγραφε εξουσιοδότηση. Και αν ακόμα ήθελε να κάνει πόλεμο με τη Ρωσία, θα γινόταν με κάποιον άλλον τρόπο, που θα είχε και επιτυχία, γιατί αυτός ο πόλεμος είχε κάποια λογική, αλλά αυτή η λογική έλειπε από τον Χίτλερ.
Το Νοέμβριο του 1931 ο Μπρύννινγκ ανακοίνωσε το σχέδιό του στον Χίντεμπουργκ, που η δική του γνώμη ήταν αποφασιστική για όλα. Η αντίδραση του γηραιού στρατάρχη ήταν αστραπιαία, βίαιη και παράδοξη, δήλωσε ότι θεωρεί τον εαυτό του ως έναν απλό θεσμοφύλακα της εξουσίας του Κάιζερ, και ότι κάθε προτεινόμενη λύση προσβάλλει τη στρατιωτική του τιμή. Ωστόσο, αφού η Γερμανία εξακολουθούσε να μη θέλει τον Κάιζερ, το μόνο που απέμενε ήταν να μείνει αυτός, ο Χίντεμπουργκ, στη θέση του αυτοκράτορα.
Σ’ αυτό το ζήτημα ο στρατάρχης ήταν αδιάλλακτος, και κατά τη γνώμη του δεν υπήρχε καμία περίπτωση συμβιβασμού. Αν ο Χίντεμπουργκ δεν συμφωνούσε με την ανορθόδοξη, έστω, λύση του θέματος της μοναρχίας που του πρότεινε ο Μπρύννινγκ, τότε έπρεπε να περιμένουν σαν κάτι αναπόφευκτο μια επαναστατική δικτατορία των Ναζί
Τελικά η συζήτηση δεν κατέληξε σε καμία συμφωνία, και μεταφέρθηκε στους μνηστήρες της εξουσίας, αφού ο Μπρύννινγκ παραιτήθηκε» (μάλλον διώχθηκε).
Το συμπέρασμα που βγάζουμε είναι ότι ο Χίντεμπουργκ είχε επηρεαστεί από τον Σλάιχερ, ο οποίος θεωρούταν ο αμέσως επόμενος Πρόεδρος της Γερμανίας, επομένως αν επανερχόταν ο βασιλιάς στο θρόνο του, ο Σλάιχερ δε θα γινόταν Πρόεδρος.
Και ο Χίντεμπουργκ ήταν υπέρ της ενθρόνισης του βασιλιά. Επίσης, ο Σλάιχερ δεν είχε υπόψη του με τι τυχοδιώκτες είχε να κάνει και πού οδηγούσαν τη Γερμανία.
Εν τούτοις, ανεξάρτητα αν ο Μπρύννινγκ κατόρθωσε ή όχι να πείσει τον Χίντεμπουργκ, εξακολουθούσε να είναι πάντοτε απολύτως αναγκαία η επανεκλογή του στρατάρχη ως Προέδρου για να αποφευχθεί τουλάχιστον για λίγο καιρό η άμεση πολιτική κατάρρευση της Γερμανίας.
Αυτό το πρώτο μέρος του σχεδίου του Μπρύννινγκ πέτυχε. Στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου 1932 ο Χίντεμπουργκ επεβλήθη στους άλλους δύο αντιπάλους του, τον Χίτλερ και τον κομμουνιστή Ταίλμαν, με μικρή όμως διαφορά.
Ύστερα δύο προβλήματα έπρεπε να επιλυθούν: η οικονομική κατάσταση και οι σχέσειςμε την υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο Χίτλερ εξαπέλυσε μια πολύ έντονη εκστρατεία εναντίον όλων εκείνων των ταπεινώσεων που προκάλεσε για τη Γερμανία η συνθήκη των Βερσαλλιών.
Από την εκστρατεία αυτή είχε σημαντικό πολιτικό όφελος. Ο Μπρύννινγκ μελέτησε πρώτα καλά και τελικά κατέστρωσε ένα ευρύτατο σχέδιο για την αναθεώρηση της συνθήκης. Έπειτα, πήγε ο ίδιος στη Γενεύη τον Απρίλιο του 1932 και με μεγάλη τον έκπληξη είδε να εγκρίνεται το σχέδιό του, και μάλιστα με Θερμές εκδηλώσεις.
Το παράδοξο ήταν ότι βάση της συμφωνίας θα αποτελούσε η αρχή της “ισότητας εξοπλισμού” Γαλλίας – Γερμανίας.
Το επόμενο βήμα, το λογικότερο από όλα, θα ήταν η κατάργηση των επανορθώσεων, που θα είχε ευεργετικές συνέπειες για την ανόρθωση της Ευρώπης.
Με τέτοια απόφαση θα ήταν βέβαια ένας προσωπικός θρίαμβος του Μπρύννινγκ.
Ο Νόρμαν Ντέιβις τηλεφώνησε στο Γάλλο πρωθυπουργό Ταρντιέ για να τον καλέσει να έρθει αμέσως στη Γενεύη. Δυστυχώς για τον Μπρύννινγκ ο Ταρντιέ μόλις πριν από λίγο είχε λάβει κάποιες άλλες ειδήσεις.
Ο Σλάιχερ, που δεν έχανε τον καιρό του στο Βερολίνο, είχε πείσει το Γάλλο πρεσβευτή να μη διαπραγματευτεί με τον Μπρύννινγκ, με το αιτιολογικό ότι η πτώση του Γερμανού πρωθυπουργού ήταν επικείμενη, δεν αποκλείεται ο Ταρντιέ να ανησυχούσε και αυτός για τη μελλοντική στρατιωτική θέση της Γαλλίας αν αποφασιζόταν μια “ισότητα εξοπλισμών”.
Η κατάληξη ήταν να μην πάει στη Γενεύη ο Ταρντιέ, και ο Μπρύννινγκ να επιστρέψει στο Βερολίνο την 1η Μαΐου. Το γεγονός ότι επέστρεψε στη Γερμανική Πρωτεύουσα με άδεια χέρια ήταν για αυτόν θανάσιμο πλήγμα.
Κατά τη διάρκεια του Μαΐου ο Μπρύννινγκ αγωνίστηκε να μείνει στην εξουσία, ενώ παράλληλα ο κ. Εριό αντικατέστησε τον κ. Ταρντιέ στο καλειδοσκόπιο της γαλλικής κοινοβουλευτικής πολιτικής.
Ο νέος Γάλλος πρωθυπουργός δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένος να συζητήσει τους όρους επάνω στους οποίους είχαν συμφωνήσει στις συζητήσεις της Γενεύης. Ο κ. Νόρμαν Ντέιβις έλαβε την εντολή να καλέσει κατεπειγόντως στη Γενεύη το Γερμανό καγκελάριο. Στο μεταξύ, όμως, είχε επικρατήσει η επιρροή του Σλάιχερ. Ο Χίντεμπουργκ είχε πειστεί ότι όφειλε να παύσει τον καγκελάριο.
Το ίδιο εκείνο πρωί ο Μπρύννινγκ, αφού πρώτα έλαβε τη γεμάτη ελπίδες γι’ αυτόν αμερικανική πρόταση που με τόση αφροσύνη του έστειλαν, πληροφορήθηκε ότι η τύχη του είχε ήδη κριθεί. Κατά το μεσημέρι υπέβαλε την παραίτησή του για να αποφύγει την επίσημη παύση.
Έτσι έπεσε η δεύτερη μεταπολεμική κυβέρνηση της Γερμανίας.
Οι μνηστήρες της εξουσίας ήταν πολλοί.
Πρώτος και καλύτερος ήταν ο στρατηγός Σλάιχερ, ο οποίος είχε μεγάλη εκτίμηση από το λαό, που πίστευε ότι τα ‘χαν βρει με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, και θα οδηγούσαν τη Γερμανία στο σωστό δρόμο.
Δεύτερος ήταν ο Ραιμ, που έπαιζε σε δύο ταμπλό, και με τον Χίτλερ και με τον Σλάιχερ. Προφανώς είδε ότι με τον Χίτλερ θα ήταν δύσκολο, και φρόντισε να πλησιάσει τον Σλάιχερ.
Τρίτος ήταν ο Χίτλερ, που από κανέναν δεν υπήρχε εμπιστοσύνη.
Τέταρτος ήταν ο Πάππεν, ένας άνθρωπος χωρίς επιφάνεια, που ξαφνικά ξύπνησε, γιατί μετά την πτώση του Μπρύννινγκ του ανέθεσε ο πρόεδρος να σχηματίσει κυβέρνηση, ύστερα από πρόταση του Σλάιχερ, όμως όπως γράφει ο Τσόρτσιλ στο βιβλίο του “Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος”, μόνο 42 βουλευτές τον ακολούθησαν, ενώ 412 τον καταψήφισαν.
Εδώ βλέπουμε πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο ενός ανθρώπου και όμως θέλει να κυβερνήσει ένα λαό 65 εκατομμυρίων, μόνο με τη φιλία που του πρόσφερε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, επειδή ήταν στην υπηρεσία του, και δε λάμβανε υπ’ όψιν του ότι το 90% του γερμανικού λαού είναι εναντίον του. Παρά ταύτα, ο Πάππεν ήθελε εξουσία, και για να το πετύχει σκέφτηκε να συνεργαστεί με έναν από τους άλλους μνηστήρες, και βρήκε να συνεργαστεί με τον Χίτλερ, πιστεύοντας ότι με τη φιλία του προέδρου θα μπορούσε να τον υπερφαλαγγίσει, αλλά τελικά έγινε το αντίθετο.