Ένας καφές που έρχεται από μακρινές ακτές, ξεγελώντας τα κύματα. Μελάνι δώρο από ένα σπασμένο χάδι. Που όμως αψηφά τις απουσίες. Ως κόκκινο μέσα στο σκοτάδι. Ως κόκκινη φωτιά, μέσα στο σκοτάδι. Σύντροφοι που χάθηκαν, πέρα πο μαγικούς φάρους. Και ένα περιπλανόμενο άρωμα, αγνώστου προελεύσεως, οι μελλοντικές παρουσίες.
Περιπατητής βιαστικός η σκέψη, μέσα σε μια ακατέργαστη βροχή. Που πέφτει άτσαλα καθώς υποκύπτει στην ανάσα των ανέμων. Εκείνων που φυσούν, δίχως να νοιάζονται για τις αθιβολιές που παίρνουν μαζί τους. Σε χώρες που φοβούνται το φως. Ως δόρατα σπασμένα πάνω σε χαμένες αγάπες. Που περιπλανιούνται μονάχες, κάτω απο ένα σκοτεινό σύννεφο από τα βέλη άγνωστων Ερώντων. Που ακροβατούν σε ημικύκλιες τροχιές, φοβούμενοι την επανάληψη.
Που χάθηκε μέσα στη γνώση εμπειριών του σκοταδιού. Ως παλιά ρεμπέτισσα κυκλωμένη από καπνούς και μουσικές που υμνούν κάθε σπασμένο χάδι. Που εσύ κρυφακούς πίσω από έναν φράχτη από γιασεμιά, πεσμένα ως σωρός από νεκρούς καταχτητές μπροστά από Θερμοπύλες που ακόμα αντέχουν.
Στο βλέμμα περιπλανόμενων ποιητών μέσα στα βρόχινα πέπλα της αθιβολής. Της σιωπής. Μιάς ξεγελασμένης σιωπής. Από μουσικές ξένες σε οικείους τόπους.
Σε οικείες σκέψεις. Σε οικείες μοναχικότητες, ατέρμονων διαδρομών. Μέσα στην τόσο οικεία ξένη παρουσία. Του ”τώρα” που περιμένει να γίνει επιτέλους τώρα. Ως το ζεστό βλέμμα του συννεφιασμένου ουρανού του είναι. Που βρέχει δημιουργία. Κύκλοι σιωπής που ενώνονται. Φτιάχνοντας το άπειρο. Καθώς ο καπνός του τσιγάρου φέρνει αλμύρα στο βλέμμα. Ενας και μόνος θεατής σε παράσταση αυτοσχεδιασμού. Κατατροπώνοντας τα αδιέξοδα με ένα αιρετικό μειδίαμα. Καλύπτοντας μια περαστική γηραιά αιωνιότητα.
Καθώς πλησιάζει το σύνεφο από τα βέλη. Και ‘συ υψώνεις την ασπίδα σου. Το σπασμένο ιαματικό χάδι του εφήμερου.
Ως σπασμένη απουσία.