«Δυο θάλασσες με κυνηγούν
η ζωή και ο θάνατος»
Νίκος Καρούζος
Πρόσκαιρα είναι όλα. Τίποτα δε μένει, μας λέει ο καταραμένος ποιητής Φρανσουά Βιγιόν.
«Εχω μεγαλώσει. Εφθασα σε μια ηλικία που διασκεδάσεις, γάμοι, βαφτίσια, στρατοδικεία -όχι δικά μου, φίλων μου- λογής λογής διαδηλώσεις, έρωτες, πάθη, διαβάσματα, θέατρα, κινηματογράφοι, όλα αυτά που συνθέτουν τη ζωή ενός ανθρώπου μου φαίνονται τώρα σαν να έγιναν όλα μαζί χθες το βράδυ. Συμπυκνώθηκε ο χρόνος», είπε ο ποιητής Μάνος Ελευθερίου λίγες μέρες πριν πεθάνει. Δεν έχω ακούσει τελειότερο ορισμό του τέλους.
Λόγια που κάνουν νόημα σε όσους και όποιους υιοθετούν ένα τέτοιο εκμετρείν του βίου. Πώς συμπυκνώνεται σε τέτοιο απίστευτο βαθμό ο χρόνος;
Πανοραμική αναβίωση της υπάρξεως, το λέμε στην Ψυχιατρική και επισυμβαίνει σε ανθρώπους που έχουν εμπειρία επικείμενου θανάτου αλλά στο τέλος ζουν για να μας το αφηγηθούν.
Πώς γίνεται; Φαίνεται πως το παν απορροφάται απ’ το τίποτα. Φαίνεται πως το παν είναι πρόσκαιρο και το τίποτα αιώνιο. Απ’ το τίποτα αρχίζει η ζωή και στο τίποτα καταλήγει. Ολα αντισταθμίζονται στη φύση και στα ανθρώπινα. Και ο ορεσείβιος μύστης Γιαλάφτης αναρωτιέται:
«Ηθελα και να κάτεχα οι χρόνοι που περνούνε
αν Αποθαίνουνε κι αυτοί ή πάνε αλλού και ζούνε».
Μιλάμε για το Νόημα, για την ύπαρξη, τη μοναδικότητά της, την μοναχικότητά της και την παντραγικότητά της αλλά και για την ομορφιά της.
Μιλάμε για το Είναι και για την οντολογική του απειλή.
Δε μιλάμε για το έχειν, ούτε για το φαίνεσθαι. Μιλάμε για το βίωμα, όχι για την εικόνα του.
Δε μιλάμε για τη συσσώρευση πραγμάτων ή θεαμάτων αλλά για τη συσσώρευση βιωμάτων, θραυσμάτων και στιγμών. Δε μιλάμε για τον ψευδόκοσμο της εικόνας αλλά για τα έσω ραγίσματα, τα χάσματα και τις δονήσεις των έσω στιβάδων. Εν τούτοις, μπορεί να ζούμε με την αίσθηση ενός ατελεύτητου παρόντος αλλά όλα οδηγούνται στη συμπαντική χοάνη του τίποτα, της ανυπαρξίας.
Το παν είναι πάντα ηττημένο απ’ το τίποτα.
«Ο,τι από σένα τώρα έχει μείνει
Σε μια φωτογραφία της στιγμής
Είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη
Σε κείνο το τοπίο της βροχής
Μονάχα (εμείς) ρωτάμε χωρίς ελπίδα
Πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις
Και συ που ξέρεις όσα η καταιγίδα
Δεν έχεις κάτι για να (μας) πεις…».