Συνηθισμένο φαινόμενο στα χωριά μας να μη μένει κανείς χωρίς να του έχει αποδοθεί από του χωριανούς του ένα δεύτερο όνομα, με σκωπτική κυρίως διάθεση, για κάποιες συνήθειές του πραγματικές ή φανταστικές το λεγόμενο «παρατσούκλι» ή «παρανόμι». Έτσι για να μάθουμε το παρατσούκλι κάποιου ρωτάμε «πώς τον παρανομοιάζουνε τον Χ…», με την έννοια ότι δίπλα στο όνομα υπάρχει το παρανόμι (παρατσούκλι).
O τρόπος που καθένας αντιμετωπίζει το παρατσούκλι του ποικίλει. Άλλοι το δέχονται φιλικά, αφού δεν μπορούν να το αποφύγουν, άλλοι όμως εκνευρίζονται, εναντιώνονται στο άκουσμά του και απειλούν αυτούς που το εκστομίζουν.
Με την κατηγορία αυτών που δεν δέχονται το παρατσούκλι δημιουργούνται συχνά σοβαρές παρεξηγήσεις, που φτάνουν σε ακραίες καταστάσεις, αφού ο «παρανομιαζόμενος» γίνεται αντικείμενο χλεύης και δηκτικών πειραγμάτων. Ας σημειωθεί ότι όσο ο παρανομιαζόμενος εκνευρίζεται, τόσο οι χωριανοί του τον φωνάζουν με το παρατσούκλι του.
Στην περίπτωσή μας σε ένα από τα ορεινά χωριά της επαρχίας μας παρανόμιαζαν κάποιον «πλυμένο», που στο άκουσμά του ο εν λόγω γινόταν έξω φρενών και απειλούσε τους εκστομίζοντας τη λέξη αυτή ακόμη και με πυροβολισμό. Στην αναφερόμενη περίπτωση – αληθινή ιστορία – βρισκόμαστε στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και ο παρανομιαζόμενος πηγαίνει στο καφενείο του χωριού όπου κάποιοι τον καλωσορίζουν με το σκωπτικό του επίθετο «πλυμένος» και σε συγχορδία και οι υπόλοιποι θαμώνες επαναλαμβάνουν «καλώς όρισες, πλυμένε». Ο παρανομιαζόμενος απειλεί τους πάντες και συγχρόνως βγάζει ένα περίστροφο. Στη θέα του περίστροφου παρεμβαίνει ο καφετζής τρέχοντας. Για να αποτρέψει τα χειρότερα μπήκε ανάμεσα στον θιγμένο και τους τιμητές του, όμως ο θιγμένος πυροβολεί και η σφαίρα καρφώνεται στα πλευρά του καφετζή προκαλώντας του διαμπερές τραύμα.
Μετά την τροπή που πήραν τα πράγματα, ο καφετζής μεταφέρθηκε σπίτι του, του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες και κρυφά έφεραν τον γιατρό της περιοχής, ο οποίος έδωσε τις αναγκαίες οδηγίες και τα φάρμακα μαζί με την αυστηρή εντολή να παραμείνει ο τραυματίας κλινήρης δυο – τρεις βδομάδες μέχρις ότου επουλωθεί το τραύμα.
Το νέο πρόβλημα που δημιουργήθηκε πλην του τραυματισμού ήταν ότι ο τραυματισμένος ήταν και πρόεδρος της Κοινότητας και οι Γερμανοί, που είχαν φυλάκιο στο χωριό του τον αναζήτησαν ύστερα από λίγες μέρες.
Οι πρώτες δικαιολογίες για την απουσία του και για το κλείσιμο του καφενείου που ήταν ιδιοκτήτης άλλαζαν συνεχώς και στο τέλος οι Γερμανοί υποψιασμένοι, ίσως και πληροφορημένοι από καλοθελητές, εισέβαλαν στο σπίτι του και βρήκαν τον πρόεδρο στο κρεβάτι. Χωρίς χρονοτριβή ανασηκώνουν τα κλινοσκεπάσματα του ασθενούς και βλέπουν την πληγή κατανοώντας ότι πρόκειται για τραύμα από πυροβόλο όπλο.
Οι Γερμανοί, που είχαν εξαγριωθεί από το περιστατικό, αναζητούσαν τον δράστη του πυροβολισμού, αφού τότε ο κατέχων πυροβόλο όπλο θεωρείτο επικίνδυνος και συνήθως με συνοπτικές διαδικασίες οδηγείτο στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Δεν έχει διευκρινιστεί πώς οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν το όνομα του κάτοχου του περιστρόφου και τον αναζήτησαν στο σπίτι του. Αυτός, όμως, υποψιαζόμενος τη βέβαιη σύλληψή του είχε καταφύγει σε ένα αγροτόσπιτο και δεν γύριζε σπίτι του παρά μόνο τη νύχτα για να πάρει τρόφιμα και έφευγε βιαστικά.
Μια νύχτα, όμως, άργησε να φύγει και καθώς έβγαινε από την πόρτα, σχεδόν πρωί, σαν κακό συναπάντημα, συνάντησε δυο Γερμανούς στρατιώτες που πήγαιναν να πάρουν το πρωινό τους μπάνιο σε μια στέρνα ποτίσματος, όπως το συνήθιζαν. Τον συλλαμβάνουν, τον κλείνουν στο κρατητήριο του Σταθμού Χωροφυλακής που είχαν επιτάξει, προκειμένου την επομένη να τον στείλουν στα Χανιά για τα γνωστά περαιτέρω των αρχών Κατοχής.
Το βράδυ εκείνο οι αδελφές του κρατούμενου κλαίγοντας επισκέφτηκαν τον οδηγό του λεωφορείου, που την επομένη θα τον μετέφερε στα Χανιά. Οδυρόμενες παρακαλούσαν τον οδηγό να κάμει κάτι ώστε να ξεφύγει ο κρατούμενος από τους Γερμανούς, γιατί αλλιώς θα εκτελείτο και εκείνες θα έμεναν απροστάτευτες. Ο οδηγός τούς είπε ότι θα κάμει ό,τι μπορεί, αλλά βλέπει πως είναι μια δύσκολη περίπτωση.
Όπως αφηγείται ο οδηγός και ιδιοκτήτης του λεωφορείου Κων/νος Ντουλάκης, ο οποίος μου αφηγήθηκε την περιγραφόμενη ιστορία, όλη εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε σκεφτόμενος τι μπορούσε να κάνει για να σώσει από βέβαιη εκτέλεση τον κρατούμενο των Γερμανών.
Διηγείται ότι επί γερμανικής κατοχής οι Γερμανοί είχαν επιτάξει τα λάστιχα των αυτοκινήτων για τα δικά τους οχήματα και τα αυτοκίνητα τότε χρησιμοποιούσαν χοντρές σαμπρέλες, που εφόσον ανέπτυσσες ταχύτητα ή φρέναρες απότομα σπούσαν και ήθελαν επισκευή ή αλλαγή.
Έτσι, λοιπόν, όταν την επομένη δυο Γερμανοί στρατιώτες επιβίβασαν στο λεωφορείο τον κρατούμενό τους, ξεκίνησε για τα Χανιά και, όπως είχε βάλει στο μυαλό του τη νύχτα, σε μια τοποθεσία όπου υπήρχε και υπάρχει ακόμα ευθύς δρόμος 200 μέτρων, που καταλήγει στη διασταύρωση «Μύλοι ή Μύλους», όπου λειτουργούσε καφενείο και ελαιουργείο δίπλα, έκανε το εξής: ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα ώσπου άκουσε το κλατάρισμα ενός τροχού, όμως άφησε το λεωφορείο να κυλήσει και να σταματήσει ακριβώς απέναντι από την πόρτα του καφενείου του Γεωργίου Φραγκιουδάκη. Εκεί σταμάτησε και λέει στους επιβάτες ότι έχει βλάβη και να περιμένουν να επιδιορθωθεί. Ταυτοχρόνως κατεβαίνει ο ίδιος και ανοίγει το καπό. Εκείνη τη στιγμή βγαίνει από το καφενείο ο Φραγκιουδάκης και τον ρωτά: «τι έπαθες, Κωστή». Τότε ο Ντουλάκης του λέει: «φύγε και πήγαινε να ξεκλειδώσεις την πίσω πόρτα του καφενείου και μη ξανάρθεις εδώ να μου μιλήσει»ς. Έτσι και έπραξε.
Στη συνέχεια ο οδηγός, αφού προφασίστηκε ότι διορθώνει τη βλάβη της μηχανής ανακοινώνει στους επιβάτες ότι πρέπει να κατεβούνε και να πάνε στο καφενείο, γιατί η βλάβη είναι μεγάλη και θα χρειαστεί πολλή ώρα για να επισκευαστεί. Κατόπιν της ανακοίνωσης αυτής κατεβαίνουν οι επιβάτες και μαζί με αυτούς οι δυο Γερμανοί στρατιώτες με τον κρατούμενό τους. Πηγαίνουν στο καφενείο και οδηγούν τον κρατούμενό τους στο πίσω μέρος του καφενείου, όπου σχηματιζόταν μια μικρή αποθήκη που διαχωριζόταν από το υπόλοιπο καφενείο από τοίχο βαρελιών, σακιών και διάφορων άλλων ειδών, ενώ στον πίσω τοίχο υπήρχε η πόρτα ( υπάρχει και σήμερα), η οποία είχε ξεκλειδωθεί. Οι στρατιώτες ανέμεναν στον χώρο του καφενείου και παράγγειλαν να πιουν τσικουδιές.
Εν τω μεταξύ, μετά παρέλευση αρκετού χρόνου, ο οδηγός, αφού είχε διορθώσει την ανύπαρκτη βλάβη της μηχανής και την υπαρκτή επιδιόρθωση του ελαστικού, πηγαίνει στο καφενείο και καλεί τους επιβάτες να επιβιβαστούν για να φύγουν. Πηγαίνουν και οι Γερμανοί στρατιώτες να πάρουν τον κρατούμενό τους από το πίσω μέρος του καφενείου, δεν τον βρίσκουν και έξαλλοι φωνασκούν και χειρονομούν. Ο οδηγός, που ήξερε τι είχε συμβεί, πλησιάζει τους Γερμανούς και με τις λίγες γερμανικές λέξεις που ήξερε συνεπικουρούμενος και από τις χειρονομίες του υποδεικνύει να τρέξουν μαζί και να αναζητήσουν τον φυγάδα στο κουμαρόδασος, που επεκτείνετο στην πίσω μεριά του καφενείου και προτείνει να κινηθούν σε τρεις σειρές. Και ενώ οι Γερμανοί φώναζαν το όνομα του κρατούμενου, ο Ντουλάκης χαμηλοφώνως έλεγε, «Ανέ μας ακούς, μη μιλήσεις».
Αφού περιπλανήθηκαν αρκετή ώρα χωρίς αποτέλεσμα επιστρέφουν στο αυτοκίνητο και συνεχίζουν την πορεία προς τα Χανιά, όπου έφθασαν αργά το απόγευμα. Το λεωφορείο άφησε τους επιβάτες στα Νέα Καταστήματα και οι στρατιώτες το οδήγησαν στο Γερμανικό Διοικητήριο (Comandatura) για να δώσει ο οδηγός κατάθεση των συμβάντων.
Ειδοποιήθηκε Ελληνίδα διερμηνέας και ο οδηγός με έμφαση βεβαίωσε τα γεγονότα, όπως είχαν συμβεί τονίζοντας ότι μετά την εξαφάνιση του κρατούμενου οι Γερμανοί στρατιώτες μαζί με αυτόν αναζήτησαν τον φυγάδα επί μακρόν μέσα στο δάσος χωρίς αποτέλεσμα.
Μετά την κατάθεσή του ο οδηγός κατευθύνθηκε αρκετά ταλαιπωρημένος σε ένα καφενείο, που σύχναζαν οι Εννιαχωριανοί στα Νέα Καταστήματα. Πλησιάζοντας στο καφενείο βλέπει απέναντί του τους δυο Γερμανούς στρατιώτες που είχε στο λεωφορείο πάνοπλους να κατευθύνονται προς αυτόν. Τρομοκρατήθηκε και σκέφτηκε ότι επί τόπου θα τον εκτελούσαν.
‘Όμως, τα πράγματα δεν ήσαν έτσι. Οι Γερμανοί έτρεχαν να τον βρουν και να τον ευχαριστήσουν για την κατάθεσή του, η οποία με τον τρόπο που διατυπώθηκε τους απάλλασσε από ευθύνες και ενδεχόμενη παραπομπή τους στο Στρατοδικείο.
Εδώ τελειώνει η περιπέτεια του οδηγού που επινόησε τον τρόπο διαφυγής του κρατουμένου.
Ο κρατούμενος, όμως; Αφού πέρασε τη νύχτα με τις χειροπέδες κρυπτόμενος στις δασώδεις εκτάσεις τις περιοχής, κατευθύνθηκε την επομένη στο χωριό Μουρί – βρίσκεται απέναντι από τα Τοπόλια – τρεις ώρες πεζοπορία και ζήτησε από ένα σύντεκνό του να του κόψει τις χειροπέδες. Ο σύντεκνος αρνήθηκε, γιατί φοβήθηκε πως αν το πληροφορηθούν οι Γερμανοί θα τον σκοτώσουν και θα του κάψουν και το σπίτι.
Κατόπιν της άρνησης αυτής, ο φυγάς κατευθύνθηκε στο χωριό Συρικάρι, τρεις ώρες απόσταση από το Μουρί, σε ένα συγγενή του, ο οποίος του έκοψε τις χειροπέδες.
Έτσι, είχε αίσιο τέλος η περιπέτεια του παρονομαζόμενου με ένα παρατσούκλι, αφού αν έλειπε η ιδέα του οδηγού Κωστή Ντουλάκη ασφαλώς θα κατέληγε στο εκτελεστικό απόσπασμα.