Η περιέργεια είναι από τις ισχυρότερες δυνάμεις του νου και θα ταξίδευε κανείς στα πέρατα της Γης για να ικανοποιηθεί.
Αυτό που είδα εκείνο το βράδυ. Δεν ξέρω. Μπορεί να ήταν όνειρο. Έμοιαζε όμως τόσο αληθινό. Απερίγραπτο. Τι να πω;
Καθόμουν σε μια ακτή και αγνάντευα την θάλασσα. Ήταν ένα ήρεμο απόγευμα. Η παραλία ήταν έρημη. Και αμμουδερή. Πόσοι κόκκοι άμμου θα μπορούσαν να υπάρχουν; Ο ορίζοντας έμοιαζε απέραντος. Ο ήλιος έμοιαζε να βυθίζεται στο ήρεμο σαν λάδι νερό. Με τα σύννεφα στο ουρανό, ήταν ένα απίστευτα γραφικό τοπίο. Δεν ακουγόταν τίποτα. Μόνο τα κυματάκια που έσκαγαν στην ακτή και τα θαλασσοπούλια που φώναζαν. Σύντομα φαινόταν τα αστέρια. Ωραίο να μυρίζεις το θαλασσινό αεράκι το βράδυ. Τόσο ήρεμα… τόσο γαλήνια…
Από εδώ αρχίζει να μοιάζει ονειρικό. Μες στην ησυχία ακούω έναν περίεργο ήχο. Ήταν ένας βαθύς και ταυτόχρονα υψίφωνος θόρυβος, κάτι σαν… φάλαινα. Δεν ξέρω από που έρχεται. Μοιάζει να έρχεται από την θάλασσα. Κοιτάζω προς τα κει. Μια σκοτεινή φιγούρα στεκόταν πάνω στην επιφάνεια του νερού. Είχε απλωμένο το χέρι και ήταν σαν να έλεγε “έλα”. Το χέρι της μορφής ήταν απλωμένο προς την κατεύθυνση μου. Ναι, εμένα εννοούσε, εμένα φώναζε. Τι με ήθελε; Χωρίς να ελέγχω τον εαυτό μου ή να το σκεφτώ πριν κάνω τίποτε, άρχισα να περπατάω προς την μορφή, μέσα στην θάλασσα. Ένοιωθα το χλιαρό νεράκι να με τυλίγει ολόκληρο καθώς πήγαινα όλο και πιο μέσα. Έφτασα στο σημείο που άρχισε να βαθαίνει. Πήρα ανάσα, έκλεισα τα μάτια και συνέχισα να περπατάω.
Ήταν λες και δεν υπήρχε βαρύτητα. Χοροπηδούσα πάνω στην μαλακή άμμο και παρασερνόμουν από ένα ελαφρό ρεύμα, μέσα στο άγνωστο.
Από περιέργεια άνοιξα τα μάτια μου. Ο χώρος ήταν άδειος. Το βαθύ μπλε της θάλασσας ήταν γύρω μου. Βράχια ήταν πίσω μου. Πότε πρόλαβα να τα διασχίσω; Μετά συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν μόνος.
Τα ψάρια ήταν παντού γύρω μου. Άλλα στο χρώμα του βυθού και άλλα ήταν πολύχρωμα τροπικά. Αγγελόψαρα κολυμπούσαν καμαρωτά ανάμεσα στα άλλα ψάρια. Σελάχια πιο πέρα κουνούσαν τα πτερύγια τους σαν να με χαιρετούσαν. Καβούρια περπατούσαν από κάτω μου σε κοπάδια. Δελφίνια ήταν δίπλα μου και με συντρόφευαν. Τέλος είδα από κοντά την μεγαλύτερη φάλαινα που έχω δει ποτέ στην ζωή μου. Ήταν εντυπωσιακή. Γαλάζια σαν το νερό γύρω μου. Μετά όλα τα ψάρια σκορπίστηκαν. Δεν ξέρω γιατί.
Τότε μπροστά μου, λίγο πιο μακριά, εμφανίστηκε η μορφή. Με καλούσε και πάλι με την ίδια κίνηση. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι μου τελείωνε η ανάσα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Παραείχα πάει βαθιά πολύ γρήγορα. Μην μπορώντας να αντέξω άλλο, άφησα τον αέρα να ξεφύγει στο νερό και ανέβηκε στην επιφάνεια με πολλές μπουρμπουλήθρες. Μέσα στην μύτη μου μπήκε αλμυρό νερό και… αέρα; Και τότε ήταν που κατάλαβα ότι μπορούσα να αναπνεύσω μέσα στην θάλασσα! Τώρα πια ελεύθερα μπορούσα να ακολουθήσω την μυστηριώδη μορφή.
Συνέχισα να κολυμπάω πίσω της, μέσα σε ένα τοπίο άγονο που δεν είχε τίποτε άλλο παρά άμμο, βράχια και το νερό που μας περιέκλειε. Τα ψάρια σπάνια τώρα. Φοβόμουν μήπως εμφανιστεί κανένας καρχαρίας. Ξέρω πολύ καλά ότι μπορεί να εμφανιστούν από το πουθενά και να σου επιτεθούν.
Η μορφή με έφερε μπροστά σε ένα μέρος που κατά την γνώμη μου θα ήταν ή η ηπειρωτική κατωφέρεια ή η ωκεάνια χαράδρα.
Πριν συνεχίσω να ακολουθήσω την μορφή, έμεινα λίγο να στέκομαι. Είχα πάει πολύ βαθιά. Θα κατάφερνα να ανέβω στην επιφάνεια αν χρειαζόταν;
Ξανακοίταξα μπροστά μου και είδα την μορφή να μπαίνει μέσα στην άβυσσο. Ξέχασα τις ανησυχίες μου και με κατέλαβε η περιέργεια να μάθω που πήγαινε. Έσπευσα να προλάβω. Χωρίς να το καταλάβω, είχα αρχίσει να μπαίνω κατευθείαν στο στόμα του αγνώστου, σε “έδαφος” ανεξερεύνητο. Φρόντιζα να μην χάσω την μορφή από τα μάτια μου. Όμως απλώς εξαφανίστηκε! Σταμάτησα την κάθοδο κι έμεινα να στέκομαι εκεί σαστισμένος. Πως μπορεί να συνέβη αυτό;
Περίμενα κάμποσα λεπτά εκεί, μήπως και δω κάτι το ενδιαφέρον. Πολύ σύντομα αυτό το κάτι πλησιάζει απειλητικά. Κοιτάζω από κάτω μου και από το μπλε του ωκεανού, εμφανίζονται φωτάκια. Ήταν σαν πυγολαμπίδες του βυθού. Καθώς ζύγωναν όλο και πιο κοντά, είχαν ένα σχήμα αμυγδαλωτό, σαν μάτια. Ήταν 3 και γινόταν όλο και πιο έντονα καθώς πλησίαζαν. Θα ήταν θαλάσσια ερπετά. Δεν μπορούσα να δω ολόκληρη την εμφάνιση τους, γιατί τώρα που με πλησίαζαν επικίνδυνα, έβλεπα μόνο 3 στόματα γεμάτα κοφτερά δόντια.
Το μόνο που θυμόμουν μετά ήταν ότι βρισκόμουν στο δωμάτιο μου. “Τι ήταν αυτό;” ψέλλισα. Ένα όνειρο, σκέφτηκα. Για να συνέβη κάτι τέτοιο, θα ήταν όνειρο. Μα φάνταζε τόσο αληθινό. Τι μπορεί να σήμαινε αυτό το όνειρο; Δεν ξέρω. Τότε μου ήρθε στο μυαλό μια φράση που είχα ακούσει παλιά, δεν θυμάμαι από που. ” Η άβυσσος μας κοιτάζει”. Είχε άραγε καμιά σχέση; Ένα είναι σίγουρο: Το κλειδί για την απάντηση το έχει η ίδια η θάλασσα.
Κοκράνη Ουρανία,
ΓΕΛ Σούδας (Α΄Λυκείου)