«Ελπίζω ότι δεν θα φτάσουμε σε κλιμάκωση» υποστήριξε ο πρωθυπουργός Κ Μητσοτάκης μετά το πέρας του Συμβουλίου Κορυφής της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες, την Παρασκευή.
Είχε προηγουμένως εξασφαλίσει την φραστική ισχυρή διπλωματική υποστήριξη των εταίρων απέναντι στην Τουρκία, η οποία δυστυχώς δεν μπορεί να μεταφραστεί και υλοποιηθεί σε συγκεκριμένα αντίποινα – κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας για την ΑΟΖ Τουρκίας- Λιβύης.
Την ίδια στιγμή στην Άγκυρα, ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας ανήγγειλε πομπωδώς ότι στο τέλος /αρχή του νέου χρόνου τουρκικό ερευνητικό πλοίο θα βρίσκεται για έρευνες στην τουρκο-λιβυκή ΑΟΖ.
Είναι εμφανές ότι η Αθήνα επιχειρεί να κερδίσει χρόνο απέναντι σε μια επισπεύδουσα Άγκυρα να δημιουργήσει «τετελεσμένα» απέναντι στην Ελλάδα στην περιοχή νοτίως της Κρήτης και όχι μόνον . Θεωρεί η κυβέρνηση ότι αν δημιουργηθεί «ένας χώρος» για διαβουλεύσεις Ελλάδας – Τουρκίας -μακροχρόνιες και μακρόσυρτες – ως συνήθως , η Τουρκία δεν θα έχει λόγο να επισπεύσει και να επιβάλει τα σχέδια της στην συνολική ΑΟΖ της Αν Μεσογείου ,( Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος κλπ.).
Γι’ αυτό άλλωστε, στην ίδια συνέντευξη τύπου στις Βρυξέλλες, ο κ Μητσοτάκης, εμμέσως αλλά σαφώς, «συνομίλησε» εξ αποστάσεως με τον κ Ερντογάν, επιμένοντας ότι ο δίαυλος επικοινωνίας Αθήνας Άγκυρας πρέπει να είναι πάση θυσία ανοιχτός ( με τις διαπραγματεύσεις για τα ΜΟΕ) και ενδεχομένως, πρόσθεσε, με νέες διερευνητικές συναντήσεις, αν μπορούμε να βρούμε κοινό τόπο για μεγάλα θέματα όπως οι θαλάσσιες ζώνες. Έκρινε όμως ως «μη παραγωγικό» το ενδεχόμενο άμεσης συνάντησης του με τον κ Ερντογάν «με την κλιμάκωση που υπάρχει».
Ασφαλείς διπλωματικές πληροφορίες αναφέρουν ότι ο κ Μητσοτάκης, πριν τη συνέντευξη τύπου στις Βρυξέλλες είχε βολιδοσκοπήσει την Άγκυρα για την πιθανότητα διερευνητικών επαφών/διαπραγματεύσεων με την Άγκυρα και συνάντησης τους « αλλά όχι τώρα, λόγω της έντασης».
Με τα δεδομένα αυτά η ελληνική κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να προτείνει στην Τουρκία ΑΝΟΙΧΤΟ ΔΙΜΕΡΗ ΔΙΑΛΟΓΟ με αντάλλαγμα την μείωση της έντασης από την Άγκυρα. Μια τέτοια εξέλιξη , σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να κερδίσει πολύτιμο χρόνο για να «ανασυντάξει» δυνάμεις και διαπραγματευτική τακτική και κυρίως να μην βρεθεί μπροστά στην εξαιρετικά δύσκολη θέση να πρέπει «εδώ και τώρα» να υπερασπίσει εθνικά συμφέροντα, αν ο Τ Ερντογάν προχωρήσει σε επιθετικές κινήσεις πέραν του δέοντος.
Από την αρχή της κρίσης με την τουρκο-λιβυκή ΑΟΖ, η Ελλάδα κινήθηκε διπλωματικώς, επιχειρώντας να αποσπάσει διεθνή στήριξη και αλληλεγγύη από εταίρους και συμμάχους, γνωρίζοντας πολύ καλώς, ότι δεν διαθέτει τα νομικά και τεχνικά ερείσματα, που θα επέβαλαν στην Τουρκία να σταματήσει πάραυτα τις κινήσεις της επί της ΑΟΖ.
Με άλλα λόγια το ισχυρό αδύναμο σημείο της ελληνικής κυβέρνησης ήταν και είναι ότι δεν μπορεί να παρουσιάσει διεθνώς συντεταγμένες της δικής της οριοθετημένης ΑΟΖ στην ίδια περιοχή ( τεχνικά στοιχεία) που θα της επέτρεπαν- μόνη της- χωρίς τη βοήθεια κανενός- να καταγγείλει (με νομικά στοιχεία) την παράνομη και αυθαίρετη ΑΟΖ Τουρκίας- Λιβύης , που πράγματι στρέφεται εναντίον ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην ΑΟΖ.
