Πλεκτά, υφαντά παλιά, κοφτά, δαντελωτά, ή, απλά πολύχρωμα συνθετικά.
Να βλέπουν σε ακάλυπτο, σε αυλή, σε δρόμο.
Όσα ξέρουν αυτά τα δύο κομμάτια πανί, δεν τα ξέρουν και δεν τα ‘χουν ακούσει οι ψυχολόγοι όλου του κόσμου!
Λίγο τραβηγμένα, να χωρά ανάμεσα τους μια λωρίδα ουρανού, μια στήλη βροχής ή, μισή ακτίνα ήλιου..
Μπορεί και κατάκλειστα όμως..
Κι αυτή εκεί, όρθια μπροστά στο νεροχύτη της, να πλένει πιάτα, να καθαρίζει πατάτες, ή να ‘χει την πλάτη γυρισμένη και να κάνει ότι ασχολείται με τις λεπτομέρειες της καθαριότητας, για να μη βλέπουνε τα μάτια της.
«Δε μ’ αγαπά πια» είπε με τη σκέψη της στο δαντελακι, που κρεμόταν όμορφο και καλοσιδερωμένο, πλεγμένο στο χέρι πριν χρόνια, με ψιλό βελονάκι από μια καλή θεία.
Σαν να της φάνηκε, ότι αραίωσε η πλέξη του, όπως οι άνθρωποι γουρλώνουν τα μάτια, όταν ακούν κάτι που τους σοκάρει.
«Δηλαδή, μ’ αγαπά, δε θέλει το κακό μου, με νοιάζεται, αλλά εγώ το νιώθω, πώς να στο πω, είναι σαν να ήπιαμε όλο το μπουκάλι το κρασί και να το φυλάμε άδειο… Και κάθε μέρα το ανοίγουμε μυρίζουμε λίγο από τη μυρωδιά που έχει αφήσει και το ξανακλείνουμε!
Κάνεις κεφάλι μόνο με τη μυρωδιά, δεν κάνεις! »
Σαν να θρόισε λίγο το δαντελακι, σαν να αναρίγησε το βαμβακερό του είναι!
«Μια διάχυτη, απροσδιόριστη έλλειψη αυτής της παλιάς τρυφερότητας, του φευγαλέου βλέμματος κι αγγίγματος, σαν να μην υπάρχει ψυχή ρε γαμώτο, σαν να υπάρχουν μόνο προβλήματα, λεφτά, λογαριασμοί, δόσεις, σαν να μας κατάπιαν όλα αυτά..
Βουλιάζουμε κι όταν στιγμές στιγμές βγάζουμε το κεφάλι μας στην επιφάνεια, εγώ θέλω να τον φιλήσω, μα αυτός παίρνει ανάσα για να ξαναβουτήξει..
Κι εγώ με το φιλί μου, καβάντζα θέλω να δώσω στην ανάσα του, μα δε μ’ αφήνει. Φεύγει και χάνεται όλο και πιο πολύ..»
Έσταζε το δάκρυ της στο νεροχύτη, που είχε λάμψει τόσο από το τρίψιμο, ώστε έβλεπε το πρόσωπο της.
Ήθελε το κουρτινάκι να απλώσει την άκρη του, το δαντελάκι, να της το σκουπίσει, μα δε μπορούσε.
Την αγαπούσε την κυρία του! Την είχε δει να λάμπει και να φωτίζει, την έβλεπε τώρα να γκριζάρει και να μη χαμογελά, να μην τραγουδά όταν την είχε απέναντι του.
«Δε μ’ αγαπά πια.. Κι αν δεν με είχε αγαπήσει ποτέ, ίσως και να μη με ένοιαζε τώρα, να μην είχα μέτρο σύγκρισης, να μην ήξερα πως είναι και να μη μου έλειπε».
Έστυψε το σφουγγάρι, σκούπισε τα χέρια της, σκούπισε και τα μάτια της με την ανάποδη της παλάμης της.
Άναψε ένα τσιγάρο και μουρμούρισε εκείνο το παλιό της Πίτσας Παπαδοπούλου. «Που παει η αγάπη όταν φεύγει, γίνεται σύννεφο ή πεθαίνει, που θα τη βρω να τη ρωτήσω, αν θα ξαναγυρίσει πίσω».
Μην αναρωτηθείτε, αν το προσέξετε βέβαια, γιατί οι γυναίκες δεν πετούν ποτέ, τα κουρτινάκια της κουζίνας. Κι όταν φθαρούν πολύ, τα ανακυκλώνουν, τα κάνουν πανάκια της κουζίνας, τα κάνουν ξεσκονόπανα, ή απλά τα φυλάνε στο συρτάρι… Δεν τα πετούν, γιατί ξέρουν τα μυστικά τους.
* Η Χαρίκλεια Ντερμανάκη είναι συγγραφέας – αρθρογράφος, καθ. Φυσικής Αγωγής