Κι αν δεν ξέρεις το πως… Ο ουρανός ξέρει το γιατί. Και να θυμάσαι. Γεύεσαι πάντα με την δική σου γεύση. Βλέπεις με τα δικά σου μάτια. Όχι των άλλων. Γι’ αυτό και οι άλλοι, είναι άλλοι. Αν οι άλλοι είσαι εσύ, τότε φίλε μου, το ‘χεις χάσει το παιχνίδι. Κι αν με ρωτήσεις ποιός είναι ο στόχος κι ο σκοπός μου. Θα σου πω, πως το αδύνατο θέλω. Όχι για κανέναν άλλο λόγο. Αλλά να… Είναι όμορφο το αδύνατο. Δεν μπορείς να το φτάσεις, με αυτό που συνηθίζεις να σκέφτεσαι.
Πρέπει να ξεπεράσεις το πεπερασμένο του νου. Και στου απείρου το κάλλος, να χαθείς. Είναι, στο φως να λούζεσαι. Και αυτό το φως να σε ζεσταίνει. Τις κρύες μέρες της καρδιάς. Τότε που σχεδόν τίποτα δεν φαίνεται. Μα είναι όλα κρυμμένα. Πίσω από ένα σκοτεινό υφάδι. Που πολύ θα ‘θελες, να το ξεμπλέξεις. Κλωστή τη κλωστή. Και νήμα το νήμα. Και να γεμίσεις χρώματα και μυρωδιές από γη. Βρεγμένη.
Σα το πρώτο δάκρυ. Τότε που γεννιέσαι. Τότε που το γέννησες κι αυτό. Δεν ξέρω. Μπορείς να ονομάσεις το αδύνατο με χίλια ονόματα. Κι ακόμα πιό πολλά. Μα ποιό είναι τ’ όνομά του, το πραγματικό, δεν ξέρεις. Και τι να ‘ναι τ’ όνομα άραγες ; Ίσως να ‘ναι αυτό που θέλεις να είσαι.
Κι αν δε σου αρέσει τ’ όνομά σου, θα πει πως υπάρχει κάτι που δεν είναι ταιριαστό στη ζήση σου. Περίεργο…. Αλλά πάντα ένιωθα πολύ τρυφερά για το αδύνατο. Σα να ήταν από πάντα δικό μου. Ίσως το μόνο δικό μου που είχα. Γι’ αυτό και το θέλω. Κι ας μείνει πάντα, αυτό που λέει τ’ όνομά του. Πάντα μου άρεσαν τα όρη. Κι οι αέρηδές τους.
Αυτοί, που μπαίνουν από όποια χαραμάδα βρούν. Και είναι το σφύριγμά τους, ένα τρυφερό νανούρισμα. Μοιάζει να είναι το τρυφερό νανούρισμα του αδύνατου. Που σε σκεπάζει απαλά. Λέγοντάς σου, πως οι μύθοι του κόσμου τούτου, παραμύθια είναι.
Οι πραγματικοί μύθοι, είναι οι μύθοι των αοράτων. Αυτών που σε συντροφεύαν. Όντε στο κατώφλι των καιρών καθόσουν σα παιδί. Που χαζεύει. Και το μαλώνουν γι’ αυτό. Μα δεν ξέρουν. Πως εκείνη την ώρα μεταμορφώνεται. Και χάνεται. Στο σχέδιο του αδύνατου. Και εφικτό το κάνει.