Μπροστά του, τριακόσια μέτρα απ’ την ακτή, το ακυβέρνητο καράβι παράδερνε από ώρα στην υδάτινη λαίλαπα, που το ’σπρωχνε με κάθε τρόπο όλο και βεβαιότερα στην καταστροφή. Θεόρατα κύματα των πέντε, έξι, ίσως και επτά μέτρων κυριολεκτικά το λιάνιζαν, δοκιμάζοντας πότε να το αναποδογυρίσουν και πότε να το καταπιούν ολόκληρο. Με συνέπεια απαρέγκλιτη κατέφθαναν το ένα μετά το άλλο, λυσσομανούσαν πάνω του, τραντάζοντας και ταρα- κουνώντας το πολυκαιρισμένο σκαρί σαν να μην ήταν πλοίο φτιαγμένο για ανοιχτές θάλασσες παρά μικρό βαρκάκι που το κλονίζουν ως και τα απόνερα στο πιο ασφαλές λιμάνι. Ο αγροτικός γιατρός ελάχιστα εξοικειωμένος ένιωθε μ’ όλα αυτά.
Eνα βράδυ, στη μέση του Χειμώνα, η φουρτουνιασμένη θάλασσα θα οδηγήσει ένα πλοιάριο στη βραχώδη ακτή ενός μικρού αιγαιοπελαγίτικου νησιού. Κάποιοι από τους επιβαίνοντες θα πνιγούν, οι υπόλοιποι θα καταφέρουν να βγουν στη στεριά. Εκεί τους περιμένουν οι λιγοστοί κάτοικοι του νησιού, ανάμεσά τους ο δήμαρχος, ο αγροτικός γιατρός, οι λιμενικοί, οι αστυνομικοί, οι στρατιώτες. Το συμβάν είναι τόσο έντονο που δεν επιτρέπει παρά μόνο μία σκέψη: πώς θα σωθούν αυτοί οι άνθρωποι. Καθένας κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, ό,τι θεωρεί σωστό. Λίγοι άνθρωποι, και ο συντονισμός είναι πιο εύκολος. Οι αρχές επικοινωνούν με το γειτονικό νησί, με τα κεντρικά, ζητούν βοήθεια. Δεν θα τα καταφέρουμε μόνοι μας, λένε, και παίρνουν υποσχέσεις. Εν τω μεταξύ οι ανάγκες πολλαπλασιάζονται, τη διάσωση πρέπει να ακολουθήσει ο ιματισμός, η τροφή, το κατάλυμα. Καθώς η αδρεναλίνη υποχωρεί, τα όρια επανακαθορίζονται, η θεωρία συναντά την πράξη και ο φόβος περιμένει να ντυθεί με τον ανάλογο ιδεολογικό μανδύα.
Ο Τζαμιώτης επιλέγει να διηγηθεί μια πραγματική ιστορία. Πραγματική με την έννοια πως επαναλαμβάνεται συχνότατα τα τελευταία πολλά χρόνια, και τους τελευταίους μήνες με ολοένα αυξανόμενη ένταση. Το Αιγαίο ως πέρασμα για μια καλύτερη ζωή, για την εγκατάλειψη της κόλασης, ένα απέραντο νεκροταφείο ψυχών. Κάποιοι καταφέρνουν να το διαβούν και να φτάσουν στην επόμενη στεριά, εκεί η κόλαση επαναπροσδιορίζεται. Γιατί όμως κάποιος να θελήσει να διηγηθεί μια ιστορία σαν κι αυτή;
Μία πρώτη απάντηση, βιαστική και άστοχη στην προκειμένη, θα ήταν ο καιροσκοπισμός. Αυτό πουλάει, αυτό θα πουλήσω. Όχι, δεν είναι αυτή η απάντηση, τουλάχιστον όχι η δική μου απάντηση. Μετά το πέρας της ανάγνωσης, γεγονός που μου προσφέρει ολοκληρωμένη εικόνα του εγχειρήματος, τείνω να καταλήξω πως πρόθεση του συγγραφέα είναι πρωτίστως να κατανοήσει τους συσχετισμούς που δημιουργεί ένα ναυάγιο και η ακόλουθη παρουσία τριακοσίων ψυχών σε έναν ελάχιστο τόπο γης, εγκαταλελειμμένο από τους κατοίκους του. Να παγώσει τον χρόνο στο σήμερα, στο τώρα, για όσο αντέχει το παράδειγμα, πριν το αύριο κυρίως αλλά και το χτες ανακτήσουν το ρόλο τους στην εξίσωση. Και ίσως, σκέφτομαι, αν κατανοήσει κανείς τους συσχετισμούς σε αυτό το πεπερασμένο παράδειγμα, αποκομμένο από το συνολικό, ίσως τότε να μπορέσει να προσεγγίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη μεγάλη εικόνα, αφήνοντας στην άκρη τις ιδεολογίες, τις θεωρίες, την ασφάλεια της απόστασης, τη μεγαλοστομία, τη γενίκευση και όλα τα υπόλοιπα μη ρεαλιστικά εργαλεία. Και σε αυτό ο Τζαμιώτης τα καταφέρνει περίφημα. Oχι γιατί καταφέρνει να διατηρήσει ίσες αποστάσεις από τους ήρωές του, δεν είναι πολιτικός για να τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, αλλά γιατί επιτυγχάνει να δώσει τη μεγάλη εικόνα, φροντίζοντας να μετακινεί την κάμερα από πρόσωπο σε πρόσωπο, να δίνει τις εναλλαγές της οπτικής επιδιώκοντας να σπάσει τον άξονα, να αναδείξει τα μαύρα σημεία καθενός από τους εμπλεκομένους. Κανείς δεν είναι a priori καλός ή κακός, κανείς δεν είναι μόνο καλός ή κακός, καθένας από τους ήρωες, σε όποια πλευρά και αν ανήκει, είναι ξεχωριστός και ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο. Τίποτα δεν είναι μόνο έτσι ή μόνο αλλιώς, και θα ήθελα να πιστέψω πως αυτό που λέω αποτελεί ένα αφόρητο κλισέ, όμως φοβάμαι πως πρέπει να ξεκινήσουμε από την επανάληψη των βασικών, και αυτό είναι κάτι το οποίο ο Τζαμιώτης επισημαίνει συνεχώς, με ευθύ ή πλάγιο τρόπο, και σε αυτό έγκειται ακόμα μια αρετή του βιβλίου.
Είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Τζαμιώτη που διαβάζω στο οποίο δεν υπάρχει ένας ξεκάθαρος πρωταγωνιστής, ένας κεντρικός ήρωας. Το πέρασμα είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, ο αφηγητής δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να γνωρίσει αρκετά καλά όλους τους ήρωες, να αναγνωρίσει τον εαυτό του σε κάποιον απ’ αυτούς, όχι για να ταυτιστεί απαραίτητα, αλλά για να παρακολουθήσει καλύτερα τη διαρκή εναλλαγή των συνθηκών και των συμπεριφορών, το εύπλαστο της θεωρίας δίπλα στη φωτιά της δράσης.