Αν και ήταν ολίγον μεγαλούτσικος ο κάπταιν Σήφαλος από τα πέρα μετόχια,όλη η επαρχία έκανε δεήσεις στον ύψιστο, για να τον κάμει γαμπρό της.
Μεγάλα κουράδια με βοσκούς και μιτάτα στα όρη, μετόχια και χειμαδιά ήταν δικά του,σπιταρόνες στο χωριό, και μαγαζιά στήν πόλη είχε..
Ήταν και συντέκνοι με τον γέρω Βολούδη τον πολιτευτή…
-Ό,τι θέλεις σύντεκνε μην ντραπείς να μου το γυρέψεις..επαέ είμαι εγώ…
Παρόλα αυτά έφαε το αϊ σιχτίρ της χρονιάς του, από το μικρό Λενάκι.
–Να τονέ πάρεις Λενιώ μου να τονέ πάρεις τον Aρχοντα, πού είναι και αψηλός κι είναι και νοικοκύρης… να σωθείς κι εσύ παιδάκι μου,και να σωθούμενε κι εμείς ούλοι μας… χαρώτο…
εκαλόπιανε την μικρή Ελενίτσα η μάνα της… όταν της ήρθαν τα καλά χαμπέρια από την προξενήτρα .
-Σας έφεξε η τύχη σας Μαρίκα μου ..σας έφεξε για τα καλά..την είδε την Κυριακή στην εκκλησία κι εκουζουλάθηκε από τα κάλλη τζη… άσε που δεν θέλει και πράμα ..θα τηνέ πάρει λέει με το ξερό τζη το βρακί..
Τέτοια τύχη Μαριγώ μου μην την πετάξετε.
Εκείνη την ώρα γύρναγε κατάκοπος απ΄ το σκαπέτι κι ο μπάρμπα Νικόλας… και μόλις είδε την σουρλουλού εμυγιάστηκε
-Καλώς τονε τον άντρα μου τον κουβαλητή..έλα κάτσε δίπλα μας να ξεκουραστείς, να σου βάλω και μια τσικουδιά να ξεδρώσεις ..άρχισε την μαλαγάνα η Μαριγώ..για να του σερβίρει το μαντάτο..
-Ιντα χαμπέρια Καλλιόπη… ποιο κελεπούρι παντρεύεις πάλι.
-Μπαμπά θέλει να με παντρέψει με εκείνο να τον ανατζούμπαλο τον Σήφαλο, μα εγώ δεν τονε θέλω… να τονε πάρει αυτή πες της τον μπαμπόγερο…
-Σώπασε εσύ κόρη μου και μην κλαουρίζεις, μα δεν σ΄έχω εγώ του πεταμάτου, να σε δώσω σ΄εκείνο να τον κοιλαρά..
-Μα κύριε Νίκο διώχνετε την τύχη της κόρης σας ,και δεν θα ξαναβρείτε τέτοια ευκαιρία…
-Απόφαγες το νερατζάκι σου Καλλιόπη… ε άντε στην ευκή του θεού και τσι Παναγίας να μην αρπάξω την κατσούνα…
Δεν ντρέπεσαι βρε αθεόφοβη λίγο -λίγο, 16 χρονών κοπελιδάκι να θέλεις να μου το παντρέψεις με ένα πενηντάρη..
Ου να μου χαθείς πορτογύρα..!!!