Ο Κωνσταντίνος νεοφερμένος σ’ αυτήν την πανέμορφη νησιωτική πόλη: ψηλός, γεροδεμένος με καστανόξανθα μαλλιά και γαλαζοπράσινα μάτια. Περπατούσε αργά, αμήχανα. Μιλούσε στο κινητό. Μετά τάχυνε το βήμα του. Έδειχνε ανήσυχος σαν κάτι να έψαχνε. Ξαναμιλά στο κινητό. Ύψωσε τη φωνή του και κουνούσε τα χέρια του νευρικά. Για μια στιγμή, αφού τελείωσε τη συνομιλία του ακουμπά το κινητό του σ’ ένα μπεντένι, ένα τοιχαλάκι ανάμεσα απ’ τον δρόμο και τη θάλασσα. Ανασήκωσε τη ζώνη του παντελονιού, ίσιωσε με τα χέρια του τα μαλλιά του κι έφυγε βιαστικά, πιο κάτω μπήκε στο αυτοκίνητο του κι έφυγε. Πίσω του ακριβώς σε απόσταση τριάντα σαράντα μέτρων περπατούσε η Κατερίνα.
Είδε ότι ο άντρας ξέχασε το κινητό του, τάχυνε το βήμα της και το πήρε, αλλά δεν τον πρόλαβε. Είχε ήδη φύγει.
Λίγη ώρα αργότερα χτυπά το κινητό του. Το αναζητάει, σκέφτηκε η Κατερίνα, πρέπει να του το δώσω.
– Παρακαλώ;
– Α! Εσείς το βρήκατε το κινητό μου;
– Ευτυχώς, του απαντά. Πού είστε να σας το φέρω;
Της είπε ότι έμενε σ’ ένα ξενοδοχείο κοντά στην πόλη δίπλα στη θάλασσα.
– Θα κάνεις τον κόπο κοπελιά μου; Να ‘σαι καλά. Να σε γνωρίσουμε κιόλας. Πάντως έχεις γλυκύτατη νεανική φωνή.
– Να με γνωρίσετε; Α! Δεν αξίζει τον κόπο. Κοπελιά δεν είμαι. Είμαι μεγάλη γυναίκα, σχεδόν γριά και δεν βλέπομαι κιόλας. Θα σας απογοητεύσω. Είμαι κοντή, είμαι χοντρή, κακοφτιαγμένη και αγράμματη. Τέλος πάντων έρχομαι. Ποιον να ζητήσω;
– Τον Κωνσταντίνο να ζητήσεις. Θα είμαστε στο σαλόνι του ξενοδοχείου με την παρέα μου.
Η Κατερίνα μεσόκοπη, μετρίου αναστήματος, λεπτή, καλλίγραμμη, μαυρισμένη, κομψά και νεανικά ντυμένη. Φορούσε καπέλο. Το αγαπημένο της καλοκαιρινό αξεσουάρ. Αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι η αυτοπεποίθηση της και το ιδιαίτερο χιούμορ της. Μπαίνει με αέρα και χαμόγελο.
– Χαιρετώ σας! Ψάχνω ένα αγόρι που ακούει στο όνομα Κωνσταντίνος. Ποιος από σας είναι;
Στην παρέα ήταν τέσσερις άνδρες και μία γυναίκα, κοπελιά.
– Μήπως είσαι η κοντή, η χοντρή, η κακοφτιαγμένη και η αγράμματη;
– Δεν είμαι;
– Κοίτα να δεις μια σύμπτωση! Τυχαίνει να μου αρέσουν και οι κοντές και οι χοντρές. Τρελαίνομαι για τις αγράμματες. Έλα εδώ κοπελιά μου που μας κάνεις και πλάκα.
Διασταυρώθηκαν τα βλέμματα τους. Τους επιβλήθηκε ένα έντονο συγκινησιακό συναίσθημα που τους έφερε ανατριχίλα και αμηχανία. Αυτό που το λένε κεραυνοβόλο έρωτα. Κάθισε δίπλα του.
– Μα πες μου βρε αγόρι μου, πόσο ερωτευμένος πρέπει να είσαι για να ξεχάσεις την παντόφλα; αυτό το τεράστιο κινητό σου. Έλα πάρε την παντόφλα σου. Γέλασε η παρέα. Ναι, αλλά ο ευρών αμειφθήσεται. Σκάσε μου ένα φιλάκι και είμαστε εντάξει. Άντε και να φύγω τώρα.
– Τώρα θα φύγεις; Α όχι! Ήρθες και θα μείνεις.
Μιλούσαν, γελούσαν, αστειεύονταν με μια άνεση και μια οικειότητα λες και γνωρίζονταν χρόνια. Μα τώρα ποιοι είναι αυτοί που ούτε μου συστήθηκαν: σκεφτόταν.
– Ποιος είσαι ρε; Από πού είσαι; και τι κάνεις εδώ;
– Αχ! Συγγνώμη κορίτσι μου. Πάνω στον ενθουσιασμό μου ούτε καν συστηθήκαμε. Εγώ είμαι ο Κωνσταντίνος, όπως κατάλαβες. Είμαι γιατρός ερευνητής και προσκλήθηκα από το πανεπιστήμιο της πόλης σου για μια έρευνα. Έρχομαι απ’ τη Γαλλία (Ελληνογάλλων). Εγώ, ο Αλέξανδρος και η Μαρινέτ.
– Η Γαλλοπούλα τι σου είναι;
– Κόρη μου.
– Να τη χαίρεσαι. Κούκλα είναι. Και ο Αλέξανδρος θεός. Υποθέτω γιος σου. Όμορφοι είστε. Τ’ άλλα αγόρια; γιατροί;
– Ναι, περιμένουμε άλλους δύο.
Ήρθαν σε λίγο και οι άλλο. Ένιωσε άνετα μαζί τους. Ήταν ο εαυτός της. Αυτός ο απλός και απέριττος εαυτός, χωρίς φτιασιδώματα. Τους πείραζε, τους έλεγε εύθυμες αληθινές ιστορίες και έξυπνα ανέκδοτα. Είχε βέβαια και το στυλ και τον τρόπο. Γελούσαν όλοι μέχρι δακρύων. Μεσημέρι πια. Χτύπησε καμπανάκι η πείνα. Τους πρότεινε να πάνε για φαγητό σε μια ταβέρνα φίλων της. Σ’ έναν ιδιαίτερο μοναδικό χώρο που δέσποζε η ακατέργαστη πέτρα και το ξύλο, το νερό και όλα τα στοιχεία της φύσης, καθώς και η παράδοση. Σ’ ένα χωριό ψηλά, λίγο έξω απ’ την πόλη. Κάποιοι της διπλανής παρέας έπαιζαν και τραγουδούσαν όλη την γκάμα. Λαϊκά- ροκ- παραδοσιακά.
Σε κάθε σκοπό η Κατερίνα σηκωνόταν αυθόρμητα και χόρευε. Το ‘χε με τον χορό! Χόρεψε σόλο ανατολίτικο. Χόρεψε σούστα, γιατί στην Κρήτη συνέβαιναν αυτά. Στο ζεϊμπέκικο παρέσυρε και τον Κωνσταντίνο που αντέγραφε τα βήματα της. Χειροκροτήματα, σαμπάνιες απ’ την παρέα και τις άλλες παρέες. Αφού βράδιασε, έπρεπε να φύγουν.
– Δεν φεύγω. Πού να πάω; τι να κάνω; Εδώ είναι η χαρά. Σήμερα ήταν η ωραιότερη μέρα της ζωής μου ως τώρα. Κι ευελπιστώ να είναι μόνο η αρχή για τα καλύτερα που έρχονται. Σήμερα για πρώτη πρώτη φορά γέλασα τόσο πολύ. Για πρώτη πρώτη φορά χόρεψα.
Η χαρά του και η θλίψη του ήταν έκδηλες. Πλησιάζει η Μαρινέτ την Κατερίνα και την αγκαλιάζει τρυφερά.
– Σ’ ευχαριστώ για τα δώρα που χάρισες στον πατέρα μου. Σ’ ερωτεύτηκε, γέλασε, χόρεψε, εκφράστηκε για πρώτη φορά. Μη νομίζεις. Είναι πολύ πλούσιος αλλά και πολύ στερημένος. Καμία μέχρι σήμερα δεν του ‘χει δείξει που είναι η χαρά. Κανένας μας δεν ήξερε, γιατί κανείς δεν μας έμαθε. Ειδικά εμείς οι αστοί, οι δήθεν ελίτ. Πνιγόμαστε κυριολεκτικά μέσα στα αντικείμενα, χωρίς καμία αξία τελικά.
Η σχέση δυνάμωνε, εξελισσόταν και ανέβαινε σε ανώτερα επίπεδα. Γιατί απλά η Κατερίνα τους είχε μυήσει στην απλότητα. Τους έμαθε να χαίρονται τη φύση, τις παρέες, τη φιλία, την αγάπη, τον έρωτα. Τους έμαθε να νοιάζονται και να μοιράζονται. Να απελευθερώνουν τα συναισθήματα τους και να είναι ευγνώμονες. Τους ενέπνευσε γενικότερα.
Η μεταμόρφωση του Κωνσταντίνου ήταν εμφανής έως εντυπωσιακή. Έναν χρόνο μετά, με την ίδια παρέα, με περισσότερους φίλους και πολλές επιστημονικές επιτυχίες βρέθηκαν στην ίδια ταβέρνα που είχε γίνει στέκι τους και ως καφέ και ως μπαρ. Γιόρτασαν τη μετάλλαξη του όπως έλεγε ο ίδιος.
Και δηλώνει: Αγαπημένη συντροφιά σήμερα γιορτάζω, κερνάω. Φέρτε να πιούμε για το συγκλονιστικό γεγονός.“ Ημουν ένα σκουλήκι που σερνόμουν και προβιβάστηκα σε σπουργίτι”.
– Καλέ μου! Μου επιτρέπεις; επεμβαίνει η Κατερίνα. “Ησουν ένα τρομαγμένο μοναχικό σπουργιτάκι: έβγαλες φτερούγες, τις άπλωσες, έγινες αετός και πέταξες ψηλά”. Εγώ είμαι εδώ και θα σε περιμένω κάθε φορά που θα χαμηλώνεις.
– Θα κουρνιάσω αετοφωλιά μου. Είσαι τεράστια!!! Το όνειρο μου πραγματοποιήθηκε. Ο σκοπός επετεύχθη. Χάρη σε σένα μούσα μου, εμπνεύστρια μου. Και να σκεφτείς όλα ξεκίνησαν από μια παντόφλα.