» Σταγόνες Χανιώτικης Ιστορίας
Με ένα σατιρικό χρονογράφημα για το ποδόσφαιρο στις 3/3/1951 στον «Κήρυκα» με τίτλο «Στο ποδόσφαιρο» ο δημοσιογράφος Αγγελάκης «σκιτσάρει» την κοινωνία της εποχής. «Λίγοι από τους μακάριους συμπολίτες μας που πίνουν το καφεδάκι τους στο Σαντριβάνι ή στα Νέα Καταστήματα τα απογεύματα της Κυριακής, υποπτεύονται τι συμβαίνει στο τσιγκελόφρακτο χώρο που… κοσμεί την πόλη μας κάτω από τον Κήπο. Εκεί, τρώει η μύγα σίδερο, λοιπόν. Στην πόρτα υπάρχει ένας σκυθρωπός άνθρωπος μ’ ένα μπλόκ.
– Που πάτε;
-Μέσα.
-Το εισιτήριό σας;
-Α, με συγχωρείτε.
Όχι πως μας εξέπληξε η κουβέντα.[…]. Εδώ όμως τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά[…]». Ο δημοσιογράφος αρχίζει να περιγράφει τους θεατές, εμπνεόμενος από τους κλασικούς… τζαμπατζήδες. Πρώτα, λοιπόν, γίνεται ο διαχωρισμός των θεατών, οι οποίοι ανήκαν σε δυο κατηγορίες, τους «μαντριακούς» και τους «νομιμόφρονες». «Μαντριακοί» ήταν όλοι όσοι… πηδούσαν τη μάντρα του γηπέδου και στρογγυλοκάθονταν στις κερκίδες για να παρακολουθήσουν τσάμπα τον αγώνα: «Μα το Θεό είναι αξιοθαύμαστοι. Τρία μέτρα μάντρα. Φουπ νάτους μέσα». Οι «νομιμόφρονες» προσέρχονταν στο εκδοτήριο εισιτηρίων κάνοντας γνωστή την επαγγελματική τους ιδιότητα που τους εξασφάλιζε δωρεάν είσοδο. Έτσι, εφοριακοί, τελωνιακοί, υπάλληλοι δημόσιων ταμείων και δημοσιογράφοι έμπαιναν… δωρεάν! Άρα τα έσοδα των ομάδων μηδενίζονταν.
Ακολουθεί το «ψυχογράφημα» του πολύπαθου διαιτητή, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «θλιβερός άνθρωπος» που τρέχει ασταμάτητα, σκουπίζει συνεχώς το ιδρωμένο του μέτωπο με το μαντήλι του, ενώ ταυτόχρονα οι θεατές τον αποδοκιμάζουν με διάφορους τρόπους: «[…]δείχνει ο καθένας απειλητικά ότι έχει πρόχειρο. Άλλος την παλάμη του, άλλος το μπαστούνι του, άλλος το καπέλο του κι άλλος τη σφιγμένη γροθιά του με μια αντεθνική χειρονομία[…]». Ντυμένος στα μαυροκόκκινα με τη σφυρίχτρα προσπαθεί να κάνει το καθήκον του και κανείς δεν του λέει μπράβο.
Στη συνέχεια, την τιμητική έχουν οι ποδοσφαιριστές: «Άϊ, λοιπόν, Είναι δέκα κόκκινοι και δέκα μαύροι. Όπως συνήθως. Τρέχουν απάνω, τρέχουν κάτω. Κλωτσούν την μπάλα ή τον παρακείμενο αλλόχρωμο (αντίπαλο ποδοσφαιριστή) και ο λαός χειροκροτεί και σφυρίζει». Οι ποδοσφαιριστές πότε εισπράττουν κανένα χειροκρότημα, αλλά αν κάνουν λάθος τότε ακούν τα εξ αμάξης από την κερκίδα. «Μυαλοκομμένε, πάλι οφσάϊτ!», «Όξω στραβόποδα!», «Πάλι έντς μπέκρακα!». Πάντως προσπαθούν να εντυπωσιάσουν τις «γκόμενες με κάτι ξαπλώματα και λιγώματα υπόπτου φύσεως». Κατά τα άλλα οι κουλουράδες πουλούν κανένα κουλούρι και οι αστυνομικοί ραβδίζουν τους θερμοκέφαλους αμούστακους φιλάθλους που ξεπερνούν τα όρια.
Το ποδοσφαιρικό αφιέρωμα στον «Κήρυκα» φανερώνει την φτώχεια των κατοίκων της πόλης, τον ερασιτεχνισμό των ποδοσφαιριστών, καθώς και την αγάπη μιας μεγάλης μερίδας Χανιωτών για το ποδόσφαιρο.
*Ο κ. Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος