Τις προηγούμενες μέρες ακούσαμε δηλώσεις του υπουργού Παιδείας κ. Φίλη ο οποίος δικαιολογώντας τις περικοπές της ύλης στα σχολεία λόγω ελλείψεως εκπαιδευτικών είπε το καινοφανές: «θέλουμε λιγότερη ύλη, αλλά σε βάθος διδασκαλία. Αυτός είναι ο στόχος μας». Το Υπουργείο Παιδείας δυστυχώς είχε την ατυχία τις προσωπικές απόψεις τους οι τελευταίοι δύο υπουργοί να θέλουν να τις μετατρέψουν σε εκπαιδευτική πολιτική.
Ο προηγούμενος θεωρούσε ρετσινιά την αριστεία, η οποία αποτελεί τον πυρήνα της παιδαγωγικής διαδικασίας και ο νυν ότι στα σχολεία και ιδιαίτερα στους μικρούς μαθητές το βάρος πρέπει να πέφτει στη διδασκαλία των μαθημάτων σε βάθος και όχι σε πλάτος όπως είναι το παιδαγωγικά αποδεκτό.
Το ερώτημα εάν στην υποχρεωτική εκπαίδευση θα πρέπει να δίνουμε πλάτος στη σύνταξη των Προγραμμάτων Σπουδών δηλαδή πολλά αντικείμενα – μαθήματα, τα οποία όμως αφού ο χρόνος δεν μπορεί να αυξηθεί θα διδάσκονται σε λιγότερο βάθος δεν είναι νέο και έχει απασχολήσει τους παιδαγωγούς από πολύ ενωρίς.
Τρεις είναι κύρια οι επιστήμες στις οποίες προσφεύγουμε όταν θέλουμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα τα οποία άπτονται της παιδαγωγικής διαδικασίας: α) Η ψυχολογία, β) η φιλοσοφία και γ) η κοινωνιολογία. Κάθε μια από αυτές μας απαντά σε παιδαγωγικά ερωτήματα τα οποία άπτονται του γνωστικού της αντικειμένου. Η ψυχολογία και ειδικότερα η γνωστική και η αναπτυξιακή είναι αρμόδια να μας απαντήσει σε ερωτήματα που αφορούν στη διαδικασία της μάθησης μιας και είναι η κατ’ εξοχήν επιστήμη που εξετάζει τις νοητικές διεργασίες. Η φιλοσοφία θα μας απαντήσει σε ερωτήματα ηθικής και αξιών, όπως αν πρέπει να τιμωρούνται οι μαθητές στο σχολείο, τι σημαίνει αξιολόγηση, τι σημαίνει σκοπός και στόχος κ.λπ. Η κοινωνιολογία επίσης μας απαντά σε ερωτήματα που αφορούν στον μικρόκοσμο της σχολικής ζωής, στη διαδικασία κοινωνικοποίησης των μαθητών κ.ά. Είναι εμφανές από τα παραπάνω ότι στο ερώτημα αν πρέπει να δώσουμε περισσότερη βαρύτητα στο βάθος της διδασκαλίας ή στο πλάτος, αρμόδια να μας απαντήσει είναι κατ’ εξοχήν η ψυχολογία αφού το ερώτημα είναι ερώτημα μάθησης αλλά και η κοινωνιολογία.
Όπως είναι γνωστό η μικρή ηλικία είναι εκείνη κατά την οποία προχωράει πολύ γρήγορα και ολοκληρώνεται η ανάπτυξη του εγκεφάλου του παιδιού, η πλήρης ανάπτυξη του οποίου εξαρτάται κύρια από την ποικιλία των ερεθισμάτων που θα δεχτεί από το εξωτερικό περιβάλλον. Μάθηση όπως είναι γνωστόν λαμβάνει χώρα σε όλη τη ζωή του ανθρώπου αλλά η νεαρή ηλικία είναι εκείνη η οποία είναι η πλέον αποδοτική, διότι ο εγκέφαλος του νεαρού μαθητή είναι στη διαδικασία δημιουργίας νέων νευρώνων για την στήριξη και απομνημόνευση της γνωστικής ή κινητικής δεξιότητας με την οποία θα έρθει σε επαφή. Αυτή η ανάπτυξη των νευρώνων του εγκεφάλου ως αποτέλεσμα των εξωτερικών ερεθισμάτων με την πάροδο του χρόνου ελαχιστοποιείται. Αν κάποιος δεν έχει μυηθεί π.χ. στη μουσική, δεν έχει ακούσει δηλαδή μουσική στη νεαρή ηλικία εντός η εκτός σχολείου ή δεν έχει συμμετάσχει σε χορούς ή δεν έχει διδαχτεί αριθμητική και αρχίσει να ασχολείται με αυτά όταν πια θα είναι ενήλικος, ποτέ δεν θα μπορέσει να φτάσει στο επίπεδο στο οποίο θα έφτανε αν είχε ασχοληθεί με αυτά στη νεαρή ηλικία. Φανταστείτε τι άνθρωπο θα είχαμε φτιάξει ως ενήλικο εάν όλα τα χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης θα διδασκόταν μόνο μαθηματικά (βάθος διδασκαλίας) και δεν θα είχε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με καμιά άλλη γνωστική δεξιότητα εντός και εκτός σχολείου.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα στις μέρες μας αποτελούν οι κομπιούτερ και τα κινητά τηλέφωνα. Τα περισσότερα άτομα που σήμερα είναι περίπου 50 ετών και άνω δεν είχαν κατά την παιδική τους ηλικία τη δυνατότητα να έλθουν σε επαφή με κομπιούτερ και κινητά για τον απλούστατο λόγο διότι δεν είχαν εφευρεθεί. Αυτά τα άτομα εμφανίζουν σοβαρές δυσκολίες σε αυτή την ηλικία να μάθουν τη χρήση τους και να τα χειριστούν με άνεση. Αυτό συμβαίνει διότι ο εγκέφαλός τους κατά την παιδική ηλικία δεν δημιούργησε τους επί πλέον νευρώνες για να υποστηρίξει τις γνωστικές και κινητικές δεξιότητες που απαιτούνται. Ετσι το επίπεδο που φτάνουν σήμερα οι μεσήλικοι και μεγαλύτερης ηλικίας που ασχολούνται με τα παραπάνω μέσα είναι χαμηλό και κάποιοι άλλοι αρνούνται να ασχοληθούν, διότι ο εγκέφαλός τους δεν έχει δημιουργήσει τα κατάλληλα εργαλεία.
Το άτομο λοιπόν από τη στιγμή που θα γεννηθεί θα πρέπει να έρθει σε επαφή με όσο το δυνατόν περισσότερες γνωστικές ή κινητικές δεξιότητες γιατί αυτό θα βοηθήσει την καλύτερη ανάπτυξη του εγκεφάλου του. Αυτό βέβαια ισχύει όχι μόνο για το σύνολο του προγράμματος αλλά και για κάθε συγκεκριμένο μάθημα χωριστά. Ο εκπαιδευτικός δηλαδή που διδάσκει ιστορία δεν πρέπει να επιμένει σε ένα ορισμένο κεφάλαιο του βιβλίου να το μάθουν οι μαθητές “καλά” ή ο εκπαιδευτικός της Φυσικής Αγωγής σε μια ορισμένη κινητική δεξιότητα π.χ. άλμα εις μήκος, αφού αυτό το “καλά” δεν μπορεί να προσδιοριστεί, αλλά πρέπει να προχωράει παρακάτω.
Το επόμενο επιχείρημα υπέρ του πλάτους το αντλούμε από την κοινωνιολογία. Ο μαθητής ως ενήλικος θα πρέπει να ασχοληθεί με κάποιο επάγγελμα. Για να γεμίσει επίσης τον ελεύθερο χρόνο του θα πρέπει να επιλέξει από μία ποικιλία δραστηριοτήτων. Ολα αυτά θα πρέπει να προσφέρονται ως μύηση στον μαθητή στην υποχρεωτική εκπαίδευση. Θα πρέπει δηλαδή να γνωρίσει τις βασικές έννοιες και κινητικές δεξιότητες οι οποίες απαρτίζουν τις περισσότερο πολύπλοκες δεξιότητες και τεχνικές των διαφόρων επαγγελμάτων και των αντικειμένων αναψυχής της ενήλικης ζωής του.
Σήμερα αυτήν την εις πλάτος διδασκαλία επειδή το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν την προσφέρει σε όλη της την έκταση οι γονείς την αναζητούν εκτός σχολείου. Στέλνουν δηλαδή τα παιδιά τους να μάθουν κολύμβηση σε συλλόγους, μουσική σε ωδεία, ξένες γλώσσες σε φροντιστήρια, καλλιτεχνικά σε ειδικά φροντιστήρια, κ.λπ. Ολα αυτά θα έπρεπε να περιλαμβάνονται στο εκπαιδευτικό σύστημα αν θέλαμε να δώσουμε στους νέους τις ευκαιρίες μιας πλήρους γνωστικής και σωματικής ανάπτυξης. Δίνοντας δηλαδή πλάτος στη διδασκαλία μας και όχι βάθος. Αντί αυτού ο υπουργός Παιδείας εισηγείται το αντίθετο.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι στη διάρκεια της ζωής του μαθητή από το νηπιαγωγείο μέχρι το πανεπιστήμιο θα πρέπει: όσον αφορά στην υποχρεωτική εκπαίδευση μέχρι την ηλικία περίπου των δεκαπέντε ετών προτεραιότητα να έχει το πλάτος της διδασκαλίας, δηλαδή πολλά αντικείμενα σε μικρό βάθος. Στο Λύκειο πρέπει να αρχίζει μια στροφή προς το βάθος. Αυτό επιτυγχάνεται σε ορισμένα εκπαιδευτικά συστήματα με την επιλογή των μαθημάτων από τους μαθητές. Στα πανεπιστήμια ισχύει η αντίστροφη αρχή εδώ δηλαδή δίνουμε βάθος στη διδασκαλία. Ο φοιτητής διαλέγει αυτό που θέλει να σπουδάσει και το μελετά σε βάθος. Αν επίσης φτάσουμε και στις διδακτορικές ή μεταδιδακτορικές διατριβές, εδώ ο φοιτητής επιλέγει ένα πολύ συγκεκριμένο αντικείμενο και το ερευνά στο μέγιστο βάθος. Ενα σεμινάριο όσον αφορά τα παραπάνω θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο στον κ. υπουργό.
*Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
kmudakis@uop.gr