Σ’ ένα κατώι σκοτεινό το βρήκα, σε μιαν άκρη,
γιομάτο σκόνη πάνω του και μούχλα, ξεχασμένο,
το πήρα μες στα χέρια μου και πάνω του ένα δάκρυ
στάλαξε από τα μάτια μου μ’ αίμα ανακατεμένο.
Το άνοιξα κι οι σελίδες του ήταν κιτρινισμένες
τα γράμματά του ήτανε πολύ ξεθωριασμένα
κι οι συλλαβές του ήταν κι αυτές μισές, μισοσβησμένες,
μα τα είχε όλα ο ποιητής με τέχνη αραδιασμένα.
Είχαν τα δύο του εξώφυλλα σημάδια χαραγμένα
βαθιά και μαυροκίτρινα σαν από μαχαιριές
πάνω σ’ ανθρώπινο κορμί, πολύ παλιά, θρεμμένα…
Και σαν στου δέντρου τον κορμό λοτόμου τσεκουριές.
Κι ω! την ψυχή μου ένοιωσα να την τρυγάει ο πόνος,
μα οι λέξεις του που διάβασα σκορπούσαν γνώσης φως
κι εικόνες και μηνύματα που δεν τα φθείρει ο χρόνος
κι είπα «ο συγγραφέας του είναι πολύ σοφός!»
Το πήρα από κείνη τη γωνιά που το ‘χαν πεταμένο
και με βαθιά συγκίνηση ψέλλισα σιγανά:
«Ξέρω, τον συγγραφέα σου τον βρήκε νυσταγμένο
η αυγούλα, να ‘χει κόκκινα τα μάτια και στεγνά.»
Αν με τα μάτια της ψυχής κοιτάξεις το βιβλίο
κι αν σκύψεις και τ’ αφουγκραστείς μ’ αγάπη αληθινή,
χτισμένο στις σελίδες του θα δεις ένα σχολείο
και «διάβασέ το» θα σου λέει του ποιητή η φωνή.