Τετάρτη, 18 Σεπτεμβρίου, 2024

Το ρεμπέτικο τραγούδι

Το τραγούδι, όπως και κάθε έργο τέχνης, καθρεφτίζει την ψυχοσύνθεση, τη ζωή και την ιστορία του ανθρώπινου συνόλου, όπου γεννιέται. Τα τραγούδια της πόλης εκφράζουν τη ζωή στα αστικά κέντρα. Αυτά, όμως, δέχονται στους κόλπους τους διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Είναι οι ευγενείς πλούσιοι, οι αστοί, οι μικροαστοί και οι εργάτες, οι άνθρωποι δηλαδή του μόχθου.

H φτώχεια στην πόλη είναι στυγνότερη, η αλληλοβοήθεια του χωριού απουσιάζει, καθώς και η συνδρομή του φυσικού περίγυρου. Η κοινωνική και οικονομική ανομοιομορφία των λαϊκών τάξεων της πόλης δημιουργεί μικρότερους κύκλους κοινής ζωής.
Το τμήμα, το οποίο ζει σε κάποια ανθρωπινότερη βαθμίδα, χωρίς να ξεπερνά τα όρια του λαϊκού βιοτικού επιπέδου, παρουσιάζει ηθική ευρωστία, ψυχική ισορροπία και αγωνιστική διάθεση. Δημιουργεί τραγούδια, που προσεγγίζουν εκείνα της υπαίθρου, που έχουν τα χαρακτηριστικά της ύγειας ελληνικής κοινωνίας, τη λεβεντιά, την αισιοδοξία, τη σεμνότητα, την ευγένεια των αισθημάτων, το μέτρο και γενικά ψυχική ισορροπία.
Το άλλο τμήμα είναι ο θλιβερός υπόκοσμος, οι “πρώην άνθρωποι” του Γκόρκυ και οι “Μοιραίοι” του Βάρναλη. Είναι οι άνθρωποι της πόλης που κατάντησαν στην έσχατη εξαθλίωση, με τελική κατάληξη την αλητεία, την πορνεία και το έγκλημα.
Ο κόσμος της παραβατικότητας, των καταγωγίων, των κακόφημων σπιτιών, των κακοποιών στοιχείων, των εξαθλιωμένων τύπων, που έσερναν μια ζωή υπανθρώπινη και σκοτεινή, είχαν τα δικά τους τραγούδια, τα «βλάμικα» ή τα ρεμπέτικα, όπως τα είπαν αργότερα.
Το ρεμπέτικο τραγούδι γεννήθηκε στην Πόλη και τα άλλα αστικά κέντρα της Μ. Ασίας. Eχει έντονο ανατολίτικο χαρακτήρα και επιδράσεις. Ακόμη και η ονομασία του είναι τούρκικη. (“Ρεμπέτ” θα πει “εκτός νόμου”, αναρχικός). Μεταφυτεύτηκε στον Πειραιά και σε άλλα ελληνικά λιμάνια και στην Αθήνα.
Η αθρόα εγκατάσταση των προσφύγων στα μεγάλα αστικά κέντρα ολοκλήρωσε τη διαδικασία αυτή.
Γνωρίζουμε καλά όλοι ότι η μορφή και το περιεχόμενο του ρεμπέτικου τραγουδιού απέχει στάδια και παρασάγγες του δημοτικού τραγουδιού. Εκείνο είναι δημιούργημα του καθαρού και αμόλευτου αγέρα των βουνών. Το διατρέχει η λευτεριά, η λεβεντιά, η ανδρεία, η ιδέα, η θυσία του ανθρώπου γι’ αυτή. Το ρεμπέτικο τραγούδι υμνεί την παραβατικότητα, τη ρυπαρότητα των πράξεων, τα κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα, το φόβο των ηρώων του, την έλλειψη ανδρείας και ευψυχίας, τη χρήση των ναρκωτικών.
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, αλλά κυρίως μετά τον πόλεμο, το τραγούδι αυτό γνώρισε σχετική άνθιση. Βγήκε από τα καταγώγια και πέρασε στις λαϊκές ταβέρνες και αγαπήθηκε από σχετικά πλατειές ανθρώπινες μάζες. Οι αιτίες είναι πολλές, η ανάλυσή τους, όμως, παρέλκει, αφού δε μπορεί να γίνει σε περιορισμένα χρονικά όρια.
Ωστόσο σημειώνουμε:
Στα χρόνια αυτά σημειώθηκε εθνική καθοδική πορεία. Η Μεγάλη Ιδέα ενταφιάστηκε στα ερείπια της Σμύρνης. Τα πανεθνικά δημοτικά τραγούδια εν μέρει λησμονήθηκαν. Οι πόλεμοι, η οικονομική κρίση του 1929, οι κοινωνικές συγκρούσεις, η έλλειψη ελπίδας και ονείρου, οι πληθυσμιακές αναμείξεις, η αυξανόμενη αστυφιλία, οι αρρώστιες, η γήρανση και απολίθωση των πολιτικών κομμάτων, έφεραν, όχι τη ρώμη και την υγεία, αλλά τη φθορά και την εκφύλιση.
Η αριστοκρατία, η κυρίαρχη δηλαδή τάξη, αφ’ ενός μεν δεν είχε δικά της τραγούδια, αφ’ ετέρου περιφρονούσε ή αγνοούσε τα δημοτικά. Μετακατοχικά άρχισε να προτιμάει για τόπο γλεντιού τη λαϊκή ταβέρνα. Εκεί άκουσε και δειλά τραγούδησε το ρεμπέτικο τραγούδι, απέφυγε όμως να το φέρει στο σπίτι, ως άσεμνο.
Σήμερα το ρεμπέτικο τραγούδι, μολονότι δημιούργημα ενός τμήματος του λαού των πόλεων, εκφράζει το σύνολο του αστικού δημοτικού τραγουδιού. Αυτό εξηγείται από την ομοιότητα των βιοτικών –ειδικότερα των ψυχολογικών- συνθηκών του λαού των πόλεων, που ζει σε ατμόσφαιρα μολυσμένη από τις αναθυμιάσεις του σύγχρονου κοινωνικού βούρκου.
Κλείνοντας, νομίζω ότι πρέπει να γίνει μια επισήμανση: Κάποια τραγούδια που τα έχουν συνθέσει γνωστοί και επώνυμοι ποιητές πυραμιδώθηκαν στο ύψος του δημοτικού τραγουδιού, που συνθέτης και τραγουδιστής του είναι ο λαός. Παράδειγμα ο “Γερο-Δήμος” του Βαλαωρίτη, “Το Κλεφτόπουλο” του Παύλου Λάμπρου, ο “Ερωτόκριτος” του Κορνάρου.
Ετσι και κάποια ρεμπέτικα τραγούδια, που συνέθεσαν και τραγούδησαν ταλαντούχοι ρεμπέτες, όπως ο Τσιτσάνης και άλλοι, μετεωρίστηκαν στο ύψος του δημοτικού τραγουδιού και πύργωσαν στις ψυχές του λαού.
Χρέος έχουμε να διατηρήσουμε αναλλοίωτη κάθε μορφή του λαϊκού πολιτισμού, άρα και του ρεμπέτικου τραγουδιού. Με αναζητήσεις, μελέτες, εκδηλώσεις σχετικές μπορούμε να κάνουμε προσφορά στον αγώνα για τη διάσωση του λαϊκού πολιτισμού και ν’ ανοίξουμε δρόμους στην έρευνα, στη  μελέτη και στη γνώση του μουσικού αυτού είδους, που συζητήθηκε πολύ και ερευνήθηκε λίγο.
Δύο ρεμπέτικα τραγούδια που σφραγίζουν το τέλος του 19ου αιώνα:

Α) οι φυλακές του Συγγρού
Μέσ’ στου Συγγρού τη φυλακή σκοτώσαν ένα χασικλή./ Τρεις μαχαιριές του δώσανε, στον τόπο τον ξαπλώσανε./ Τράβα μαχαίρι, δώσ’ του τρεις,
για το χατήρι της μικρής./ Τράβα μαχαίρι δώσ’ μου μια, και χτύπησέ με στη καρδιά./ Τράβα το γιαταγάνι σου, το αίμα μου χαλάλι σου./ Κάλλιά ’χω δέκα μαχαιριές, παρά τα λόγια που μου λες.

Β) Δεν υπάρχει δικαιοσύνη
Οι πρόεδροι κι’ οι ’σαγγελείς μπουχτήσανε στις μάσες,/ τρώνε από την κλεφτουριά παν’ κάνουν φίνες μπάζες./ Οι δικηγόροι, οι γραμματείς, ένορκοι και εφέται,/ έχουν πνιγεί μεσ’ στα λεφτά και κουβαλάνε φέρτε./
Ένας φτωχός κι αν δικαστεί, χρόνια θε να φορτώσει,/ γιατί δεν έχει τα λεφτά  την έδρα να μπουκώσει./ Σαν είναι ’κάνας πλούσιος, ευθύς τον απαλλάσσουν/ ξέρουν τα εκατομμύρια σε λίγο θα αρπάξουν.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα