Στις 10 Μαρτίου 1905 ξέσπασε η επανάσταση του Θερίσου. Με αφορμή την αυριανή επέτειο, δημοσιεύουμε κείμενο του γενικού διευθυντή του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” Νικόλαου Παπαδάκη με χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την καθημερινότητα του επαναστάτη Βενιζέλου. Πρόκειται για ένα σύντομο απόσπασμα, χωρίς τις υποσημειώσεις του, από το κεφάλαιο με τίτλο “Επαναστάτης με στρατηγικό ορίζοντα” της βιογραφίας “Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Άνθρωπος, ο Ηγέτης” (τόμος Α΄, σελ. 201-206). Η δίτομη έκδοση κυκλοφορεί από το Ίδρυμα και τις εκδόσεις της Εστίας.
ΔΥΟ ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ ΣΚΙΑΓΡΑΦΟΥΝ
ΤΟΝ ΒΕΝΙΖΕΛΟ ΣΤΟ ΘΕΡΙΣΟ
«Ἕνα […] χωριουδάκι γιομάτο ὑψώματα καταπράσινα, μία τοποθεσία ὅπου εἰς κάθε βῆμα του κανεὶς συναντᾶ καὶ ἀπὸ ἕνα φυσικὸν ὀχύρωμα, ἕνα ἀπρόσιτον φρούριον, τοῦ ὁποίου τὰ τείχη ἀποτελοῦν κατάκρημνα καὶ ὑπερυψηλὰ βουνά, ἄφθαστος καλλονὴ φύσεως καὶ ἀσύλληπτος συγχρόνως ἀγριότης περιβάλλοντος. –Ἰδοὺ τὸ Θέρισον».
Aυτή είναι η περιγραφή του απεσταλμένου των Καιρών, Σπύρου Νικολόπουλου, ο οποίος είχε έρθει στις αρχές Απριλίου (1905) από την Αθήνα, για να συναντήσει τον Βενιζέλο. Προχώρησε στο ολοδάσωτο φαράγγι, που γεμάτο βράχους αποτελούσε την πύλη ενός φυσικού φρουρίου, στην κορυφή του οποίου κυμάτιζε μια γαλανόλευκη σημαία. Τριάντα πάνοπλοι άνδρες, καθισμένοι πάνω στους βράχους, «ἐτραγουδοῦσαν ἕνα παθητικό τραγούδι ποὺ ἡ λέξις “ἕνωσις” λεγότανε σὲ κάθε δίστιχο, ποὺ ἐφαινότανε μὲ τὸν μελαγχολικὸ ἦχο σὰν νὰ ἐξέφραζε τὸν πόνο ὅλων τῶν χρόνων τῆς ἀτελείωτης σκλαβιᾶς».
Το εντευκτήριο της τριανδρίας ήταν ένα δωμάτιο ευρύχωρο, γεμάτο από οπλισμένους άνδρες «μὲ τὰ γκρὰ εἰς τὸ πλευρόν, μὲ μεγάλα μαχαίρια εἰς τὴν ὀσφύν». Ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν ο Βενιζέλος, ο Μάνος και ο Φούμης. Η στολή τους «εἶναι τελείως ἀντάρτικη […] ἰδίως τοῦ Μάνου. Ὑψηλὰ κρητικὰ ὑποδήματα, φυσεκλίκια, μεϊντάνι [ένα είδος γιλέκου]». Σε μια μεγαλύτερη αίθουσα, στο διπλανό κτίριο, βρίσκονταν τα γραφεία των γραμματέων της επαναστατικής επιτροπής. Εκεί γράφονταν και αντιγράφονταν σε εκατοντάδες αντίτυπα οι ανακοινώσεις, τα άρθρα των εφημερίδων, τα δελτία Τύπου, τα οποία στη συνέχεια αποστέλλονταν προς όλη την επαναστατημένη Κρήτη, καθώς και τις εφημερίδες της Αθήνας και του εξωτερικού. Σε μια γωνιά της αίθουσας ήταν το γραφείο του Βενιζέλου.