Δηλαδή, η Ελλάδα βρίσκεται στην δυσχερή και αδύναμη θέση να προβάλει διεθνώς «τα δίκια της» για μια ελληνική ΑΟΖ- φάντασμα, που δεν έχει οριοθετηθεί, δεν έχει κατατεθεί σε διεθνή οργανισμό (ΟΗΕ) προς έγκριση, εν ολίγοις δεν υπάρχει ούτε στα χαρτιά ούτε επί τόπου. (σσ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το Διεθνές Δίκαιο απαγορεύει ρητώς σε μια και μόνη χώρα να οριοθετήσει της «ΑΟΖ της» . Η οριοθέτηση γίνεται από κοινού με χώρα « απέναντι ή με παρακείμενες ακτές και οι συντεταγμένες κατατίθενται στην αρμόδια Επιτροπή του ΟΗΕ προς έγκριση. Όμως η Ελλάδα δεν έχει μπορέσει να οριοθετήσει την ΑΟΖ πχ Ελλάδας- Κύπρου ( με την Λευκωσία να παραμένει άκρως επιφυλακτική λόγω των συνεχών απειλών και επόμενου Αττίλα από την Τουρκία), ούτε με την Αίγυπτο , ούτε φυσικά πλέον και με τη Λιβύη).
Η ελληνική δυσχέρεια αποδεικνύεται και από το περιεχόμενο των ελληνικών επιστολών στον ΟΗΕ εναντίον της Τουρκίας , οι οποίες δεν είναι ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ σε βάρος της Άγκυρας, αλλά ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΕΣ επιστολές για την κατάσταση των πραγμάτων, με επίκληση στο Συμβούλιο Ασφαλείας να καταδικάσει το Μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης και να καλέσει τις δύο αυτές χώρες να απόσχουν από ενέργειες που παραβιάζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας (σσ χωρίς όμως να μπορεί να παρουσιάσει με νομική και τεχνική ακρίβεια που βρίσκονται αυτά).
Τα Ηνωμένα Έθνη από την πλευρά τους δεν διαθέτουν στο Καταστατικό τους διαδικασίες για να «επιβάλουν λύση» σε θέματα οριοθέτησης ΑΟΖ, όταν προηγουμένως δεν υπάρχει νομικά και τεχνικά κατοχυρωμένη καταγγελία, αλλά απλώς παρατηρήσεις και παράπονα. Αλλά ούτε και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε και το ΝΑΤΟ, αλλά ούτε και κάποια Τρίτη χώρα μονομερώς. Γι’ αυτό και όλοι οι Οργανισμοί, (πλην του ΟΗΕ) μπορεί να χαρακτηρίζουν αρνητικά τις κινήσεις της Τουρκίας, στην ΑΟΖ, αλλά ουδείς έχει τα μέσα (και κυρίως τη διάθεση και την αποφασιστικότητα) να καταδικάσουν με κυρώσεις την Άγκυρα.)
Η διαφαινόμενη ειλημμένη απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε ΔΙΜΕΡΗ ΔΙΑΛΟΓΟ εφ όλης της ύλης με την Τουρκία, (σσ η πρόθεση αυτή αναφέρεται άλλωστε και στις ελληνικές επιστολές προς τον ΟΗΕ) αποτελεί ένα βαρύ ρίσκο.
Η κυβέρνηση εμφανίζεται επισπεύδουσα να καθίσει στο τραπέζι του διμερούς διαλόγου με την Άγκυρα υπολογίζοντας ότι μια τέτοια διαδικασία θα πάρει πολύ χρόνο και επομένως η ίδια η κυβέρνηση και η θητεία της δεν θα κινδυνεύσουν άμεσα από βεβιασμένες επιθετικές κινήσεις της Άγκυρας, ενώ παράλληλα θα μειωθεί και στο εσωτερικό της κοινής γνώμης οι πιθανές ζωηρές κριτικές για «υποτονική» στάση της κυβέρνησης απέναντι στην Τουρκία.
Όμως η διαφαινόμενη διάθεση της κυβέρνησης να ανοίξει τον διμερή διάλογο με την Τουρκία ανατρέπει όλη τη μέχρι τώρα διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας και εγείρει σοβαρά ερωτηματικά για την έκβαση του. Φυσικά, ένας διάλογος δεν αποτελεί «ταμπού από μόνος του. Όμως είναι εκ προοιμίου άκρως επικίνδυνος για το σύνολο των ελληνικών συμφερόντων. Και τούτο επειδή η Άγκυρα με όλους τους επίσημους τρόπους και δηλώσεις της έχει καταστήσει σαφές ότι ο διμερής διάλογος θα περιλαμβάνει και την Αναθεώρηση των Συνθηκών και το θέμα της ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ελληνικών νήσων , έτσι ώστε η διαπραγμάτευση να καταλήξει σε «δίκαιη μοιρασιά» ( καζάν – καζάν) και αν δεν επιτευχθεί αυτό σε κατάσταση winwin ( δηλαδή , «δίκαιη» αλλά «άνιση» μοιρασιά 20%-80% υπερ της Τουρκίας…
Δηλαδή να θιγεί η ίδια η υπόσταση της Ελλάδας.