Δεν το θες το περιθώριο να ξυπνήσει.
Ίσως να νιώσεις μια απέραντη ντροπή.
Απ’ τη νάρκη σα θα βγει και θα ζητήσει,
όσα οτυ στέρησ’ η δική του προκοπή.
Κάνε σιγά· μην προκαλείς με τόσο πάθος.
Σώπα και βάλε την ουρά σου χαμηλά.
Μη μιλάς για ευθύνη και για λάθος.
Ολοταχώς θα γκρεμιστείς απ’ τα ψηλά.
Απ’ το βάθρο, θα σε σπρώξει τ’ άδικο αίμα.
Θα σε πνίξουν και οι λαχτάρες που θρηνούν.
Θα φανεί κάτ’ απ’ τον ήλιο τόσο ψέμα.
Κι οι αδικίες, τώρα πάνω στου γυρνούν.
Βρες και ρώτα όποιον θες, μα και τυχαία.
Πες να σου δώσει μια απλή περιγραφή.
Ο,τι προκάλεσ’ η αμοϊδή παρέα,
να ‘χεις εικόνα που εκπέμπεις, πιο σαφή.
Ό,τι μου λείπει, από μένα το ‘χεις πάρει.
Με θυσίασες ν’ ανέβεις πιο ψηλά.
Όσο υπάρχουνε φτωχοί και ποπολάροι,
κι η αδικία, για χρόνια θα μιλά.
Ευκαιρία άλλη πια, δεν θα σου δώσω.
Θέλω έργα κι αποδείξεις καθαρές.
Άλλο πια τον εαυτό μου μην προδώσω.
Και αποφάσεις, θέλω μόνο σοβαρές.
Γιατί θες απ΄τη δουλειά μου να πλουτίσεις;
Επί πτωμάτων στα ψηλά να κρατηθείς;
Δίχως τις πλάτες μου πάνω να πατήσεις,
πως πάλι τάχατες θα αναρριχηθείς;
Έχω σειρά να μοιράσω και να παίξω.
Μον’ ακροδίκαια παιχνίδια θα δεχτώ.
Άλλο φίλε αδικίες δεν θ’ αντέξω.
Ζυγά μονά, όλα για σε, δεν θ’ ανεχτώ.