Στην Κίσαμο ένας παπάς σε χρόνια που ‘χουν φύγει,
του κληρικού καθήκοντα ασκούσε όσο λίγοι.
Λίγο προτού την κατοχή έγινε ιερέας
και ενορία του ‘δωσαν από τας πιο ωραίας.
Εδρα του είχε την Κερά, όμορφο χωριουδάκι
κι έφτανε στα πιο μακρινά μέρη με γαϊδουράκι.
Από τη Ρόκα άρχιζε και ως τα Τρία αλώνια
έφταν’ η ενορία του εκείνανα τα χρόνια.
Την κατοχή τον έστησαν δύο τρεις φορές στον τοίχο,
οι Γερμανοί και γράφω του για τούτο ένα στίχο.
Τη μια φορά εσώθηκε από Ναζί λευίτη,
π’ υπηρετούσε στο στρατό τση κατοχής στη Κρήτη.
Λίγο πριν την εκτέλεση σταμάτησε μπροστά του
και τη ριπή επρόλαβε εκείνη του θανάτου.
Ετσι μετά την κατοχή συνέχισε να τρέχει,
στα χωριουδάκι όπως παλιά ανε βροντά και βρέχει.
Πότε σε γάμους έτρεχε, πότε σε πανηγύρια,
όλα στην ενορία του τελούσε τα μυστήρια.
Καβάλα στο γαϊδούρι του, με κρύο και με κάψα,
ασκούσε το λειτούργημα, αυτό που τον ετάξαν.
Κάθε φορά στο δρόμο του π’ άνθρωπο συναντούσε.
γνωστό, αλλά και άγνωστο, θερμά τον χαιρετούσε.
Το γαϊδουράκι έμαθε μονάχο δίχως κόπο,
να σταματά σαν έβλεπε μια συντροφιά ανθρώπω.
Κι ύστερα μ’ ένα πρόσταγμα συνέχιζε το δρόμο,
δεν το χτυπούσε μ’ απαλά το χάϊδευε στον ώμο.
Την ιστορία άκουσα απ’ τον Μητροπολίτη
Χανίων τον Δαμασκηνό, μα βέρο Κισαμίτη.
Και την πιστεύω απόλυτα, σαν να τη βλέπ’ ομπρός μου
γιατί εκείνος ο παπάς ήταν ο πεθερός μου.
Ενα ακόμα θα σας πω για τούτο το λευίτη,
λίγοι πέρασαν σαν κι αυτόν απ’ του Θεού το σπίτι.