Το Θέρισο είχε δεν είχε πενήντα σπίτια. Πού χώρεσαν πεντακόσιοι άνθρωποι, από ολόκληρη την Κρήτη, αναρωτιέται αυτόπτης μάρτυρας, όταν μάλιστα στα σπίτια αυτά ζούσαν πολυμελείς οικογένειες; «Ἦτο δραματικὸν τὸ θέαμα εἰς τὰ μικρὰ καὶ σκοτεινὰ οἰκήματα ὅπου ἐστεγάσθησαν οἱ συγκεντρωθέντες ὑπὸ βροχερὸν καὶ ψυχρὸν καιρόν».
Τον Μάρτιο στο Θέρισο συνήθως χιονίζει και βρέχει ασταμάτητα, ενώ πυκνή ομίχλη καλύπτει ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή. Παγωμένος αέρας κατεβαίνει από τα χιονισμένα Λευκά Όρη, θερίζοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Μέσα στα σπίτια η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Πυκνό νέφος καπνού κάλυπτε όλους τους χώρους, από τη φωτιά που άναβαν οι ένοικοι για να ζεσταθούν. Στα στενάχωρα αυτά σπίτια, δεν υπήρχαν καρέκλες και κρεβάτια. Για να καθίσουν και να κοιμηθούν χρησιμοποιούσαν κλαδιά από θάμνους, όπως ρείκια και ακισάρους. Ακόμα και το νερό σπανίζει. Καθαρό και παγωμένο υπάρχει μόνο ψηλότερα, στις Αλιάκες, στα Λευκά Όρη. Για να φτάσει κανείς στο στρατηγείο της επανάστασης, περνούσε πρώτα από έλεγχο στις προφυλακές του στρατοπέδου. Έπειτα από διακόσια μέτρα βρισκόταν ο αστυνομικός σταθμός, όπου γινόταν η θεώρηση της άδειας από τον διευθυντή του στρατοπέδου, Εμμανουήλ Παπαδερό. Μετά οι επισκέπτες, με τη συνοδεία δύο ανδρών, οδηγούνταν στο στρατηγείο.
Ο Βλάσης Γαβριηλίδης, διευθυντής της Ακροπόλεως, της μεγαλύτερης και εγκυρότερης ελληνικής εφημερίδας της εποχής, είχε και παλαιότερα συναντηθεί με τον Βενιζέλο στην Αθήνα. Τώρα ερχόταν να του πάρει συνέντευξη στο Θέρισο. Επικριτικός καταρχάς απέναντι στην επανάσταση, φάνηκε μάλλον αμήχανος μπροστά στον αρχηγό της. Ο «δάσκαλος τῆς ἑλληνικῆς δημοσιογραφίας», «εὐμετάβολος», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Παύλου Παλαιολόγου, αυτή τη φορά δεν θα τον μαστίγωνε από τις στήλες της εφημερίδας του. Αντίθετα, η πιο διάσημη δημοσιογραφική πένα της Ελλάδας θα φιλοτεχνήσει ένα αντιπροσωπευτικό πορτρέτο του επαναστάτη του Θερίσου.
Ο Γαβριηλίδης παρουσιάζει στους αναγνώστες του έναν Βενιζέλο γοητευτικό, γεμάτο νεανικό σφρίγος. Με «κατάλευκην, ἁβρὰ καὶ αἰσθητικήν, ὡς ἐρωτευμένου νεανίου, κάτω τῆς ἡλικίας του, ἐπιδερμίδα». Απέναντί του είχε έναν αληθινό «Πρωτέα φυσιογνωμιῶν». Πίσω από αυτή την ελκυστική φυσιογνωμία, συνεχίζει ο Γαβριηλίδης, υπήρχε ένας επαναστάτης αδιάλλακτος, εφάμιλλος του Γαμβέτα, που πρόσφατα είχε σώσει τη Γαλλική Δημοκρατία από τον στραγγαλισμό του στρατάρχη Μακ-Μαόν. Με τα πρώτα λόγια του Βενιζέλου, ο Γαβριηλίδης νιώθει να τον διαπερνά ο δυνατός βοριάς της επανάστασης. Κι αυτό τον ανησυχεί. Φοβάται για το μέλλον της Κρήτης. Ο Βενιζέλος τον καθησυχάζει: «Διὰ τὴν Κρήτην μία ἐπανάστασις δὲν εἶναι κανένα σοβαρὸν πρᾶγμα· εἶναι ἕνα μικροεπεισόδιον».
Ο Γαβριηλίδης εντυπωσιάζεται από τον συνομιλητή του, μολονότι οι θέσεις που διατυπώνει φαίνονται ανατρεπτικές. Ζει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του Θερίσου και συναντά πρόσωπα, το ελεύθερο πνεύμα των οποίων του προκαλεί, όπως γράφει, «ἄφατον ἡδονήν». Ονειρεύεται την ημέρα που θα έρθει η πολυπόθητη ένωση, για να προστεθεί στην «ἐλευθέρα ἀλευρομάζα ἕνα νέον προζύμι ἀνδρισμοῦ καὶ παλληκαριᾶς». Οι κάτοικοι της Κρήτης δεν έχουν ευτυχώς τη «φελαχικότητα» των ελεύθερων Ελλήνων, που ανέχονται με υπομονή «γομαριῶν» τις αστυνομικές αγριότητες και τις εξουσιαστικές αυθαιρεσίες. Στα μάτια του, οι Κρητικοί είναι ο νέος παράγοντας πολιτειακής αναγέννησης της Ελλάδας. Η προσθήκη 300.000 πολιτών δεν θα φέρει μόνον εθνική ισχύ, αλλά θα έχει και εξανθρωπιστική δράση, «διότι ἄλλην δύναμιν ἀπὸ τὴν ἐλευθερίαν δὲν δυνάμεθα νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες».
Ο Νικολόπουλος, από την πλευρά του, θεωρεί τον Βενιζέλο ξεχωριστό φαινόμενο. Από την αρχή της γνωριμίας τους του ενέπνευσε θαυμασμό και εμπιστοσύνη. Ως δημοσιογράφος των Καιρών του Κανελλίδη και αργότερα ως εκδότης του Έθνους στάθηκε σταθερά στο πλευρό του και στήριξε αποφασιστικά τις μεγάλες επιλογές του. Το 1905, μόλις είκοσι χρόνων, έρχεται από την Αθήνα και ζει στο Θέρισο μοναδικές στιγμές. Αφήνεται να παρασυρθεί από τη «χειμαρρώδη ευγλωττία» του Βενιζέλου σε μια συνέντευξη που άρχισε το πρωί και τελείωσε το βράδυ. Η κουβέντα συνεχίστηκε σε ένα δείπνο με σαρδέλες του κουτιού. Το τραπέζι διακόπηκε από την εισβολή ενός νεαρού επαναστάτη, ο οποίος, σε έξαλλη κατάσταση, παρέδωσε στον Βενιζέλο ένα γράμμα από τον καπετάν Γιάννη Καλογερή. Ο «περίφημος ὁπλαρχηγὸς» ζητούσε βοήθεια. Δύο μαούνες με χωροφύλακες είχαν αποβιβασθεί στις Καλύβες και κατευθύνονταν προς το ορεινό χωριό Κάμποι, από όπου καταγόταν ο Καλογερής. Ακόμα, εκατόν πενήντα χωροφύλακες επρόκειτο να του επιτεθούν στη Δρακώνα. Ο Νικολόπουλος, εντυπωσιασμένος, περιγράφει την αντίδραση του Βενιζέλου: «Ὁ Βενιζέλος δὲν χάνει τὴν ψυχραιμίαν του […]. Ἀπὸ πολιτικὸς μεταβάλλεται εἰς στρατιωτικὸν ἀρχηγόν. Πλησιάζει τούς […] ὁπλοφόρους καὶ δίδει διαταγὰς εἰς αὐτοὺς ὅπως προσκαλέσουν τοὺς ἐπαναστάτας. Πάντες ἀποχωροῦν δρομαῖοι».
