Με τις πρώτες κάψες του καλοκαιριού κάναμε κι εμείς την κοπάνα μας σαν καλά μαθητούδια από το γυμνάσιο Βάμου και με τα πόδια πηγαίναμε στην απόμερη παραλία της Κεράς για να βουτήξουμε και να μη μας βλέπει ανθρώπου μάτι.
Σκαρφαλώναμε στο νησάκι Κάραβος και δώστου βουτακίδια και πατητές ο ένας τον άλλο μέχρι να βγάλει μπουμπουλήθρες… άλλοι βουτούσαν με τα πόδια πιάνοντας σφιχτά την οικογένεια, άλλοι με την κοιλιά που έκαναν ένα πλάτσ, κι άκουγες ένα ωχ κι άλλοι με την κεφαλή που πήγαιναν καρφί στον πάτο.
Ήταν μεγάλη μαγκιά τότε να πιάσεις πάτο στο μεγάλο βάθος, και ν’ ανέβεις πάνω κρατώντας κάνα βοτσαλάκι.
Παίζαμε και την πυραμίδα στα ανάβαθα, την μακρέ γαϊδούρα και μακροβούτια αναπνοής με τα μάτια ανοιχτά χωρίς μάσκα και βατραχοπέδιλα.
Ρουφούσαμε και καμιά πεταλίδα από τα βράχια, έτσι για κολατσιό.
Ούτε αντηλιακές κρέμες, ούτε καπελάκια, ούτε γυαλάκια ηλίου… ούτε την μαμά απ’ όξω να φωνάζει «όχι στα βαθιά Νικολάκη..
Αντί για μπανιερό που δεν κρατάγαμε, άλλοι βουτούσαν τσίτσιδοι κι άλλοι με τα κάθε λογής σωβρακάκια που φορούσαν, αλλά το πιο μοντέρνο ήταν του Μανούσου από ένα ημιορεινό χωριουδάκι που έγραφε από μπροστά κυλινδρόμυλοι Κρήτης, κι από πίσω εργοστάσιο Σούδας.
Ήταν το καλύτερο μποξεράκι τσι παρέας ολάσπρο κ πεντακάθαρο, φτιαγμένο από αλευροτσούβαλα και κανείς μας δεν τον περίπαιζε… αλλά κι αυτός ο μπαγάσας σιγά μην ντραπεί σιγά μην φοβηθεί δυο μέτρα λούμακας… το διασκέδαζε…
Μετά που μουλιάζαμε για τα καλά στα παγωμένα νερά της Κεράς κι άρχιζαν να τρίζουν τα αντόδια μας από το κρύο και την πείνα… κατακόκκινοι σαν τα πατζάρια από τσι ήλιους τόσες ώρες, ξεκινούσαμε για τα χωριά μας με τα πόδια τσιμπολογώντας στον δρόμο ό,τι φρούτο άρχιζε να κοκκινίζει . Ήταν τα καλύτερα μας μπάνια..!!!