Το ρεπορτάζ, συνήθιζε να λέει ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, είναι το μυθιστόρημα της πραγματικής ζωής. Ποια ήταν όμως, η προσωπικότητα του Μάρκες και με ποιον ακριβώς τρόπο η λογοτεχνία του βρέθηκε στο επίκεντρο της παγκόσμιας σκηνής; Τι ρόλο, βάρος, διεκδίκησε η δημοσιογραφία; Πώς δούλευε ο ίδιος και πώς σκεφτόταν; Ποιες, και γιατί ήταν θαυμαστές οι εντυπώσεις των παιδικών του χρόνων; Κι ακόμα, πώς συνέβαλε ως συγγραφέας στην εδραίωση της ισπανικής γλώσσας;
υτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα στα οποία απαντούν, με κοινή τους συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Μάρκες ή “Γκάμπο”, δύο στενοί του φίλοι και συνεργάτες, σημαντικοί συγγραφείς και οι ίδιοι.
Ο λόγος είναι για τον Δάσο Σαλντίβαρ, τον πρώτο βιογράφο του Μάρκες με το βιβλίο του “Το ταξίδι στην πηγή”, που είναι και μελετητής της κολομβιανής λογοτεχνίας, και για τον Ουίλιαμ Οσπίνα, ποιητή, ιστορικό μυθιστοριογράφο και αρθρογράφο, που έχει τιμηθεί με το διεθνές Βραβείο Romulo Callegos για το βιβλίο του “Η χώρα της κανέλας”.
Οι δύο συγγραφείς ταξίδεψαν από την Κολομβία στην Ελλάδα με την ευκαιρία του 7ου Ιβηροαμερικανικού Φεστιβάλ Literatura en Atenas, που πραγματοποιείται από την περασμένη Δευτέρα σε ποικίλους αθηναϊκούς χώρους, και ολοκληρώνεται σήμερα Σάββατο και ώρα 9:30μ.μ. στο Polis Art Café της Στοάς του Βιβλίου, με τάνγκο του Ρίο δε λα Πλάτα τα οποία θα τραγουδήσει η Ουρουγουανή Ζανέτ Καπούγια (στο φεστιβάλ έλαβαν μέρος συγγραφείς από τις χώρες της λατινοαμερικανικής ηπείρου και της ιβηρικής χερσονήσου).
«Αν ο Μάρκες δεν είχε γεννηθεί στο Αρακατάκα της Μαγδαλένα και στο οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε» ξεκινάει την εξιστόρησή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δ. Σαλντίβαρ, «μπορεί να ήταν αρκετά διαφορετικός από αυτόν που ξέρουμε, μπορεί να μην ήταν καν συγγραφέας.
Οι ρίζες του τον καθόρισαν. Ο παππούς του ήταν ο Νικολάς Μάρκες και υπήρξε το σημαντικότερο πρόσωπο της ζωής του. Συνταγματάρχης στον πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ των Συντηρητικών και των Φιλελεύθερων στο τέλος του 19ου αιώνα στην Κολομβία, ο παππούς μετέδωσε στον εγγονό όλα τα πολεμικά του βιώματα, μαθαίνοντάς του τι θα πει πόνος, φόβος, αλλά και ελπίδα.
Πρόκειται για τον συνταγματάρχη που πρωταγωνιστεί στα “Εκατό χρόνια μοναξιάς”. Μια πληγή στο κορμί του παππού από τον πόλεμο, τον έκανε σύμβολο στα μάτια του Γκάμπο ενώ η πατρογονική φράση που τον προσδιόρισε ήταν εμβληματική: “Δεν ξέρεις πόσο ζυγίζει ένας νεκρός”.
Δεν ήταν μικρότερη η επίδραση που άσκησε στον Μάρκες η γιαγιά του: μια γιαγιά η οποία τον διαπαιδαγώγησε με την κουλτούρα της βορειοδυτικής Κολομβίας, λέγοντάς του επίσης ιστορίες από τον πόλεμο. Με τη διαφορά πως στις δικές της ιστορίες οι νεκροί του πολέμου ζούσαν και βασίλευαν.
Ένα γεγονός, για να πάμε πέρα από τα πρόσωπα, που τον σημάδεψε ήταν η δολοφονική επίθεση του κολομβιανού στρατού το 1928, όταν ο ίδιος ήταν ακόμη νεογέννητο, εναντίον ανυπεράσπιστων εργατών οι οποίοι διαδήλωναν για το ψωμί τους. Τέλος, εκείνη που μύησε τον Μάρκες στη λογοτεχνία, ήδη από τα οχτώ του χρόνια, ήταν η δασκάλα του. Την είχε ερωτευτεί και της άρεσε να του απαγγέλλει ποίηση από τον Χρυσό Ισπανικό Αιώνα ή να του διαβάζει τις “Χίλιες και μία νύχτες”».
Και τι συνέβη όταν η λογοτεχνία πήρε το πάνω χέρι; «Ο Μάρκες» λέει με έμφαση ο Ουιλ. Οσπίνα «μετέφερε τα παιδικά του χρόνια στα μυθιστορήματά του με μαγικό τρόπο. Όταν καταπιάστηκε με το να συνθέσει την αυτοβιογραφία του, την οποία άφησε ημιτελή (η αφήγηση κάλυψε την περίοδο μέχρι τα σαράντα του), έκανε το ίδιο πράγμα, αλλά, αυτή τη φορά, με ρεαλιστικό τρόπο. Μόνο έτσι θα μπορούσε να πετύχει ό,τι προηγουμένως είχε πετύχει με την παραμυθία του».
Η ιστορική εμπειρία της χώρας του έπαιξε τον δικό της ρόλο στη διαμόρφωση της ψυχολογικής και της λογοτεχνικής ταυτότητας του Μάρκες. Όπως εξηγεί ο Δ. Σαλντίβαρ «οι ολιγαρχικές και οι συντηρητικές δυνάμεις σκότωσαν το 1948, χρονολογία που εγκαινιάζει μια μακρά περίοδο βίας, τον Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν, τον ηγέτη της Αριστεράς και μεγαλύτερο πολιτικό της Κολομβίας, που αν ζούσε θα είχε αναλάβει τα ηνία έθνους. Τότε ο Μάρκες ενηλικιώθηκε: έπαψε να γράφει νεφελώδεις ιστορίες, και αποκτώντας συγκροτημένη πολιτική συνείδηση έγινε δημοσιογράφος και συγγραφέας».
Και εφόσον η συζήτηση είναι περί δημοσιογραφίας, πώς συνταίριαξε ο Μάρκες το δημοσιογραφικό επάγγελμα με την τέχνη του μυθιστορήματος; «Η λογοτεχνία» παρατηρεί ο Ουιλ. Οσπίνα «σχετίζεται με τη δημοσιογραφία υπό την έννοια ότι έχει συνεχή επαφή με την καθημερινή, λαϊκή γλώσσα. Πολλοί συγγραφείς προερχόμενοι από τη δημοσιογραφία γνώρισαν μεγάλη απήχηση επειδή ήξεραν πώς να απευθύνουν τα μηνύματά τους στο ευρύ κοινό. Έτσι κι ο Μάρκες, που συνδύαζε την τρέλα της δημιουργίας με την αυστηρότητα της λογικής πειθαρχίας». Ο Δ. Σαλντίβαρ σπεύδει εδώ να συμπληρώσει: «Η λογοτεχνία του Μάρκες τροφοδοτούνταν από το δημοσιογραφικό γράψιμο και αντιστρόφως. Η δημοσιογραφία αποτυπώνει την πραγματικότητα του λαού της. Το ρεπορτάζ, έλεγε και ξαναέλεγε ο Μάρκες, είναι το μυθιστόρημα της πραγματικής ζωής».
Πώς, όμως, μεταμορφώθηκε ο Μάρκες σε πρωταγωνιστή της παγκόσμιας λογοτεχνικής ζωής; «Η κολομβιανή λογοτεχνία», σημειώνει ο Ουιλ. Οσπίνα, «έγινε ξαφνικά, με τον Μάρκες, διεθνής.
Τα στοιχεία, βεβαίως, που την έκαναν διεθνή προϋπήρχαν, στο πρόσωπό του, ωστόσο, διεθνοποιήθηκε όχι μόνο η λογοτεχνία της Κολομβίας, αλλά ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής. Κι αυτό είχε επίπτωση και στα ίδια τα ισπανικά. Μετά το λογοτεχνικό της μπουμ, η λατινοαμερικανική ήπειρος μετέτρεψε μιαν επιφανή και επίσημη γλώσσα, μια γλώσσα που τής ήρθε έξωθεν, σε γλώσσα ριζωμένη, πραγματική και σύγχρονη». Υπάρχουν, παρόλα αυτά, και άλλοι παράγοντες που συνέβαλαν στη διεθνοποίηση του Μάρκες. Τους ξεκαθαρίζει ο Δ. Σαλντίβαρ: «Ο Μάρκες έδωσε στα προσωπικά, οικογενειακά και τοπικά στοιχεία των ιστοριών του μια καθολική διάσταση, κατόρθωσε να μετατρέψει το προσωπικό σε παγκόσμιο χάρη στη δύναμη της φαντασίας και την αμέριστη ποιητική του διάθεση».