Παίρνω σχεδόν καθηµερινά από το χέρι τον µικρό µου εγγονό και τον πηγαίνω στο πάρκο να παίξει µε τα άλλα παιδιά της ηλικίας του, αλλά από τις πρώτες επισκέψεις µου στον παραπάνω χώρο δεν άργησα να επισηµάνω το πρόβληµα που φέρνει το παιδί σε δύσκολη θέση. Ποιο είναι αυτό θα το µάθουµε στις επόµενες αράδες.
Στο πάρκο, όπως είναι φυσικό κι αναµενόµενο συναντάει και πολλά παιδάκια από διάφορες χώρες, π.χ. Αλβανία, Βουλγαρία, κ.τ.λ. που άλλα έχουν γεννηθεί εδώ από τους µετανάστες γονιούς τους και άλλα ήρθαν από πολύ µικρά στην δεύτερη πατρίδα τους κι ευνόητο είναι να µιλάνε τη γλώσσα της πατρίδας τους, ειδικότερα τα µεγαλύτερα που µε αυτήν έµαθαν τις πρώτες λέξεις.
Πάει λοιπόν ο µικρός να παίξει µε τον άλλο συνοµήλικό του και δεν µπορούνε να συνεννοηθούνε. Αλλιώς το λένε το παιχνίδι ‘’κρυφτό’’ τα παιδιά από άλλες πατρίδες και ‘’κρυφτό’’ το λέει ο εγγονός µου κ.ο.κ. µε αποτέλεσµα να αποµακρύνεται το ένα παιδί από το άλλο εφόσον δεν µπορούν να συνεννοηθούν και ψάχνουν να βρουν παιδιά που γνωρίζουν τη γλώσσα τους ώσπου κάποια στιγµή χωρίζονται σε παρέες, της πατρίδας που γεννήθηκαν και την ξέρουν καλά τη γλώσσα που οι γονείς τους τους µιλάνε στα σπίτια τους. Όλοι το ξέρουµε ότι είναι πολύ δύσκολο να σταµατήσεις να µιλάς τη γλώσσα που µε αυτήν γαλουχήθηκες και πάνω απ’ όλα ποιος είναι εκείνος που απαρνιέται τη γλώσσα της γενέτειρας πατρίδας του; Κανένας.
Με αυτό το µπέρδεµα των γλωσσών, που τα παιδιά καλούνται να ξεµπερδέψουν, εγώ πιστεύω ότι έρχονται σε πολύ δύσκολη θέση. Πηγαίνοντας δε στο όποιο σχολείο, νήπιο, δηµοτικό κ.τ.λ. είναι υποχρεωµένοι να µιλάνε, τουλάχιστον την ώρα του µαθήµατος, τη γλώσσα της πατρίδας που τα φιλοξενεί.
Τώρα δεν είναι λίγες οι φορές που άκουσα από µικρά παιδιά που δεν µπορούν να συνεννοηθούν µε προσφυγόπουλα να εκφράζονται και να τους φέρνονται πολύ άσχηµα λέγοντας τους λέξεις που δεν µπορώ να τις γράψω. Ένα µικρό παιδί µάλιστα, δεν θα ήταν πάνω από εφτά χρονών, για να αποφύγει τους χλευασµούς των άλλων τους λέει µε πόνο ψυχής ‘’εγώ εδώ γεννήθηκα’’ και όταν τα άκουσα αυτά τα λόγια, γιατί προσπαθούσα να τους πείσω τους άλλους να κατανοήσουν ότι και τα προσφυγόπουλα τα ίδια δικαιώµατα έχουν µε αυτούς, λίγο έλειψε να δακρύσω. Οι άλλοι βέβαια είχαν το αβαντάζ της έδρας τους κι έπαιζαν µε άλλον αέρα το παιχνίδι τους.
Καταλαβαίνουµε ότι για να αφήσουν την πατρίδα τους οι µετανάστες δεν παίρνουν των οµµατιών τους χωρίς λόγο. Άλλωστε, εµείς οι Έλληνες έχουµε µεγάλη πείρα στον τοµέα της µετανάστευσης. Γνωρίζουν όµως, ή πρέπει να ξέρουν πριν αποφασίζουν να µεταναστεύσουν σε άλλες πατρίδες, ότι θα έρθουν αντιµέτωποι µε τη γλώσσα που θα πρέπει να συνεννοούνται είτε για εύρεση εργασίας είτε για διάφορες άλλες δραστηριότητες και οφείλουν να ευθυγραµµιστούν µε αυτό το πρόβληµα για γρήγορη µάθηση της γλώσσας της πατρίδας που τους φιλοξενεί. Βέβαια, δεν έχω αποδείξεις ότι πράττουν οι άνθρωποι το αντίθετο, αλλά έχω ακούσει όταν βρίσκοµαι ανάµεσα σε µετανάστες ότι και στη δουλειά τους ακόµα µιλάνε τη δική τους γλώσσα ξεχνώντας ότι βρίσκονται σε άλλη πατρίδα που αυτοί επέλεξαν να εγκατασταθούν.
Τώρα θα µε ρωτήσετε που βρίσκω το κακό και το σχολιάζω. ∆εν είναι δύσκολο να σας απαντήσω στο ερώτηµα σας αυτό. Όταν π.χ. δουλεύουν δύο ή τρεις οµοεθνής στην συγκοµιδή των ελιών ο ιδιοκτήτης που δεν καταλαβαίνει τι λένε του προκαλούν ίσως και ανησυχία µήπως λένε κάτι εις βάρος του. Ευνόητο δεν είναι να αισθάνεται άβολα; Το ίδιο πρόβληµα δηµιουργείται και στις πλατείες, στις παιδικές χαρές κ.τ.λ. µε αποτέλεσµα να γεννιούνται αµφιβολίες για τα όσα ακούνε και δεν τα καταλαβαίνουν π.χ. οι Έλληνες. Με δύο λόγια, ο άνθρωπος πρώτα βάζει τι κακό στο νου του κι όχι ο καλό.
Τι γίνεται λοιπόν µε τον παραπάνω τρόπο συνάντησης; Ο τρόπος αυτός αποµακρύνει περισσότερο τον Έλληνα από τον µετανάστη µέχρι το σηµείο να αποφεύγουν να µιλάνε κι ας µένουν στην ίδια πολυκατοικία ή τη γειτονιά. Και αυτό είναι πολύ κακό, αυτό πιστεύω εγώ.
Τώρα θα µε ρωτήσετε πάλι, τι πρέπει να ακολουθήσουµε για να αποφύγουµε την αποµάκρυνση του ενός από τον άλλον. ∆εν είναι τίποτα άλλο από την κατανόηση και την φιλική προσπάθεια κι από τις δύο πλευρές. Και καλά για τους µεγαλύτερους µετανάστες ίσως να µην το θεωρούµε µεγάλο πρόβληµα και σκόπιµα προτιµούν την αποµάκρυνση από τους ανθρώπους που κάθε µέρα έρχονται σε επαφή, δηλαδή τους Έλληνες, που η πατρίδα τους τους φιλοξενεί. ∆ικαίωµά τους είναι να κάνουν αυτό που νοµίζουν ότι τους ευνοεί περισσότερο. Πρέπει όµως, αν επιλέξουν αυτόν τον τρόπο, να µην τους προκαλούν απορίες. Αν δεν σέβονται δεν θα κερδίσουν απολύτως τίποτα, αντίθετα θα έρχονται συνέχεια σε προστριβές. Θα προκαλούν υποψίες και κάποια µέρα θα αποµακρυνθούν από το σύνολο των ανθρώπων που στην πατρίδα τους δραστηριοποιούνται.
Τα παιδιά όµως; Τι γίνεται µε τα παιδιά; ∆εν χωρίζονται τυχαία σε οµάδες, έτσι στα καλά καθούµενα. Όταν εµείς οι µεγαλύτεροι σπείρουµε το µίσος στο περιβόλι της ψυχής τους σίγουρα δεν θα θερίσουµε τριαντάφυλλα. Παλιούρια θα θερίσουµε. Από κάπου λοιπόν αντλούν το µίσος που φωλιάζει µέσα τους όχι µόνο για τους µετανάστες αλλά και για τους γειτόνους τους και τα γειτονάκια τους. Σεβασµός λοιπόν ένθεν και ένθεν γιατί το µίσος γεννάει οργή και η οργή γεννά πόνο στην ψυχή που πολλές φορές είναι αφόρητος όπως διαπίστωσα στο πάρκο µε τον µικρό µετανάστη που στην αρχή του σηµερινού µου άρθρου αναφέρω.
Τέλος, θα σας πω κάτι που ίσως σε πολλούς να µην έχει περάσει από το νου τους. Τα παιδιά κύριοι που µεταναστεύουν µαζί µε τους γονείς τους σε άλλες πατρίδες από την πατρίδα τους, θέλουν δε θέλουν, στο πέλαος της ζωής που καλούνται να διασχίσουν σίγουρα θα συναντήσουν στο ταξίδι τους συµπληγάδες. Εµείς όµως οι µεγαλύτεροι έχουµε χρέος να τα βοηθήσουµε ώστε να το διασχίσουν δίχως να τραυµατίσουν την ψυχή τους, γιατί όποιο και αν είναι το τραύµα τους, µικρό ή µεγάλο, ακόµα και να θρέψει στο πέρασµα του χρόνου το σηµάδι του θα παραµείνει για όλη τους τη ζωή.
* Ο ∆ηµήτρης Κ. Τυραϊδής είναι συγγραφέας – ποιητής, µέλος της Παγκοσµίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, µέλος των Πνευµατικών ∆ηµιουργών νοµού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων