Συνεχίζουν ακόμα οι ηλικιωμένοι να έχουν πολλές ανησυχίες που βλέπουν μπροστά τους να χάνονται όλες σχεδόν οι συνήθειες και οι παροιμίες που αυτοί πρώτοι βάλανε τα θεμέλιά τους.
Τις παλιές εποχές που ζήσανε είχανε συναντήσει πολλές δυσκολίες για να επιβιώνουν αλλά χάρις αυτών που πράτανε και μαζί με τα λίγα αυτοσχέδια μέσα που κατασκευάζανε μπορέσανε να έχουν πρόοδο προς το καλύτερο.
Πιστεύανε ότι οι προσπάθειές τους με τις ανάλογες συνήθειες δεν πήγανε χαμένες και φθάσανε εκεί που επιθυμούσε ο καθένας, και τις αφήσανε αργότερα να τις τηρούν οι διάδοχοί τους.
Υπόψιν ότι ένα μέρος από τις συνήθειες είχανε μεταξύ τους ορισμένες διαφορές ανάλογα του τόπου καταγωγής που τις εκτελούσανε αλλά το νόημά τους ήτανε σχεδόν το ίδιο.
Από αυτές οι περισσότερες ήτανε προς όφελος των ανθρώπων και συχνά τις χρησιμοποιούσανε για να έχουν την πρόοδο που επιθυμούσανε και πολύ λιγότερες για τους αδιάφορους που αμελούσανε να επωφεληθούν και ήτανε επιζήμιες προς αυτούς. Αυτές τις είχανε ως το κακό παράδειγμα οι οικογένειες για τα παιδιά.
Μέσα στις κακές συνήθειες ήτανε και αυτή που λέγανε: άι σιχτίρ που σήμαινε να φύγεις από μπροστά μου δεν θέλω να σε βλέπω στα μάτια μου αφού είχε προηγηθεί κάποια κακή συμπεριφορά ή ενέργεια ενός ή πολλών ατόμων.
Αυτή τη συνήθεια την φέρανε οι Μικρασιάτες όταν ήρθανε στον τόπο μας. Η ονομασία είναι τούρκικη και παρέμεινε να λέγεται και από τους Έλληνες αφού είχανε ζήσει πολλά χρόνια μαζί τους. Λέγεται συνήθως για όσους δεν ανταποκρίνονται σε καλές πράξεις και όταν δεν εκτελούν τις υποσχέσεις τους μέσα στο χώρο της κοινωνίας που ζούνε και στα επαγγέλματα που εκτελούν.
Όσο περνούσανε τα χρόνια δεχθήκανε εις τον τόπο μας ορισμένες αλλαγές ως προς τον τρόπο εφαρμογής και στο νόημά της μέσα στο σπίτι και έξω αυτού, όταν πραγματοποιούσανε τραπέζια φαγητού σε σύνολο ανθρώπων κ.λπ. όπως: το τελευταίο φαγητό που σερβίρανε στο τραπέζι ήτανε το πιλάφι με το βραστό κρέας και στη συνέχεια οφείλανε να φύγουνε οι καλεσμένοι. Έτσι πήρε την ονομασία να λένε το σιχτίρ πιλάφι και το εφαρμόζανε επί πολλά χρόνια. Όμως η συνήθεια αυτή πήρε τέλος πριν αρκετά χρόνια στον τόπο μας και σερβίρεται το πιλάφι και το κρέας στην αρχή στο τραπέζι και μετά ακολουθούν τα υπόλοιπα. Ενώ στο τέλος του τραπεζιού πήρανε τη θέση τα φρούτα ή τα γλυκά με την ξεχωριστή ονομασία: το επιδόρπιο και στη συνέχεια φεύγουν τα άτομα όταν ο χρόνος τους επιβάλλει.
Είναι όμως ανάγκη να αναφερθούμε σε λίγες εμφανίσεις της συνήθειας από τα πολλά χρόνια που έχουν περάσει: όπως την κατοχή σε μικρό χωριό του Βρύσινα ήτανε ένας χωριανός Μικρασιάτης που συνέχεια δημιουργούσε πολλές ανακατωσούρες με τους χωριανούς και όλοι του επαναλαμβάνανε το άι σιχτίρ: φύγε από κοντά μας, δεν θέλουμε να σε βλέπουμε. Όμως κάποιος από αυτούς που έβγαζε παρατσούκλια τον ονόμασε σιχτιρισμένο. Μετά δεν είχε το δικό του όνομα αλλά επικράτησε το καινούριο βαπτισμένο να τον φωνάζουν.