Σε ένα τέταρτο της ώρας η μικρή πλατεία γεμίζει από τριακόσιους επαναστάτες. Στο φως της σελήνης, ανάμεσα στα δέντρα και στους απότομους βράχους, οι οπλοφόροι, με τα γκρα στους ώμους και τα φυσίγγια τους να λαμπυρίζουν μέσα στη νύχτα, δημιουργούν μια υποβλητική και υπέρκοσμη εικόνα. Ο Βενιζέλος εξηγεί με δυο λόγια τον σκοπό της σύναξης και προσκαλεί έναν από τους σωματάρχες να ηγηθεί της αποστολής. Αμέσως ξεσπούν διαμαρτυρίες. Όλοι θέλουν να προτιμηθούν. Η άμιλλα μεταξύ των επαναστατών δεν εμποδίζει τον Βενιζέλο να αναθέσει την εκστρατεία στον Μάνο, που σε λίγο χάνεται πίσω από τα βουνά, μαζί με τους άνδρες του. «Ὑποθέτω», λέει στον Νικολόπουλο ο Βενιζέλος, «ὅτι δὲν θὰ γίνῃ συμπλοκή. Θὰ ἦτο φρικώδης ἡ ἀδελφικὴ αἱματοχυσία».
Ο Νικολόπουλος θα ζήσει στο μέλλον κοντά στον Βενιζέλο χρόνια ταραγμένα και γεγονότα γεμάτα ένταση και πάθος. Η σκηνή, όμως, που διαδραματίζεται τότε μπροστά στα μάτια του στο Θέρισο θα του μείνει αξέχαστη. Και σκιαγραφεί μια εικόνα του Βενιζέλου, που θα συναντήσουμε κατ’ επανάληψη στη συνέχεια της εξιστόρησης: είναι ο πολιτικός που μεταβάλλεται αστραπιαία σε στρατιωτικό αρχηγό και καθοδηγητή και, χάρη στη φυσική ενεργητικότητα και την ορμή που τον διακρίνει, εμπνέει τον λαό του με μια γλώσσα δράσης και άμεσης ενέργειας. Η καθοδήγησή του είναι υπεύθυνη, απαιτεί αρετή και ακλόνητη σταθερότητα. Δεν εγκαταλείπει τους στόχους του, φροντίζει όμως να τους πετύχει με το μικρότερο δυνατό κόστος. Γι’ αυτό πασχίζει, όπως λέει στον Νικολόπουλο, να αποφύγει την «ἀδελφική αἱματοχυσία» και τη σύγκρουση με τις Δυνάμεις. Η τακτική του αυτή θα δοκιμαστεί σκληρά το επόμενο διάστημα.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΔΕΣΜΟΣ
ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ
Ένας επαναστάτης, που έζησε από κοντά την τριανδρία στο Θέρισο, γράφει ότι σε κρίσιμες στιγμές, όταν τα γεγονότα επέβαλαν γρήγορες αποφάσεις, ο Βενιζέλος ήταν εκείνος που συνελάμβανε πρώτος την ιδέα της ενέργειας. Δεν παρέλειπε, όμως, να συμβουλευθεί τον Φούμη, που ήταν συντηρητικότερος. Τις τολμηρές και επικίνδυνες επιχειρήσεις αναλάμβανε συνήθως ο Μάνος, που αποτελούσε τον εκτελεστικό βραχίονα της τριανδρίας: «Ὅλοι ὅμως ἔτρεφαν ἀπεριόριστον σεβασμὸν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Βενιζέλου», ο οποίος διατηρούσε αναμφισβήτητη επιρροή μεταξύ των ενόπλων ομάδων. Ακόμα και το σώμα του Μάνου «περιελάμβανε φανατικοὺς βενιζελικούς, οἱ ὁποῖοι εἰς πλεῖστας περιπτώσεις ἐπέβαλλον τὰς θελήσεις των εἰς τὸν ἀρχηγόν των [τον Μάνο]».
Ο δεσμός με τον αρχηγό ήταν προσωπικός. Όσοι έζησαν τότε κοντά στον Βενιζέλο τον θυμούνται σκυμμένο στο γραφειάκι του μέχρι τα ξημερώματα. Εκεί «δὲν ἔγραφε μόνον τὰ πρωτότυπα τῆς γενικῆς ἐπισήμου ἀλληλογραφίας τῆς ἐπαναστάσεως», αλλά «καὶ πρὸς τοὺς ἀπειροπληθεῖς πολιτικούς του φίλους […] εἰς ὅλην τὴν Κρήτην καὶ τοὺς ἔδιδεν ὁδηγίας πῶς νὰ ἐνεργήσουν».
«Θέρισο, 10 Ἀπριλίου 1905
Αἰδεσιμώτατε ἱερεῦ καὶ ἀγαπητὲ φίλε παπα-Στέφανε,
Ζητῶ συγγνώμην, διότι, πολὺ ἀπησχολημένος ὤν, μόνον ἅπαξ […] κατώρθωσα ν’ ἀπαντήσω εἰς τὰς δυὸ φιλικάς σας ἐπιστολάς».
Οι παραπάνω γραμμές είναι ο πρόλογος σε μια από τις εκατοντάδες επιστολές, τις οποίες έστειλε από το Θέρισο σε στελέχη, οπαδούς, φίλους, ντόπιους και ξένους. Ο παπα-Στέφανος είχε τεθεί σε εξάμηνη αργία από τον μητροπολίτη Κρήτης Ευμένιο, εξαιτίας της φιλοεπαναστατικής του δράσης. Ο αρχηγός βρήκε τον χρόνο να του απευθύνει μια μακροσκελή επιστολή. Τον ενημερώνει για τις πολιτικές εξελίξεις, του αναλύει το περιεχόμενο της τελευταίας διακοίνωσης των Δυνάμεων και τον κατατοπίζει για τα πλεονεκτήματα που θα είχε για την Κρήτη η εφαρμογή ενός καθεστώτος ανάλογου με αυτό της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στο τέλος, δεν παραλείπει να τον εμψυχώσει: η επανάσταση απαντά σε αυτούς που τυφλωμένοι πιστεύουν ότι «μόνον διὰ τῆς δειλίας καὶ τῆς ζητιανιᾶς ἠμποροῦν οἱ μικροὶ λαοὶ νὰ πραγματοποιήσουν τὰ ἐθνικά των ἰδεώδη».
Ο παπα-Στέφανος είναι ένας από τους εκατοντάδες Κρητικούς που για χάρη του Βενιζέλου διώχθηκαν ή και ρίχτηκαν σε μπουντρούμια. Στη διάρκεια της επανάστασης, κάποιοι από αυτούς έχασαν τη ζωή τους. Είναι διαπιστωμένο ότι μεγάλος αριθμός εμπόρων και επιστημόνων του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση ή ακόμα και υπό κράτηση από τις βρετανικές και ρωσικές αρχές εξαιτίας της επαναστατικής τους δράσης. Μόνο στο Ηράκλειο, σε σύνολο είκοσι τριών δικηγόρων, οι δεκαεφτά ήταν υπό την επίβλεψη της αστυνομίας και των βρετανικών δυνάμεων. Για το κομμάτι αυτό του κρητικού λαού, ο ίδιος ο Βενιζέλος θα γράψει, λίγο μετά την επανάσταση, ότι στους κόλπους του περιλαμβάνει «ὅ,τι τὸ ἐκλεκτὸν διαθέτει ὁ τόπος ὑπὸ τὴν ἔποψιν χαρακτῆρος, εὐφυΐας, παιδείας, ψυχικῆς δυνάμεως καὶ πολεμικῆς ἐνεργείας».
Η αγάπη και η προσωπική αφοσίωση των οπαδών του εκδηλώνεται ποικιλότροπα. Ο Αντώνιος Παπαδάκης, έμπορος στα Χανιά, τον εφοδιάζει, τη δεύτερη κιόλας μέρα της επανάστασης, με τσάι. Ο Βενιζέλος με επιστολή του τον ευχαριστεί, σημειώνει όμως πως έχει μεν τσάι, αλλά όχι και μέσα να το ετοιμάσει. Και τον παρακαλεί να του στείλει ένα πρόχειρο καμινέτο. Ο Παπαδάκης, χωρίς καθυστέρηση, του το στέλνει μαζί με ένα φορητό μαγειρείο. Ο Βενιζέλος αντιδρά σαν μικρό παιδί, που δέχεται ένα αναπάντεχο δώρο. Με συστολή γράφει στον Παπαδάκη ότι όταν ζητούσε το καμινέτο δεν εννοούσε τόσο μεγάλα πράγματα.
Είναι αλήθεια ότι στο βουνό δεν χρειάστηκε να αλλάξει ιδιαίτερα τις συνήθειές του. Η τροφή του, όπως και στην πόλη, είναι λιτή. Αρκείται σε μια λαχανόσουπα, λίγο τυρί και χόρτα. Το μενού γίνεται πλουσιότερο όταν έχει ξένους ή όταν του στέλνουν κάποιες λιχουδιές από τα Χανιά. Μερικές φορές στο τραπέζι του υπάρχουν ψάρια. Η στοργική Παρασκευούλα, που δεν τον ξεχνά, φροντίζει να φτάσουν στο Θέρισο. Ο ίδιος τότε ενθουσιάζεται και καλεί συντρόφους του να τα φάνε μαζί.
Είχε φύγει τόσο βιαστικά για το Θέρισο, που δεν πρόλαβε να πάρει δεύτερη αλλαξιά ρούχα ούτε να αποχαιρετήσει την Παρασκευούλα. Γι’ αυτό γράφει στον Θανάση Βλουμ να του στείλει ένα παντελόνι και τις γκέτες του. Στο ίδιο γράμμα, ζητά συγγνώμη που δεν αποχαιρέτησε τη «Madame». Δεν ήθελε όμως, όπως γράφει, να της χαλάσει την ησυχία της, γιατί εκείνη την ώρα έπαιζε μάους – ένα από τα δημοφιλή χαρτοπαίγνια της εποχής.
Ο Βενιζέλος, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του, δεν έχανε την ανθρώπινη διάστασή του. Δεν ξεχνούσε ποτέ τις φιλίες του, σεβόταν τα πρόσωπα και τιμούσε τους δεσμούς του, ιδίως με τους απλούς ανθρώπους. Τον Ιούνιο του 1905, μολονότι η κατάσταση άρχιζε να γίνεται δύσκολη, πηγαίνει στο χωριό Καράνου, που απέχει αρκετά χιλιόμετρα από το Θέρισο, για να κάνει μια βάφτιση. Την παραμονή γράφει στον Βλουμ να αγοράσει βαφτιστικά από το κατάστημα του Ναξάκη. Και συνεχίζει: «Παρακαλῶ νὰ μοῦ σταλοῦν χωρὶς ἄλλο μὲ τὸν Μπατὸ ἀπόψε, διότι αὔριο πηγαίνω εἰς Καράνου νὰ βαπτίσω τὸ παιδί τοῦ κουμπάρου μου, τοῦ Πενταράκη».
Η συντεκνιά αυτή δεν ήταν πράξη ενός πολιτικάντη, αλλά έκφραση μιας βαθιάς σχέσης ζωής. Σε ολόκληρη την επαναστατική και πολιτική διαδρομή του, ο Βενιζέλος διατήρησε ακατάλυτους φιλικούς δεσμούς με απλούς ανθρώπους του λαού, που πάντοτε τους αντιμετώπιζε με ευθύνη και σεβασμό.
Οι φιλίες αυτές σφυρηλατήθηκαν στο «κρητικό ηφαίστειο» στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά και αργότερα, στους αγώνες για την ελευθερία της Κρήτης, τους δημοκρατικούς θεσμούς και την εθνική ολοκλήρωση.