Oταν σου γελά η ομίχλη σου, ένα ρόδι σπάει στο προσκέφαλο της σιωπής. Κι ο δρόμος χάνεται μέσα της. Σα στιγμή που γκρεμίζεται. Και γίνεται χίλια δυό κομμάτια, στη πάχνη του άγνωστου. Που θαμποφέγγει σε ένα διαφορετικό ξημέρωμα. Άλλαξες. Κατά πως λένε τα γυμνά κλαδιά ψιθυρίζοντας το όνομα της θύελας. Και ‘συ συμφιλιώθηκες με το λυκαυγές σου. Δεχόμενος πρώτα πρώτα το λυκόφως σου. Αναπνέεις αχόρταγα τον παγωμένο άνεμο. Είναι ακριβό το καθάριο. Σπάνια το συναντάς. Πάντα όταν κοιτάς επί τα εντός, βλέπεις μακρύτερα. Μα σε πονάει το βλέμμα σου. Κι αυτό το πονεμένο βλέμμα, βλέπει παντού την ομορφιά. Στο τραγούδι του Αγριάγγελου. Και στο συναξάρι του σκοταδιού, κρύβεται η ανάσα σου. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο όταν είσαι χα’ί’νης των στιγμών. Και ανακαλύπτεις το τρυφερό. Που είναι το μειδίαμα της Αλκυόνας. Που σου υπόσχεται ζεστασιά μέσα στη χειμωνιάτικη πάχνη. Και ‘συ λες, πως αναμφίβολα έτσι θα ‘ναι. Και κρύβεις τα παγωμένα χέρια σου σ’ ένα μισοσβησμένο τσιγάρο και μιά γουλιά καφέ. Κι αφουγκράζεσαι το ψιθύρισμα των νιφάδων. Μιά χιονισμένη σιωπή, που καθαρίζει το νου. Δε ξημέρωσε ακόμα. Το σκοτάδι συνομωτεί με το είναι σου. Μόνο η ομίχλη συνεχίζει το χορό της γύρω από το φως του δρόμου. Κι είναι η σκέψη σου, ροκ μπαλάντα, μπροστά σ’ ένα καπνισμένο εικονοστάσι, στην άκρη της εθνικής οδού. Δεν ξέρω τι να σου πώ. Κι είναι τόσα που θέλω να σου ιστορήσω. Μα ο καιρός είναι χιονιάς. Και ο νους μπάζει από παντού Αγριαγγέλους.