Α’ Πράξη:
Εκατόνταρχος: Ιούδα, κοντεύουμε; Λαχανιάσαμε από το περπάτημα, μέσα στα βάθη της ολοσκότεινης νύχτας και βαριά οπλισμένοι!
Ιούδας: Ναι, φτάνουμε σε λίγο! Υπομονή, Εκατόνταρχε!
Εκατόνταρχος: Λίγος ήταν ο αποψινός μου ύπνος…
Ιούδας: Για σοβαρή δουλειά, όμως, τον έχασες!
Εκατόνταρχος: Ναι, τόπε και ο φρούραρχος! Και τάζοντας γερό μισθό σε μένα και στους στρατιώτες τούτους, από τα μάτια μας τις τσίμπλες πέταξε μακριά και διάπλατα ανοίγοντάς τα μας έφερε κοντά σου, απόψε, αψηφώντας την κούραση της προηγούμενης ημέρας…
Ιούδας: Το ξέρω!
Εκατόνταρχος: Την αποστολή μας θέλω να φέρω σε πέρας πετυχημένο! Να είμαι εγώ εκείνος που τον επαναστάτη, τον Ιησού, θα πιάσω και αλυσοδέσμιο θα μεταφέρω πρώτος απ’ όλους στους αρχιερείς των Ιουδαίων…
Ιούδας: Δώσε, Εκατόνταρχε, στους στρατιώτες σου διαταγή! Φτάσαμε, σε λίγο θα πραγματώσεις τη μεγάλη σου επιθυμία …
Εκατόνταρχος: Στρατιώτες, ετοιμαστείτε! Ο κυνηγός ζύγωσε στο λαγό πια! Το σύνθημα ο άντρας θα μας δώσει και τον αντάρτη με τους συντρόφους του θα περικυκλώσουμε και συλλαμβάνοντάς τον θα τον σφιχτοδέσουμε για να τον πάρουμε μαζύ μας στο συνέδριο των δικαστών. Δυσβάσταχτη κατηγορία τον βαραίνει, ασέβεια και ύβρη έναντι του θεού των Ιουδαίων, βαριά ποινή θα τον περιμένει ως αντίδωρο για τις ιδέες του, φυλάκιση σε στενό και ανήλιαγο κελί…
Ιούδας: Το σύνθημα, ένα φιλί! Όποιον φιλήσω, αυτός είναι, πιάστε τον!
Μάλχος: Ναι, το σύνθημα εσύ να μας πεις πρώτος! Όλοι έχουμε ακούσει για τον Ιησού, λίγοι, όμως, έχει τύχει να τον ανταμώσουν και να τον ιδούν καταπρόσωπο…
Εκατόνταρχος: Σύμφωνοι! Ετοιμάσαμε όλοι τα φανάρια μας, τις δάδες και τα όπλα… Κι αν τυχόν προβάλει αντίσταση ο Ιησούς ή κάποιος από τους μαθητές του, μη φοβάσαι, Ιούδα! Μαζύ μας οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς έχουνε, μ’ αυτόν εδώ τον Μάλχο επικεφαλής, στείλει με μαχαίρια και όπλα αρκετούς από τους πιο πιστούς σ’ αυτούς υπηρέτες τους…
Β’ Πράξη:
Πέτρος: Ακούω φασαρία, Ιησού! Ανθρώπων φωνές και ανάσες!
Αντρέας: Ναι, στρατιώτες και άντρες με μαχαίρια και δάδες έρχονται προς το μέρος μας! Απειλητικοί μοιάζουν, Κύριε!
Ιησούς: Μη φοβάσαι, Αντρέα! Όλα είναι στις Γραφές γραμμένα… Ποιον ζητάς, Εκατόνταρχε;
Εκατόνταρχος: Τον Ιησού το Ναζωραίο!
Ιησούς: Εγώ είμαι! Ιούδα, φίλα με, δώσε τους το σύνθημα…
Ιούδας: Ναι, αυτός είναι! Ιησού, να σε φιλήσω;
Ιησούς: Δε θα μας πιστέψουν διαφορετικά! Ιούδα, με φίλημα θα προδώσεις τον Υιό του Ανθρώπου; Ναι, φίλα με!
Ιούδας: Δάσκαλε, δάσκαλε, εσύ το ζήτησες!
Ιησούς: Ιούδα, σ’ αγαπώ τώρα πάρα πολύ! Πόσο σ’ αγαπώ που τις γραφές να εκπληρωθούν βοήθησες δεν μπορείς να βάλεις με το νου σου! Εύχομαι όλοι οι άνθρωποι να σ’ αγαπήσουν στο διάβα των αιώνων όπως εγώ και κανείς προδότη και φιλάργυρο να μην σε κατηγορήσει!
Ιούδας: Πάψε! Πάψε! Πάψε!
Εκατόνταρχος: Στρατιώτες, πιάστε τον, δέστε τον αμέσως! Μάλχo, ορμήνεψε και συ τους δικούς σου! Να μη μας ξεφύγει! Το λιοντάρι είναι στα χέρια μας πια!
Μάλχος: Ιούδα, πες ή δώσε μας ξεκάθαρο σινιάλο, πασιφανές … Αυτός εδώ είναι; Σίγουρα; Πες μας! Μην αργείς! Και κατόπιν, όλα είναι δική μας δουλειά, εσύ να περάσεις να πληρωθείς από το Ναό, μην το λησμονήσεις μόλις ξημερώσει! Οι αρχιερείς στο δικαστήριο περιμένουν τον επαναστάτη να σύρουμε εμπρός τους, εκείνον που ανερυθρίαστα εμπρός στο λαό τους ξεφτίλιζε, εκείνον που τους προύχοντες και τους αφεντάδες μας σε δύσκολη θέση έφερνε χωρίς καθόλου να ντραπεί ποτέ!
Ιούδας: Ναι, αυτός είναι! Πάω, φεύγω!
Μάλχος: Μόλις χαράξει, οι αρχιερείς θα σε πληρώσουν για το καλό που έκανες στον τόπο σου, Ιούδα, που παρέδωσες στα χέρια τους το θεριό αυτό! Εκατόνταρχε, δικός μας πια είναι, πιάσε τον!
Ιησούς: Αφού ζητούσατε, λοιπόν, Εκατόνταρχε, εμένα, στα χέρια σας παραδίδομαι, αφήστε τους αποδέλοιπους να φύγουνε! Λεύτερους αφήστε τους!
Μάλχος: Ιησού, έφτασε η ώρα να πληρώσεις για όλα! Και όσα είπες και όσα έκανες!
Πέτρος: Λεύτερους, Ιησού; Μα εμείς υποσχεθήκαμε, Ιησού, μαζύ σου και στη ζωή και στο θάνατο, το ξέχασες; Ή μήπως πίστεψες ότι δεν βγήκε από την καρδιά μας η υπόσχεση ετούτη και ότι δεν την εννοούσαμε;
Μάλχος: Το παλικάρι παριστάνεις, Ιησού, και στα λόγια μου δεν αποκρίνεσαι και σημασία δεν τους δίνεις; Κι αν με βλέπεις έναν και δε με φοβάσαι, χίλιους θα φέρω μπροστά στον αρχιδικαστή μαρτύρους να πουν ότι σ’ ακούσανε και να λες πως το Ναό θα γκρεμίσεις συθέμελα και θα ξαναχτίσεις και τον Καίσαρα της Ρώμης να περιφρονείς μαζύ με τους δικούς μας προεστούς…
Ιησούς: Μάλχο, στην ώρα μου θα μιλήσω στους κατηγόρους μου και στους ψευδομαρτύρους τους, δεν ήρθε ακόμα η ώρα εκείνη! Πέτρο, η Γραφή το λέει ξεκάθαρα, «Απ’ αυτούς που μου έδωσες, δεν άφησα να χαθεί κανένας!»…
Πέτρος: Κινούνται καταπάνω σου, Δάσκαλε! Να τους χτυπήσουμε με τα μαχαίρια μας;
Μάλχος: Πιάστε τον! Θρασύς πούσαι, Ιησού!
Ιησούς: Ληστή θαρρείτε, Μάλχο, πως κυνηγάτε και βγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα; Όσο ήμουνα μαζί με τους γραμματοδιδασκάλους και το ιερατείο σας στο ναό κάθε μέρα και δίδασκα, δεν τολμήσατε να απλώσετε ποτέ χέρι πάνω μου. Την φαρμακωμένη μονάχα γλώσσα σας τεντώνατε έξω από το στόμα σαν τα φίδια, του Σαββάτου και άλλων πατροπαράδοτων γραφτών και άγραφων νόμων υποκρινόμενοι τους φύλακες και τους προστάτες. Aλλά τούτη εδώ είναι η ώρα η δική σας και του σκοταδιού η εξουσία.. !
Μάλχος: Αχ! Το αφτί μου!
Ιησούς: Πέτρο, βάλε το μαχαίρι σου στο θηκάρι του! Όλοι όσοι κάνουν χρήση μαχαιριού, από μαχαίρι και οι ίδιοι θα πεθάνουν! Το προδιαγεγραμμένο για μένα ποτήρι φτάνει πια κοντά στα χείλη μου…
Μάλχος: Φονιάδες είναι όλοι τους! Πονάω! Δεν είδατε, Εκατόνταρχε, πως ετούτος ο Πέτρος μού έκοψε το αφτί; Συλλάβετέ τον και αυτόν! Αχ, πονάω!
Ιησούς: Φτάνει έως εδώ! Το αφτί σου, Μάλχο, είναι πάλι στη θέση του, ο πόνος σου γιατρεύτηκε! Αν θες ακόμα να με πιάσετε, έλα, δέσε με και στους Φαρισαίους εσύ με τον Ιούδα και τον Εκατόνταρχο οδήγησέ με! Τους συντρόφους μου μονάχα αφήστε λεύτερους να φύγουν! Αυτοί είναι αθώοι, όλο το βάρος πάνω στις πλάτες μου να πέσει! Τους τυφλούς και τους χωλούς και τους λεπρούς, Μάλχο, εγώ γιάτρεψα, τη φτωχολογιά με αγάπη αγκάλιασα, τον πλούσιο και τον υποκριτή στηλίτεψα, τους πολύξερους νομομαθείς εγώ αποστόμωνα, τους νεκρούς εγώ ανέστησα και με τη βοήθεια του Θεού Πατέρα δίδαξα και χόρτασα τα πλήθη, τα δαιμόνια νικούσα, τα κύματα της θάλασσας τιθάσευα!
Γ’ Πράξη:
Εκατόνταρχος: Να φύγετε όλοι, μόνο τον Ιησού θα πιάσουμε! Αυτός είναι που οι άρχοντες των Ιουδαίων και οι αρχιερείς γυρεύουν! Να φύγετε όλοι! Κανείς να μην μπλέκεται στα πόδια μας… Στρατιώτες, Μάλχο, διώξτε μακριά τους άλλους!
Πέτρος: Δε θ’ αφήσουμε αβοήθητο τον Ιησού, το Δάσκαλό μας!
Ιησούς: Μα δεν είμαι αβοήθητος και μόνος, Πέτρο! Πιστέβεις αλήθεια πως δεν μπορώ τώρα να παρακαλέσω τον Πατέρα μου και να μου παρατάξει περισσότερους από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων; Aλλά, πώς αλλιώς θα εκπληρωθούν οι προφητείες της Γραφής, που λένε ότι έτσι πρέπει να γίνει;
Εκατόνταρχος: Άσε τα πολλά λόγια, Ιησού! Στρατιώτες, πάμε! Μάλχο, πάρε τους δικούς σου και φύγαμε! Να τον πάμε αμέσως στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, αυτοί ας τον δικάσουν και ας τον καταδικάσουν! Εμείς να ιδούμε πώς θα περάσει και η καινούρια μέρα μας στην Ιερουσαλήμ! Η γυναίκα μου, η Οκταβία, και ο τετράχρονος γιος μου, ο Κλαύδιος, με τους γέροντες γονείς μου, Μάρκο και Μαρκέλλα, στη μακρινή πια Ιταλία, σε ένα χωριουδάκι έξω από τον Κρότωνα τι να κάνουν άραγε; Τρία χρόνια έχω να τους δω… Τρία, η λαχτάρα να τους ξαναδώ έχει γιγαντέψει πια και κρυφά από τους στρατιώτες τούτους τα δάκρυα τρέχουν στα μάτια μου! Μακάρι η σύλληψη του Ιησού, η καταστολή της επανάστασής του να φέρει στις τσέπες μου τα χρήματα που θα μου χρειαστούν για το ταξίδι που από μήνες ονειρεύονται κοντά τους… Στρατιώτες, πάμε! Πιάσαμε τον επαναστάτη! Μόλις πληρωθούμε, πριν φύγω για Ιταλία, κερνώ κρασί στην ταβέρνα! Μάλχο, πάρε και τους δικούς σου, πάμε όλοι μαζύ τον Ιησού στους άρχοντες! Άντε, πάμε!
Μάλχος: Άντε, πάμε!
Ιησούς: Πάμε, λοιπόν, το ποτήρι, που μου έχει δώσει ο Πατέρας, είμαι πανέτοιμος από καιρό και δε θ’ αρνηθώ σήμερα να το πιω…