Ο μεγάλος του γιος που άκουγε και μάθαινε πως στον πατέρα του έχουν βγάλει παρατσούκλι μια ημέρα σταμάτησε ένα από αυτούς και του είπε: Αν άλλη φορά μάθω πως λέτε: εσύ και οι χωριανοί τον πατέρα μου με άλλο όνομα θα δουλέψει η κατσούνα μου και θα σας στείλω όλους στο νοσοκομείο. Αμέσως το μάθανε όλοι οι χωριανοί ότι θα γίνει φασαρία και περιορίστηκε να τον ονομάζουν με το παρατσούκλι του.
Επίσης ο ίδιος μας είπε ότι πριν από χρόνια που γιόρταζε ο εξάδελφός του έκανε τραπέζι στους συγγενείς και στους φίλους του. Είχε πολλές ετοιμασίες με πολλά φαγητά ακόμα και λαγό στιφάδο.
Όταν πλησιάζανε τα μεσάνυχτα φώναξε ο εξάδελφός του την γυναίκα του και της είπε: Βαγγελιώ, άμε να ετοιμάσεις το σιχτίρ πιλάφι γιατί οι περισσότεροι νυστάξανε και θα τους πάρει ο ύπνος.
Όλοι μόλις το ακούσανε παραξενευτήκανε και σκεφτήκανε ότι τους ζυγώνει να φύγουνε αλλά κανείς δεν μίλησε και περιμένανε το πιλάφι και το βραστό κρέας και μετά να του επιτεθούνε με λόγια.
Μετά από αρκετή ώρα φθάνει η νοικοκυρά από την κουζίνα και κρατούσε δύο φαγιάντζες λουκουμάδες με το πετιμέζι. Τότε, πήρε το λόγο ο εξάδελφός μου και λέει: ένα αστείο σας έκαμα για να δω ίντα θα μου πείτε. Σας είδα που κοίταζε ο ένας τον άλλο και πιστέψατε ότι θέλω να φύγετε; Και μέχρι το πρωί να κάτσετε εμένα δεν με νοιάζει. Μεζέδες και κρασί έχουμε, παρέα θέλω εγώ και δεν διώχνω ποτέ από το σπίτι μου τους ανθρώπους που αγαπώ και με αγαπούνε.
Πάλι ο ίδιος ηλικιωμένος μια άλλη μέρα στο καφενείο του χωριού που σμίξαμε είπε: ο Κώστας ο γείτονάς μου είχε πάει στο Βρύσινα και είχε βρει ένα κάρο ομανίτες αγκαθίτες και κάλεσε το βράδυ τους καλούς φίλους να τους προσφέρει το κυνήγι του και να τους κεράσει από το καινούριο του κρασί.
Όμως είχε έρθει στην παρέα και ένας άλλος χωριανός ακάλεστος που είχε μάθει το κάλεσμα των άλλων. Μόλις τον είδε ο Κωστής φώναξε τη γυναίκα του και της είπε στο αυτί: μόλις θα φάει μερικούς ομανίτες ο ατσούμπαλος να του πας ένα πιάτο πιλάφι για να φύγει γιατί δεν μπορώ να τον θωρώ στην παρέα που έχουμε. Πράγματι, το έκανε και μόλις είδε το πιλάφι έφυγε χωρίς να πει ούτε καληνύχτα. Έτσι το σιχτίρ πιλάφι έπιασε τόπο.
Η παραπάνω συνήθεια που την ονομάζανε και παροιμία ορισμένοι με το ίδιο βέβαια νόημα επικράτησε επί πολλά χρόνια στον τόπο μας και οι άνθρωποι ξεκαθαρίζανε όπως συνηθίζανε να λένε τους καλούς τους φίλους με τις οικογένειες με τους χωριανούς και με όλους τους συνεργάτες στις εργασίες και στο επάγγελμά τους.
Όμως σήμερα έχει σχεδόν ξεχαστεί και όταν ξαφνικά την ακούσουν να λέγεται τις ελάχιστες φορές απορούν οι νέοι και ρωτούν να μάθουν το νόημά της αλλά και συγχρόνως απαντούν ότι οι τούρκικες συνήθειες δεν μας χρειάζονται ούτε έχουν θέση στην πατρίδα μας και ότι εμείς έχουμε καλύτερες που ωφελούν παντού.