Κυριακή, 6 Οκτωβρίου, 2024

Το σχολείο της φύσης και της ζωής

Το μήνυμα που εκπέμπεται από αυτή την εισήγηση είναι ότι η γνώση και η μάθηση που οικοδομείται «βιωματικά και διερευνητικά» μέσα από την επικοινωνία των παιδιών με τη φύση και την προσωπική και συλλογική εμπλοκή τους σ’ αυτήν, διαμορφώνει «ευνοϊκά συναισθήματα και υψηλές επιδόσεις για τα όποια αντικείμενα μάθησης και κυρίως γι’ αυτά που αφορούν τη φύση και τις φυσικές επιστήμες.
Γιατί δεν φτάνει μόνο να γνωρίζεις αλλά και να αισθάνεσαι, επειδή το «να αισθάνεσαι» είναι εξίσου ή και περισσότερο σημαντικό από το «να γνωρίζεις» (5).
Η φύση συνεπώς, γίνεται η ίδια διδάσκουσα και οι δράσεις που συντελούνται από τα παιδιά, μ’ αυτήν και γι’ αυτήν, αποτελούν τη συναισθηματική νοημοσύνη και συνείδησή της, που συνήθως λειτουργεί επιστημονικά, αισθητικά, μυστικιστικά καμιά φορά.
Γι’ αυτό κάποιοι σκέφτονται μαζί της με τη λογική, δηλαδή επιστημονικά, κάποιοι άλλοι, περισσότερο ευαίσθητοι, την αντικρίζουν αισθητικά, μέσα από την αρμονία και την ομορφιά της, ενώ κάποιοι άλλοι συγκινούνται βαθιά από τις διαχρονικές φιλοσοφικές αλήθειες που ανακαλύπτουν σ’ αυτήν (4).
Έτσι τελικά όσοι τα καταφέρνουν «να συνομιλούν» με τη φύση, επικοινωνούν μαζί της αισθητηριακά (δηλαδή με τις αισθήσεις τους), αλλά και νοητικά και φιλοσοφικά (3).
Η φύση, συνεπώς, μπορεί να εμπνεύσει δημιουργικές και χαρούμενες εμπειρίες και στα παιδιά και στους διδάσκοντες, χωρίς αυτές να δημιουργούν πλήξη και ανία, όπως συνήθως συμβαίνει μέσα στη σχολική τάξη, με τη διδασκαλία του μοναδικού σχολικού βιβλίου.
Τα παιδιά κατανοούν, γνωρίζουν, θυμούνται και «συμπεριφέρονται» καλύτερα, όταν μαθαίνουν από την άμεση και προσωπική εμπειρία που προσφέρουν οι διεργασίες στη φύση (1, 2).
Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, στη σημερινή πολύπλοκη και πολυδιάστατη (ψηφιακή) πραγματικότητα, να διατηρήσουμε την επαφή των παιδιών με τους φυσικούς ρυθμούς και αλλαγές της φύσης, «φωτίζοντας διερευνητικά» τα φυσικά φαινόμενα που τις διέπουν.
Γιατί, έτσι, υπάρχει ελπίδα τα παιδιά να γνωρίσουν και να αγαπήσουν και τη φύση και τη ζωή.
Αφού βέβαια πρώτα οι εκπαιδευτικοί (όλων των βαθμίδων) και οι γονείς «συμφιλιωθούν» με τη φύση, τη ζωή, αλλά και με την εαυτό τους, για να μπορέσουν να μοιραστούν τη φύση με τα παιδιά, δίνοντας και παίρνοντας χαρά. Τη χαρά που δίνει η μυρωδιά της γης και οι ήχοι της φύσης.
Με βάση τις σκέψεις, απόψεις και θέσεις αυτές για τη σχέση των παιδιών με τη φύση, διαμορφώνουμε κάποιες «αρχές διδασκαλίας στη φύση και για τη φύση», που μπορούν να προκαλέσουν δημιουργικές μαθησιακές «δράσεις» και ευνοϊκά συναισθήματα, ικανά να εμπνεύσουν σ’ αυτά, «αγάπη και σεβασμό για τη φύση και τη ζωή», επιδίωξη που αποτελεί τον κορυφαίο σκοπό κάθε εκπαιδευτικού προγράμματος οίκο-περιβαλλοντικού προβληματισμού, αγωγής και παιδείας (2, 3, 4).

Αρχή 1. Ας διδάξουμε λιγότερο και ας μοιραστούμε περισσότερο
Γιατί πέρα από την ακαδημαϊκή διδασκαλία των οικολογικών δομών και λειτουργιών, σ’ ένα, διαφορετικό, βέβαια, γνωστικό επίπεδο, εξαιρετικά χρήσιμο και κυρίως αποτελεσματικό είναι «να συζητούμε με τα παιδιά, για το πώς νιώθουμε» για τη φύση. Δηλαδή δεν είναι αρκετό να αναφέρουμε την ονομασία μόνο ενός δένδρου. Αλλά να συζητούμε μ’ αυτά π.χ. για το δέος και το σεβασμό που αισθανόμαστε απέναντι στον τρόπο με τον οποίον το δένδρο αυτό κατάφερε να επιβιώσει στις συνθήκες που ζει.
Αλλά και για το πώς κατορθώνουν οι ρίζες του να βρουν τα θρεπτικά στοιχεία που χρειάζονται (4,7). Τα παιδιά ανταποκρίνονται στις παρατηρήσεις αυτές ευκολότερα απ’ ότι ανταποκρίνονται στις ερμηνείες ενός σχολικού διδακτικού βιβλίου, μέσα στην αίθουσα της σχολικής τάξης. Και μάλιστα το έντονο ενδιαφέρον των παιδιών «στις ανοιχτές τάξεις της φύσης» επηρεάζει θετικά και τις διαθέσεις και τις στάσεις των διδασκόντων, διευκολύνοντάς τους «να μοιραστούν μ’ αυτά» τις «βαθύτερες» σκέψεις και ιδέες τους, καθώς και τα συναισθήματά τους. Ενισχύοντας έτσι την αγάπη και το σεβασμό και των ίδιων και των μαθητών τους για τη φύση, χτίζοντας και μια «αμοιβαία εμπιστοσύνη» ανάμεσά τους, προϋπόθεση αναγκαία για κάθε μαθησιακή θεωρία, πράξη και διδακτική παρέμβαση.

Αρχή 2. Να είμαστε δεκτικοί, διαλεκτικοί, ευαίσθητοι και παρατηρητικοί
Δηλαδή «να ακούμε και να σεβόμαστε τις σκέψεις τους», αλλά και να βρισκόμαστε πάντα «σε εγρήγορση», ενώπιον των προβληματισμών τους.
Γιατί, κάθε σκέψη, σχόλιο, παρόρμηση, επιφώνημα ή παρατήρηση προσφέρει «ευκαιρία» για μαθησιακή επικοινωνία και «υλικό» για την οικοδόμηση της γνώσης (3,7).
Να βρισκόμαστε, συνεπώς, σε εγρήγορση, «παρατηρώντας» τι συμβαίνει, στη φύση, γύρω μας, κάθε λεπτό, γιατί πάντα ξετυλίγεται κάτι ενδιαφέρον, συναρπαστικό και ίσως σπάνιο, αρκεί να συζητούμε μαζί τους για ζητήματα, προβλήματα και καταστάσεις που «προκαλούν την περιέργειά τους». Και τούτο επειδή η «εργασία στην ύπαιθρο, στη φύση και στη ζωή» δημιουργεί πάντα έναν ενθουσιασμό στα παιδιά, τον οποίον μπορούμε, επιδέξια, να κατευθύνουμε προς τη μάθηση.

Αρχή 3. Να προκαλούμε την προσοχή των μαθητών
Η πρόκληση της προσοχής των παιδιών μπορεί να γίνει με παρατηρήσεις και ερωτήσεις, καθώς και με ενδιαφέρουσες και ελκυστικές εικόνες και ήχους και γενικότερα ότι -αισθητηριακά- κεντρίζει το ενδιαφέρον τους, γιατί τα περισσότερα παιδιά, σήμερα, «δεν έχουν συνηθίσει και μάθει να παρατηρούν τη φύση», από κοντά. Γι’ αυτό χρειάζεται να κατευθύνουμε τα παιδιά «να ανακαλύπτουν«» εικόνες, ίχνη, χρώματα, τροφές, οσμές, σχέσεις (τροφικές και μη) και άλλα πράγματα και συμβάντα στη φύση, που αναδεικνύουν και οξύνουν την παρατηρητικότητά τους.

Αρχή 4. Πρώτα να παρατηρούμε για να γνωρίζουμε και μετά να συζητούμε
Υπάρχουν στιγμές που οι εικόνες της φύσης ελκύουν την προσοχή των παιδιών. Μια πανέμορφη πεταλούδα, μια μοναχική χελώνα, ένα χαριτωμένο πουλί, μια περίεργη κάμπια, ένα όμορφο λουλούδι, ένα θρόισμα του ανέμου, αποτελούν στιγμιότυπα έκπληξης και θαυμασμού για τα παιδιά, παρόλο που για τους μεγάλους, οι εικόνες αυτές συνιστούν συνηθισμένα -ίσως και ανιαρά γι’ αυτούς- συμβάντα.
Ωστόσο τα παιδιά έχουν μια ιδιαίτερη ικανότητα να απορροφώνται τελείως από αυτό που παρατηρούν. Έτσι κατανοούν πολύ καλύτερα τα πράγματα που τα περιβάλλουν, «όταν γίνονται ένα μαζί τους», και όχι όταν τα γνωρίζουν «εμμέσως» από τρίτους. Με άλλα λόγια «σπάνια ξεχνούν μια άμεση, βιωμένη, εμπειρία». Γι’ αυτό και δεν πρέπει να ανησυχούμε για το αν τα παιδιά δεν γνωρίζουν τα ονόματα των φυτών και των ζώων, αφού τα ονόματα αυτά -απλώς- είναι ετικέτες των οργανισμών. Γιατί όπως «το είναι» μας δεν καθορίζεται μόνο από το όνομα ή το παρουσιαστικό μας, έτσι και μια βελανιδιά είναι κάτι περισσότερο από το όνομα και τα χαρακτηριστικά της (4). Θα την εκτιμήσουμε περισσότερο αν παρακολουθήσουμε και εξετάσουμε τις αλλαγές της, στο φως, σε διάφορες ώρες της ημέρας, ή την παρατηρήσουμε από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Επίσης αν «αισθανθούμε και μυρίσουμε» τον κορμό και τα φύλλα της ή αν καθίσουμε “ήσυχα” κάτω από τα κλαδιά της ή και “παρατηρήσουμε” όλα τα είδη που ζουν -αλληλεξαρτώμενα- μέσα και γύρω απ’ αυτήν.
Να παρατηρήσουμε -λοιπόν- να αναρωτηθούμε και να μαντέψουμε (δηλαδή να υποθέσουμε), για «να γνωρίσουμε και. να μάθουμε».

Αρχή 5. Να μαθαίνουμε απολαμβάνοντας τη χαρά και την ομορφιά της γνώσης, της φύσης και της ζωής
Γιατί τα παιδιά, από τη φύση τους, «θέλουν να μαθαίνουν», όταν το κλίμα της διδασκαλίας είναι χαρούμενο, ενθαρρυντικό και ενθουσιώδες.
Μια τέτοια αισιόδοξη προοπτική στην εκπαιδευτική μας πράξη (μέσα και έξω από τη σχολική αίθουσα), ίσως να μπορεί να διαλύσει την ανιαρή και ζοφερή ατμόσφαιρα της σχολικής τάξης, η οποία πάντα υπονομεύει κάθε εφαρμογή θετικής εκπαιδευτικής πολιτικής (1, 2, 3).
Τελειώνοντας, κλείνω με τα λόγια του Joseph Cornell, βιωματικού δασκάλου ευαισθητοποίησης των παιδιών στη φύση και συγγραφέα του βιβλίου “Ας μοιραστούμε τη φύση με τα παιδιά”, το οποίον επηρέασε την εργασία αυτή, ο οποίος μας καλεί:
«Να αναπτύξουμε με κέφι, ενθουσιασμό και ευαισθησία, συμμετοχικές, βιωματικές και διερευνητικές εμπειρίες στη φύση, για να νιώσουμε το πρωτόγνωρο και πανέμορφο συναίσθημα της ανταλλαγής ενέργειας με τη δύναμη, τη σοφία και την πνευματικότητά της. Γιατί μέσα από τις μαθησιακές αυτές εμπειρίες, μπορούμε να καλλιεργήσουμε τη βαθιά επαφή των παιδιών με τη φύση, που έχει ιδιαίτερη αξία τόσο για την ανάπτυξη τους, όσο και για την κατανόηση της θέσης τους στον κόσμο».

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Αθανασάκης Α., Η περιβαλλοντική Αγωγή στη Δημοτική Εκπαίδευση και οι Τάσεις των Δασκάλων, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ, Ρέθυμνο 1993
2. Αθανασάκης Α., Διαδικασίες μάθησης Φυσικών Επιστημών μέσα και έξω από το σχολείο, ΧΡ.ΔΑΡΔΑΝΟΣ, 2008.
3. Αθανασάκης Α., Η αισθητοποίηση της φύσης ως διαμεσολάβηση της σχέσης επιστήμης και τέχνης, Πρακτικά 1ου Διεθνούς Διεπιστημονικού Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών: Επιστήμη και Τέχνη, Αθήνα 2005.
4. Cornell J., Sharing the Joy of Nature, DAWN PUBL., Nevada City, California 1989
5. Carson R., The sense of wonder, Rome 1961.
6. Μάρκος A., Φύση και Άνθρωπος στην Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία, LEADER BOOKS Αθήνα 2001.
7.  Μπαγιάτη Ε., Σταμούλη Β., Αυθόρμητες αντιλήψεις των μαθητών γενικής και ειδικής αγωγής για τη Φύση, Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου Ένωσης Ελλήνων Φυσικών για τις Επιστήμες της Εκπαίδευσης, Αθήνα, Ιούνιος 2014.

*Καθηγητής Περιβαλλοντικών
Επιστημών – Συγγραφέας

===
Το κείμενο αποτελεί την εισήγηση του κ. Αρτέμη Μ. Αθανασάκη, που πραγματοποιήθηκε στις 10 Αυγούστου 2016, στην εκδήλωση, στο Καστέλλι Κισάμου, στο πλαίσιο των Γραμπούσιων 2016.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα