Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Εκείνα τα πέτρινα χρόνια, για όλους του Έλληνες και τις Ελληνίδες, που όλοι προσπαθούσαν αναμοχλεύοντας και καθαρίζοντας τον τόπο από τ’ αποκαΐδια των πυρκαγιών που άφησαν πίσω τους οι βάρβαροι κατακτητές στην πολύπαθη πατρίδα μας, οι Γερμανοί, αλλά και από τ’ αποκαΐδια του εμφυλίου σπαραγμού, προσπαθώντας να χτίσουν πάνω σε κείνα πάλι τα καμένα σπίτια τους, κάνοντας όνειρα για μια καλύτερη ζωή.
O μικρός Δημήτρης μόλις που είχε τελειώσει το Δημοτικό σχολείο εκείνη τη χρονιά. Φτωχό παιδί, το τέταρτο στην αράδα της πολυμελούς οικογένειάς του, είχε σηκωθεί από το φτωχό κρεβάτι του και καθότανε, πριν ακόμα κάνουν την εμφάνισή τους τα ρόδα της ανατολής, κοντά στο αναμμένο τζάκι του σπιτιού του, κάνοντας όνειρα, περιορισμένης όμως εμβέλειας, για την παραπέρα ζωή του. Και το γράφω αυτό γιατί ποτέ δεν έγινε λόγος από τους γονείς του για κείνον ώστε να συνεχίσει τις σπουδές του. Του το είχαν ξεκόψει όταν ακόμα πήγαινε στην Τετάρτη τάξη του Δημοτικού λέγοντάς του:
«Εσύ Δημήτρη θα μείνεις εδώ στο χωριό. Δεν θα σε στείλουμε στο Γυμνάσιο».
Με δυο λόγια του είχαν κόψει τα φτερά πριν ακόμα δυναμώσουν, ώστε να μη έχουν τη δύναμη να τον κάνουν να πετάξει από την φτωχή του φωλιά. Και μη μπορώντας να κάνει τίποτα ο δόλιος ο Δημήτρης περιόριζε τους ορίζοντες των ονείρων του κάνοντας φτωχά όνειρα, όνειρα γύρω από το επάγγελμα του γεωργού ή του γεωκτηνοτρόφου.
Έτσι και κείνη την χειμωνιάτικη βραδιά, καθισμένος κοντά στο αναμμένο τζάκι έπλαθε όνειρα, όπως προαναφέραμε μικρής εμβέλειας. Τώρα, από τις σκέψεις του αυτές τον έβγαλε η βραχνή, γέρικη φωνή του άρρωστου από χρόνια πατέρα του λέγοντάς του, που μάλλον είχε δει τον Δημήτρη που καθότανε κοντά στο τζάκι:
«Δεν είμαι καλά Δημήτρη» και συνέχισε, εφόσον έβηξε πρώτα: «Όταν ξημερώσει ο Θεός, πρέπει να κατέβεις στην πρωτεύουσα και να πας στο γιατρό που με παρακολουθεί, να σου δώσει τα φάρμακα και το βράδυ να επιστρέψει να μου τα δώσεις, αν με βρεις ζωντανό» επαναλαμβάνοντας: «…δεν είναι καθόλου καλά. Σήμερα …»είπε κάπως δύσκολα, «…είναι Δευτέρα κι ελπίζω να έρθει το λεωφορείο. Δεν πρέπει να δυσκολευτεί γιατί το χιόνι που είναι στο δρόμο δεν πρέπει να είναι πολύ. Αν δεν έρθει όμως το λεωφορείο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο εκτός από το να περιμένουμε να έρθει η Τετάρτη, που τότε ίσως βοηθήσει ο Θεός να έρθει το λεωφορείο. Τα φάρμακα μου όμως Δημήτρη έχουν τελειώσει και επιβάλετε να τα προμηθευτώ. Εσύ ετοιμάσου και σε μια ώρα περίπου θα δούμε αν είμαι τυχερός και ‘ρθει το λεωφορείο. Διαφορετικά θα δούμε τι θα κάνουμε».
Ο Δημήτρης, αμέσως όπως έκανε κι άλλες φορές, φόρεσε το καλό του μακρύ παντελόνι του, αποφόρι του μεγάλου αδελφού, φόρεσε κι ένα σακάκι του άλλου αδελφού, που όλα τα φόραγε μόνο όταν πήγαινε να προμηθευτεί τα φάρμακα του πατέρα του και τις χρονιάρες μέρες, Πάσχα, Χριστούγεννα, κλπ. έβαλε και τις καινούργιες γαλότσες του και περίμενε τον ερχομό του λεωφορείου ανήσυχος. Το λεωφορείο ήρθε και ο πατέρας του δίνει στο Δημήτρη το ποσό των χρημάτων που γνώριζε πόσο είναι ακριβώς, του δίνει και το ποσό των ναύλων του πήγαινε – έλα και του λέει:
«Να προσέχεις μη χάσεις τα χρήματα».
Πριν έρθει όμως το λεωφορείο, ο Δημήτρης λέει στον πατέρα του:
«Το λεωφορείο πατέρα σήμερα που είναι Δευτέρα δεν έρχεται το απόγευμα στο χωριό αλλά σταματάει στο πριν από το χωριό μας χωριό» είπε το όνομά εκείνου του χωριού και συνέχισε: «Αν ρίξει όμως πολύ χιόνι, γιατί όπως βλέπεις χιονίζει ασταμάτητα, ίσως να μην μπορέσει να πάει και στο άλλο το χωριό το απόγευμα κι αναγκαστικά θα κατέβω στον κεντρικό δρόμο. Κι όπως ξέρεις πατέρα, αν κατέβω εκεί, για να έρθω εδώ είναι περίπου δέκα χιλιόμετρα» και με φωνή φοβισμένη συνέχισε: «Και καλά, αν είναι κι άλλος χωριανός μαζί, βοηθώντας ο ένας τον άλλον, θα έρθουμε στο χωριό. Αν είμαι μόνος μου όμως πατέρα πως θα μπορέσω να έρθω;»
Κι ο πατέρας του αμέσως βρήκε την λύση.
«Πήγαινε τώρα να πάρεις τα φάρμακα, γιατί πρέπει να τα φέρεις, δεν έχουμε άλλες επιλογές … Αν όμως πάνε τελείως στραβά τα πράγματα, απ’ ότι υπολογίζω, στο γυρισμό σου το απόγευμα, αν σου πούνε ότι δεν μπορεί να έρθει το λεωφορείο στο χωριό, να πάρεις το άλλο λεωφορείο, της άλλης γραμμής, που πηγαίνει στα πίσω χωριά, ξέρεις εσύ. Από κείνα τα χωριά, ο δρόμος που θ’ αναγκαστείς να διανύσεις είναι πέντε χιλιόμετρα περίπου κι όπως πάλι γνωρίζεις είναι πολυδιάβατος εκείνος ο δρόμος και δεν κλείνει ποτέ όσο χιόνι κι αν πέσει. Άιντε τώρα, πήγαινε, το λεωφορείο δεν θα περιμένει για πολύ ώρα».
Ο Δημήτρης πράγματι, πήρε το λεωφορείο και κατέβηκε στην πρωτεύουσα ελπίζοντας ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Στην συνέχεια πήγε στο γιατρό, πήρε τα φάρμακα του πατέρα και μη έχοντας τι άλλο να κάνει πήρε τις στράτες και τα σοκάκια της πόλης για να περάσει την ώρα του, χαζεύοντας στις βιτρίνες των διάφορων μαγαζιών. Τέλος, σε κάποια στιγμή, έφθασε στο πρακτορείο και περίμενε να έρθει η ώρα να επιβιβαστεί στο λεωφορείο που θα τον πήγαινε στο χωριό, όχι βέβαια στο δικό του αλλά στο προηγούμενο χωριό, όπως αναφέραμε στην αρχή της ιστορίας μας και περπατώντας στην συνέχεια να πάει στο χωριό του.
Τώρα, όταν είδε ότι η ώρα της αναχώρησής του πλησίαζε, πάει στον ταμεία που έκοβε τα εισιτήρια, του λέει που ήθελε να πάει και ο ταμίας αμέσως του λέει ψυχρά και απότομα ότι το λεωφορείο της γραμμής που θέλει να επιβιβαστεί δεν πηγαίνει γιατί το χιόνι είναι πάρα πολύ, έχει σκεπάσει το δρόμο και δεν μπορεί να τον διασχίσει το λεωφορείο.
Ο δόλιος ο Δημήτρης μη έχοντας άλλη επιλογή αποφάσισε να πάρει το λεωφορείο της άλλης γραμμής, αλλά ήταν καλύτερα να περπατήσει πέντε χιλιόμετρα από την πρώτη γραμμή από το να πάρει το λεωφορείο της δεύτερης διαδρομής κι αυτό γιατί τα χιλιόμετρα της δεύτερης διαδρομής, αν πήγαιναν καλά τα πράγματα, ήταν βέβαια περίπου τα ίδια.
Το κακό όμως ήταν, ότι για να πάει στο χωριό του θ’ αργούσε πολύ, γιατί το λεωφορείο εκείνο έφευγε από το πρακτορείο τρεις ώρες πιο αργά από το άλλο. Αλλά τι να κάνει; Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Ήξερε ότι, ακόμα κι αν πήγαιναν καλά τα πράγματα, στο χωριό του θα έφτανε πολύ αργά τη νύχτα. Κι άιντε τώρα να περπατάς νύχτα, χωρίς φως, μέσα στο χιονισμένο δρόμο και μάλιστα με γαλότσες που γλιστράνε πάνω στο χιόνι και σχεδόν διπλασιάζουν την διαδρομή. Πήγε όμως στο πρακτορείο με βαριά καρδιά κι αμέσως ρωτάει τον ταμία τι ώρα αναχωρεί το λεωφορείο για το χωριό που ήθελε να πάει και πόσο κοστίζει το εισιτήριο. Ο ταμίας του είπε την ώρα της αναχώρησης και την τιμή του εισιτηρίου. Τότε ο δόλιος ο Δημήτρης κατάλαβε το μεγάλο σφάλμα που είχε κάνει. Το μεγάλο σφάλμα του ήταν το πιο κάτω.
Πριν φθάσει στο πρακτορείο, ο έρμος ο Δημήτρης, στην διαδρομή πείνασε, ζήλεψε και λίγο και αγόρασε μια τυρόπιτα να κορέσει λίγο την πείνα του, όπως ήταν όλη τη μέρα νηστικός, αλλά δεν αρκέστηκε μόνο στην τυρόπιτα, πήρε και μια πορτοκαλάδα να την πιεί. Δεν υπολόγισε όμως καλά τα χρήματα που είχε στην διάθεσή του και τα χρήματα που του απόμειναν δεν ήταν αρκετά για να βγάλει το εισιτήριο. Αυτό το διαπίστωσε όταν πήγε να πληρώσει στον ταμία. Του έλειπαν πενήντα λεπτά. Τι να κάνει ο δόλιος και από πού να εξοικονομήσει τα πενήντα λεπτά; Να ζητιανέψει από κάποιον άλλο ταξιδιώτη; Αν και ήταν πολλοί μέσα στην αίθουσα, δεν τολμούσε να προβεί σε μια τέτοια ταπεινωτική πράξη. Ντρεπόντανε να το κάνει αυτό. Κοιτάει γύρω του μήπως και αντικρίσει κανέναν γνωστό του αλλά ήταν άδικος κόπος. Κανέναν δεν γνώριζε. Να δανειστεί από κάποιον τα πενήντα λεπτά; Από ποιον; Κι απογοητευμένος ζάρωσε σε μια γωνία, έκλαψε πικρά σκεφτόμενος «Καλά να πάθω. Ήθελα και πορτοκαλάδα… δεν μου έφτανε η τυρόπιτα… καλά να πάθω». Κι εφόσον δεν έβρισκε λύση στο μέγα πρόβλημά του, μονολόγησε αποφασιστικά «Θα βγάλω εισιτήριο μέχρι εκεί που φθάνουν τα χρήματά μου και από εκεί και πέρα, αναγκαστικά, θα πάω με τα πόδια». Βέβαια ήξερε, πού περίπου και σε ποιό μέρος, θα κατέβαινε από το λεωφορείο, ήξερε ότι θα τον άφηνε σε ένα χωριό – γιατί άλλη στάση δεν υπήρχε – που απείχε από ο χωριό του περίπου δεκαπέντε χιλιόμετρα. Τι άλλο όμως μπορούσε να κάνει; «Μπορεί…» έλεγε, «… να συναντήσω στο δρόμο μου κανένα χριστιανό, που να πηγαίνει με το αυτοκίνητό του προς την κατεύθυνση που θα πηγαίνω κι εγώ κι έτσι να γλυτώσω λίγα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο». Κι άλλες φορές είχε σταθεί τυχερός. Ίσως και αυτή την φορά να τον λυπηθεί ο Θεός ή κάποιος Άγιος και να κάνει το θαύμα του. «Ποιος ξέρει;» είπε.
Τώρα, την υπόλοιπη ώρα, όσο περίμενε να έρθει η στιγμή που θα επιβιβαζότανε στο λεωφορείο, κοιτούσε μήπως εντοπίσει κάποιον γνωστό του να τον βγάλει από την δύσκολη θέση που βρισκότανε, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. «Τι θα γίνω ο δόλιος…» έλεγε και ξανάλεγε.
Κι εκείνο που τον τρόμαζε και που δεν ήθελε ποτέ να του συμβεί ήταν να χιονίζει κιόλας. «Με τις γαλότσες που φοράω…» έλεγε, «…θα γλιστράνε πάνω στο χιόνι και το περπάτημά μου θα γίνεται πολύ πιο δύσκολο. Δεν μπορώ όμως να κάνω τίποτα άλλο από το να περιμένω την ώρα που θα φύγει το λεωφορείο, να πάω τα φάρμακα στον πατέρα». Και περιμένοντας το λεωφορείο, χιλιάδες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του και μια από τις πολλές σκέψεις του ήταν και η πιο κάτω:
«Πόσο πολύ θα το ήθελα, να βρισκόμουνα αυτή τη στιγμή σε κάποιον δρόμο μόνος, να περπατάω και να βρω στη στράτα μου ένα εικονοστάσι, από τα χιλιάδες που διάσπαρτα υπάρχουν, που να έχει αφήσει κάποιος χριστιανός μέσα στο εικόνισμά του πενήντα λεπτά. Πολλοί διαβάτες…» έλεγε, «…το κάνουν αυτό. Θα τα έπαιρνα τα πενήντα λεπτά, στην πραγματικότητα θα τα έκλεβα από τον Άγιο, γιατί κλεψιά είναι, να γλίτωνα τα δέκα τουλάχιστον χιλιόμετρα που με περιμένουν να τα περπατήσω». Από τις σκέψεις του αυτές τον διέκοψε η διαπεραστική φωνή του ταμία, που έβγαινε από το μεγάφωνο ειδοποιώντας τους ταξιδιώτες σε ποιο λεωφορείο πρέπει να επιβιβαστούν ανάλογα με τον προορισμό τους, γιατί η ώρα πλησίαζε. Και ο δόλιος ο Δημήτρης που δεν είχε βγάλει ακόμα εισιτήριο πλησιάζει στο ταμείο, έχοντας ζωγραφισμένη στο ροδοκόκκινο από το κρύο πρόσωπό του μια απέραντη θλίψη και απογοήτευση, έτοιμος να πει σε ποιο χωριό θα σταματούσε. Θα σταματούσε στη στάση εκείνη που του επέτρεπαν τα χρήματα που είχε στην διάθεσή του. Απλώνοντας όμως το χέρι του, με περίσσιο παράπονο πήρε το θάρρος και λέει στον ταμία το πάθημά του και αν μπορεί να του δώσει το εισιτήριο για το χωριό που θα τον απάλλασσε από το περπάτημα των δέκα χιλιομέτρων.
«Ξέρω…» του είπε με περίσσια ντροπή και παράπονο, «…ότι σας φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση κύριε, γιατί τα χρήματά μου δεν είναι αρκετά» και συνέχισε: «Σας ορκίζομαι κύριε ότι, όταν ξανάρθω στην πρωτεύουσα, θα έρθω να σας βρω και να σας επιστρέψω τα πενήντα λεπτά που μου λείπουν και με το παραπάνω» και κοιτώντας τον στα μάτια, με τα δικά του βουρκωμένα μάτια, του είπε:
«Αν μου κάνετε αυτή τη χάρη κύριε, θα σας ευγνωμονώ για όλη μου τη ζωή».
Τότε ο ταμίας τον κοιτάζει με περισσή αγάπη και του λέει, σκύβοντας πάνω του για να μην τον ακούσουν οι άλλοι επιβάτες που περίμεναν στην αράδα να βγάλουν κι εκείνοι εισιτήριο, με φωνή γλυκιά σιγανά:
«Πάρε παιδί μου το εισιτήριο σου να πας εκεί που θέλεις να πας και μη μου πεις τίποτε άλλο… φτωχό μου παιδί» και δίνοντας ο ταμίας το εισιτήριο στον δόλιο τον Δημήτρη, αμέσως γύρισε το πρόσωπό του προς την άλλη μεριά και σκούπισε δύο σταγόνες δάκρυα που είχαν εμφανιστεί στις βρύσες των ματιών του. Τέλος, ο Δημήτρης ανέβηκε στο λεωφορείο αφάνταστα χαρούμενος, γιατί με τα πενήντα λεπτά που του χάρισε ο καλός ταμίας θα γλίτωνε δέκα ολόκληρα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο. Όταν ξεκίνησε το λεωφορείο, μόνο για μια στιγμή σκέφτηκε και μονολόγησε: «Αν υπολόγιζε ο πατέρας μου ότι πολλά απρόοπτα γεγονότα κάθε στιγμή μπορεί να συμβούν στο διάβα της ζωής μας και μου έδινε δύο – τρεις δραχμές παραπάνω, δεν θα περνούσα τόσο μεγάλη αγωνία και δεν θ’ αναγκαζόμουν να παρακαλέσω κανέναν».
Αυτή η σκέψη πέρασε από το μυαλό του σαν αστραπή κι έσβησε αμέσως, γιατί οι γονείς του τον είχαν κάνει να πιστέψει, με την συμπεριφορά τους, ότι εκείνος ήταν παιδί ενός κατώτερου Θεού κι ότι πάνω απ’ όλα, προτεραιότητα είχαν οι σπουδές των μεγάλων αδελφών και η εξοικονόμηση μιας παχουλής προίκας της μεγάλης αδελφής του. Και ο δόλιος ο Δημήτρης, όσο κι αν πικραινότανε, όσο κι αν τον αδικούσανε, ποτέ δεν διαμαρτυρότανε. Ήλπιζε ότι κάποια μέρα θα δει το Θεός την αδικία και τον παραγκωνισμό του και θα τον δικαίωνε εκείνος.
Τώρα, όταν έφθασε, αργά τη νύχτα, στο σπίτι του, μουσκεμένος μέχρι το κόκαλο από το χιόνι που έπεφτε ασταμάτητα σε όλη την διαδρομή του, δρασκέλισε το κατώφλι γελαστός, όπως πάντα ήταν γελαστός, έδωσε τα φάρμακα στον πατέρα και δεν είπε τίποτα για την περιπέτεια του βίωσε. Η μητέρα του δε, όταν τον είδε να δίνει τα φάρμακα στον πατέρα τον ρώτησε αν πεινάει και κείνος της απαντάει:
«Όχι μάνα… δεν πεινάω… έφαγα μια τυρόπιτα και ήπια και μια πορτοκαλάδα», το στόμα του όμως ένοιωσε ότι ήταν γιομάτο φαρμάκι και χολή.
Έπειτα από δύο – τρία λεπτά, ο δόλιος ο Δημήτρης πήγε στο μικρό του δωμάτιο, αφήνοντας αυτή τη φορά λεύτερες τις βρύσες των ματιών του να τρέξουν όσα δάκρυα εκείνες ήθελαν να τρέξουν. Πριν γείρει όμως να κοιμηθεί, ευχαρίστησε εσώψυχα για μια ακόμα φορά τον ταμία, εκείνον τον καλοκάγαθο άνθρωπο, που αν έλειπε εκείνος ποιος ξέρει, ίσως να μην έφτανε ποτέ στο χωριό. Με το κρύο που έκανε μπορεί και να τον εύρισκαν στην άλλη μέρα παγωμένο και σκεπασμένο με χιόνι. Και ρίχνοντας μια στερνή ματιά έξω από το ανοιγμένο παράθυρο, προσπαθώντας να το κλείσει και ενώ το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει ασταμάτητα έξω στην αυλή, τ’ απαλό θρόισμα του αέρα ήταν σαν να του ψιθύριζε τραγουδιστά: «Απόστασες!. Κοιμήσου τώρα αδικημένο μου παιδί κι εγώ θα σε νανουρίζω να ξαποστάσεις.
Καλή σου νύχτα!»