Ξενυχτισμένοι γλεντοκόποι, τ’ αποτσίγαρα της σκέψης. Κι είναι τραγούδι π’ έρχεται. Τώρα. Που γεννιέται. Θέλω τόσα να σου πω. Μα, είναι η στιγμή, καφές που τελειώνει, όταν τον χρειάζεσαι περισσότερο. Μιά παλιά λάμπα, ασημοσκαλισμένη, είσαι. Σμιλεμένη από το βλέμμα που δεν είχα, για να σε δώ. Πόσο θα ταξιδέψουμε ακόμα. Κοντεύει ν’ ανέβει το φως. Κι ούτε μιά ιαχή από τους λύκους μου. Η συντροφιά κάνει το ταξίδι καινούργιο. Κάνει καινούργιους τους τόπους. Τους ξένους, δικούς σου. Ταλαντεύεσαι σαν εκκρεμές σε παλιό ρολόι. Που σταματά λίγο πριν την κατάλληλη ώρα. Λίγο πρίν βγείς στο ξέφωτο. Μετά από χρόνους πολλούς μέσα σε σκοτεινά δάση. Ακούω το πρώτο κελάηδισμα. Και ‘συ κοιμάσαι, σα θάλασσα μετά τη θύελα. Όλος ο κόσμος μιά αυγή. Μα εγώ είμαι σκοτάδι. Δε ξέρω αν σου το ‘πα ποτέ, μα, έμενα πάντα από τσιγάρα περιμένοντάς σε. Τα πιό μυρωδάτα κρίνα, αφήνουν πάντα μιά πικρή γεύση. Γκρίζα νέφελα πρίν την αυγή, οι σιωπές σου. Κι ο Έρωντάς σου συνωμοτικό κελάηδισμα, στο λυκαυγές.