Το χτυπούσε ο βοριάς με μανία, μέρα και νύχτα. Τα κύματα συνεχώς του ξέπλεναν το σκαλί της εισόδου. Το μεγάλο παράθυρό του, κοιτούσε στο πέλαγος, λες και ήθελε να αφήσει τη θάλασσα να εισχωρήσει στο εσωτερικό του.
Το θαλασσινό αγέρι, τις ήσυχες μέρες το δρόσιζε, αλλά τις νυχτιές με την υγρασία, το αλάτι επικαθόταν σε κάθε ξύλο, πέτρα ή μέταλλο που ήταν κατασκευασμένο. Κόλλαγε πάνω του και δεν έφευγε. Μόνο το κατέτρωγε αργά αργά στο πέρασμα των χρόνων.
Μέσα είχε τα απαραίτητα μόνο. Ένα απλό κρεβάτι, δυο αναπαυτικές πολυθρόνες, το γραφείο, ένα τραπέζι με τις καρέκλες και ό,τι χρειάζεται ένα νοικοκυριό.
Το καλύτερο προσόν του ήταν η μεγάλη τζαμαρία που βρισκόταν δίπλα από την εξώπορτα. Το πιο σπουδαίο σημείο του δωματίου!
Από εκεί ήταν το παρατηρητήριό μου!
Χανόμουν επί ώρες!
Σε αυτό το μέρος ζούσα. Δεν ήθελα κάτι διαφορετικό άλλωστε.
Με τη ματιά του νου, ταξίδευα πέρα από την άκρη του πελάγου.
Μπορούσα να ταξιδέψω ως την άλλη κοντινή ήπειρο, θαρρούσα.
Μου άρεσε να σηκώνομαι χαράματα και με το φρεσκοψημένο καφεδάκι μου, να κοιτώ στα βάθη της θάλασσας, μη θέλοντας να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της.
Ένιωθα ότι την έχανα αν δεν κοιτούσα!
Ήθελα να είμαι από το χάραμα εκεί, για να μη χάνω ούτε λεπτό της ημέρας.
Σα να ήθελα να την διαβεβαιώνω, ότι ήταν η μεγάλη μου αγάπη, που τη λαχταρούσα κάθε στιγμή και δεν την ξεχνούσα.
Τις ήρεμες μέρες, ήταν βελουδένια, απαλή, δροσερή και όλο γαλήνιες υποσχέσεις. Μα σαν φυσούσε ο βοριάς και άφριζαν τα νερά της, τότε ξεχνούσε τις υποσχέσεις και η μανία της έφτανε ως το μικρό σπιτάκι μου.
Χτυπούσε με ορμή τα κύματά της επάνω στον τοίχο του, που ευτυχώς ακόμα κρατούσε γερά και αφού ξέσπαγε, γύριζε πίσω, για να ξαναπάρει ενέργεια από τον άνεμο, να ορμήσει πάλι.
Αν και με φόβιζε η δύναμή της, συγχρόνως όμως με καθήλωνε.
Έμενα στην αναπαυτική μου πολυθρόνα επί ώρες και έβλεπα τα διαδοχικά κύματα που δημιουργούσε.
Στα δεξιά όπως κοιτούσα από μέσα, σε αρκετή απόσταση από τη στεριά, ήταν ένας βράχος, που μόνος του αντιστεκόταν στη μανία της.
Εκεί βρέθηκε ο φτωχός και εκεί προσπαθούσε να κρατηθεί.
Συνήθως, αυτό που γεννιόμαστε το αγαπάμε. Είναι μαγική η αίσθηση της ύπαρξής μας.
Όλο το ενδιαφέρον του λοιπόν, ήταν να παραμείνει εκεί ακούνητος, αλλά και ολόκληρος!
Το πρώτο το κατάφερνε, αλλά το δεύτερο, όχι. Κάθε τόσο μια μικρή προεξοχή του τσακιζόταν και την πέταγε μετά από καιρό το κύμα στη στεριά, αφού πρώτα περιπλανιόταν αρκετά στο νερό και στην άμμο, για να την ξεροψήσει ο ανελέητος ήλιος του μεσημεριού.
Άλλωστε, αυτή είναι η τύχη και η ζωή των βράχων!
Μοναξιά, αντίσταση, καρτερικότητα, θυσία κομματιών από τον εαυτό τους και πάλι μοναξιά στην απεραντοσύνη του νερού.
Πολλές φορές είχα νιώσει έτσι ακριβώς όπως ο βράχος!
Πότε να βουλιάζω στην απέραντη ερημιά, πότε να προσπαθώ να κρατηθώ σώα και άλλοτε να αποδέχομαι ό,τι αρνητικό τύχαινε και να χάνομαι και εγώ μόνη στον απέραντο τούτο κόσμο.
Κατά διαστήματα σηκωνόμουν να εφοδιαστώ ένα ακόμη φλυτζάνι καφέ ή σοκολάτα και βιαστικά να ξανακαθίσω, λες και θα έχανα την συνέχεια κάποιας κινηματογραφικής ταινίας.
Εκεί, παραδομένη με σώμα και νου, συνήθιζα να ασχολούμαι με τη συγγραφή των σκέψεών μου. Πότε έγραφα για τα προβλήματα που υπάρχουν στην κοινωνία, πότε εκθείαζα κάτι όμορφο και άλλοτε προσπαθούσα να εμψυχώσω τον μελλοντικό αναγνώστη μου και να του μεταδώσω ό,τι καλό ήξερα και πίστευα ότι μπορεί να βοηθήσει.
Μπροστά και πλάι από το σπίτι μου, ήταν από χρόνια ένα τεράστιο αλμυρίκι, που οι μακριές του ρίζες, σίγουρα έφταναν μέχρι το νερό.
Κανένα άλλο είδος δεν θα άντεχε στις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν. Αυτό το δέντρο έχει την ιδιότητα να συγκρατεί πάνω του το αλάτι που ξεφεύγει από τη θάλασσα με τον άνεμο. Το εγκλωβίζει στα λεπτά φυλλαράκια του και το παραδίδει μετά σε σταλαγματιές, στο έδαφος και σε ό,τι βρίσκεται κάτω από τα κλαδιά του, λες και είναι ο ιδρώτας του.
Το είχα σαν ανεμοδείκτη να βλέπω τη φορά του ανέμου, αλλά και να καταλαβαίνω την έντασή του.
Αυτό το υπέροχο δέντρο, μου έριχνε σκιά τα καλοκαιρινά απογεύματα που ο ήλιος αργούσε να δύσει. Τον Χειμώνα λοιπόν ήταν ο ανεμοδείκτης μου και το Καλοκαίρι, η όασή μου.
Σχεδόν κάθε μέρα έκανα τον περίπατό μου στην ακροθαλασσιά!
Αφού έβαζα δύο μπλούζες και μία ζακέτα, να εξασφαλίσω να μην κρυώνω, έπαιρνα ένα σακούλι και με γοργό βήμα, κατέβαινα να μαζέψω κοχύλια ή πετρούλες με ιδιαίτερο σχήμα και χρώμα.
Τα πρωινά μετά από θαλασσοταραχή και ανέμους, πάντα έβρισκα και κάτι νεόφερτο ταξιδεμένο. Μπορεί να ήταν κάποιο ξύλο, φύκια από μακρινό θαλάσσιο κήπο, σανίδια και φυσικά πέτρες.
Πολλές πέτρες, μικρές και μεγάλες!
Αυτό ήταν λοιπόν! Όλη νύχτα η θάλασσα έκανε αταξίες! Ξερίζωνε φυτά, έπαιζε με τα βότσαλα, ίσως να έσπασε και κάποιου ψαρά την αγαπημένη του βάρκα.
Ποιος την ξέρει! Έβγαζε σε μικρές αποστάσεις στοίβες από πέτρες, που όμως ήξερα πολύ καλά, ότι εκεί μέσα κρύβονταν και όμορφα όστρακα από κοχύλια που είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής τους και ήταν άδεια πλέον.
Το καλύτερό μου ήταν όταν έβρισκα κάποιο ξυλάκι, φανερά ταλαιπωρημένο από το νερό και τον ήλιο.
Ήθελα να πιστεύω ότι είχε έρθει από μακρινό μέρος, είτε της χώρας μου, ή γιατί όχι και από μία άλλη χώρα. Άλλωστε η θάλασσα πηγαίνει παντού και αγκαλιάζει πολλούς τόπους.
Πότε τα νερά της χτυπάνε χρυσαφένιες αμμουδιές και πότε περιλούουν βραχώδεις ακτές και φυσικά χαϊδεύουν στο πέρασμά τους εκατοντάδες καράβια που συναντούν.
Αυτά τα πολύτιμα για μένα ξύλινα ευρήματα, τα μάζευα και τα φύλαγα σε ένα ξύλινο μεγάλο κουτί, που λειτουργούσε σαν σεντούκι θησαυρού.
Δεν ήξερα ακριβώς τι θα τα έκανα, αλλά και μόνο που τα αποκτούσα, μου έδιναν μια αίσθηση επικοινωνίας με τον απέραντο κόσμο.
Είχα κάτι, που πριν λίγο καιρό ήταν σε άλλο μέρος του κόσμου.
Είναι αλήθεια ότι αν έβρισκα ακόμη και χρυσό κόσμημα, δε θα έπαιρνα τόση ψυχική χαρά.
Το κάθε ξυλάκι μου άφηνε το περιθώριο να ταξιδέψω! Να ονειρευτώ το πέρασμά του από στεριές και θάλασσες, μέχρι να φτάσει στα δικά μου χέρια. Μπορεί να το είχε κόψει κάποιο παιδί παίζοντας ή ενδεχομένως να το είχε βίαια σπάσει ο βοριάς, να το έριξε κάτω και μετά, θάλασσα και άνεμος, να το στροβίλισαν, να το ταλαιπώρησαν και να το ταξίδεψαν μέχρι εδώ.
Πάντως είχε γλιτώσει από κάποιο τζάκι, ώστε να μη γίνει στάχτη.
Ναι! Τώρα αν και ήταν σε σεντούκι, ήταν ασφαλές και το σπουδαιότερο, θα παρέμενε ίδια η ύπαρξή του για τα επόμενα χρόνια.
Κάθε τόσο, σταματούσα και αγνάντευα. Μπορεί να περνούσα ώρες περπατώντας και βρίσκοντας κοχύλια. Ξεχνιόμουν και δε με πείραζε αν ξαφνικά το κύμα μου έβρεχε τα παπούτσια ή ακόμα και το φόρεμά μου, όταν έσκαγε με δύναμη στα πόδια μου. Το εκλάμβανα σαν μια επικοινωνία. Σα να με σκούνταγε θέλοντας να αποσπάσει την προσοχή μου από το μάζεμα των κοχυλιών.
Ήταν φορές που το βαθύ σκοτείνιασμα του ουρανού, μαζί με το δυνάμωμα του βοριά, με φόβιζαν. Όχι για το αν θα ξεσπούσε μπόρα κα θα βρεχόμουν, αλλά κάτι περισσότερο. Ένα δέος κυρίευε το κορμί μου από την τόση δύναμη της φύσης.
Καθώς τα σύννεφα έκρυβαν και το λιγοστό φως του Χειμωνιάτικου ήλιου, ευθύς η θάλασσα έπαιρνε ένα βαθύ μπλε απειλητικό χρώμα.
Αγρίευε με τον ακανόνιστο κυματισμό της, λες και επαναστατούσε για κάτι, σε συνεργασία με τον άνεμο πάντα.
Απειλούσε, σκοτείνιαζε, ξέσπαγε στην ξηρά και σε ό,τι ήταν κοντά της.
Μια βοή ακολουθούσε κάθε της κύμα και καθώς ερχόταν το ένα απανωτά από το άλλο, η βοή της ολοένα και δυνάμωνε.
Επιβλητική, αλλά όχι άδικα, μιας και κανείς δεν αμφισβητεί τη δύναμή της, που πολλαπλασιάζεται με την ορμή του ανέμου.
Αυτά τα δύο στοιχεία της φύσης, πάντα μα πάντα τα βρίσκουν.
Μαζί ζουν την ηρεμία και τη γαλήνη τους και μαζί ξεσπούν προς όλους.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, ταπεινά για τη μικρότητα της ύπαρξής μου μπροστά στα στοιχεία της φύσης, έπαιρνα τον δρόμο του γυρισμού, σχεδόν τρέχοντας. Δε με ένοιαζε αν έβλεπα κάποια κοχύλια που δεν τα είχα προσέξει στον πηγαιμό. Ίσως να τα έβρισκα μια άλλη φορά. Το πιο πιθανό όμως ήταν ότι θα τα τραβούσε το κύμα στα βάθη της θάλασσας και ποιος ξέρει σε ποια στεριά θα τα ξέβραζε ή σε ποιο βαθύ πυθμένα θα κατακαθόταν.
Φτάνοντας στο σπίτι μου, η πόρτα πάντα άνοιγε με ευκολία, σχεδόν με ορμή, μετά το γύρισμα του κλειδιού, γιατί την έσπρωχνε και αυτήν ο αέρας. Έμπαινα, αλλά για να την κλείσω, θα έπρεπε να καταβάλω αρκετή μυϊκή δύναμη, γιατί μου αντιστεκόταν. Βάζοντας λοιπόν το πόδι μου σε θέση μοχλού στο πάτωμα και σπρώχνοντας με τα δυο μου χέρια, τελικά τα κατάφερνα να την κλείσω, αφήνοντας έξω την απειλή και την παγωνιά.
Ο αέρας έφερνε γύρους από το σπίτι. Το πολιορκούσε κυκλικά, λες και ήθελε να το ξεριζώσει και να το πετάξει στη θάλασσα, όπως έκανε με τόσα και τόσα αντικείμενα.
Αυτές τις ώρες, δεν μπορούσα να παραμείνω έξω, γιατί κινδύνευα να με ρίξει κάτω.
Το καλύτερό μου, ήταν να χωθώ στην πολυθρόνα μου μπροστά στην τζαμαρία και εκ του ασφαλούς, να θαυμάζω πλέον το μεγαλείο της φύσης, έστω και θυμωμένο…
Αρκετά συχνά, έπαιρνα το σεντούκι που φύλαγα τα ταξιδεμένα ξυλάκια που είχα βρει, το άνοιγα και τα περιεργαζόμουν.
Ήθελα να τα αξιοποιήσω, με την έννοια να σκεφθώ να δημιουργήσω μία σύνθεση με αυτά, ώστε να μπορώ να τα επιδεικνύω σε φίλους και να τους λέω την ιστορία τους. Όσο για τα κοχύλια, πάντοτε, αφού τα έπλενα και τα στέγνωνα, τα έβαζα σε ένα μεγάλο διάφανο σακούλι.
Τα έπιανα, τα ανακάτευα, έφερνα στην επιφάνεια κάποια άλλα και πολλές φορές βλέποντας ένα σπάνιο κοχύλι, θυμόμουν πότε και σε ποιο σημείο της παραλίας το είχα βρει.
Τα κρατούσα στα χέρια μου, όπως θα κρατούσε κάποιος με τις δύο χούφτες, τις χρυσές του λίρες.
Εκεί με έβρισκε το απόγευμα!
Μεσημέρι, ποτέ δεν ήθελα να κοιμηθώ. Ένιωθα ότι έχανα ένα κομμάτι της ημέρας και δεν το ήθελα.
Ήταν για μένα προνόμιο το ότι είχα μία θέση μπροστά στη θάλασσα και το εκτιμούσα.
Είχα την ευλογία να ανασαίνω ατόφια δροσιά, αλμύρα και καθάριο αέρα. Πώς θα μπορούσα λοιπόν να το αγνοήσω έστω και για λίγο και να κοιμηθώ;
Όμως, όταν σκοτείνιαζε, ένιωθα να με αποκλείει από μόνη της η φύση και να με διώχνει.
«Έως εδώ! Τώρα δε θα με βλέπεις! Είναι δική μου η νυχτιά», λες και έλεγε. Ήταν το μυστικό της κομμάτι. Ήθελε να κρυφτεί από το αχόρταγο βλέμμα μου. Να την νοσταλγήσω, να αναδιοργανωθεί, να κάνει τα δικά της όλη νύχτα. Έτσι αφηνόμουν και εγώ στον βραδινό ύπνο, χωρίς να νιώθω ότι χάνω πράγματα.
Τις περισσότερες Χειμωνιάτικες νύχτες, καθώς κοιμόμουν, άκουγα τα φυσήματα του αέρα να τρίζουν την πόρτα μου και να κάνουν κανονικά αμμοβολή στα τζάμια. Τα εξώφυλλα, ποτέ δεν τα έκλεινα. Ήθελα να έχω άμεση επαφή ανά πάσα στιγμή.
Λάτρευα το αμυδρό φως από τα αστέρια του ουρανού, που διαχεόταν στο δωμάτιο.
Κάποιες φορές ξυπνούσα το βράδυ και κόλλαγα το πρόσωπό μου στο τζάμι, κλείνοντας με τα χέρια μου τα πλαϊνά του προσώπου, μήπως και δω καλύτερα. Ζάρωνα τα μάτια να εστιάσουν σε μικρότερο πεδίο και προσπαθούσα να δω μες τη νυχτιά.
Τις βροχερές βραδιές, η βροχή έλουζε με δύναμη τη μεγάλη τζαμαρία. Θα έλεγε κανείς ότι πλένεται έτσι. Το αντίθετο όμως! Τα πρωινά, πάντα έβρισκα κολλημένα φυλλαράκια από το αλμυρίκι, άμμο και αλάτι φυσικά.
Αρκετό αλάτι μάλιστα! Όμως δε με πείραζε αυτό. Το είχα βάλει μέσα στο ημερήσιο πρόγραμμά μου να καθαρίζω τα τζάμια. Έπρεπε να είναι πεντακάθαρα, για να μπορώ ανεμπόδιστα να βλέπω έξω. Έστω και λίγη άμμος αν παρέμενε επάνω, με ενοχλούσε. Ακόμα και ένα φυλλαράκι, μπορεί να μας κρύψει εκατοντάδες τετραγωνικά μέτρα θάλασσας. Ίσως και κάμποσα τετραγωνικά χιλιόμετρα!
Πάντα έβαζα ξυπνητήρι! Ήθελα να είμαι σίγουρη ότι θα σηκωθώ πολύ πρωί. Συνήθως σηκωνόμουν λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι.
Ήταν ακόμα νύχτα! Αλλά αυτό ακριβώς μου άρεσε. Να δω λεπτό προς λεπτό την αλλαγή της νύχτας προς το χάραμα.
Μια αίσθηση που κρύβει υποσχέσεις για τη μέρα – έστω και αν δεν υλοποιηθούν- ευκαιρίες για δράση, δημιουργικότητα και διάθεση να ξοδέψω την ενέργεια που είχα εισπράξει από τον νυχτερινό ύπνο, αλλά και λαχτάρα για το τι όμορφο θα μπορούσα να ζήσω.
Το πρώτο καφεδάκι, πάντα με συντρόφευε στην όμορφη χαραυγή!
Με γρήγορη τρεχάτη σκέψη, έκανα το πλάνο των ημερήσιων εργασιών, ώστε να εξοικονομήσω χρόνο για προσκύνημα στην ακροθαλασσιά.
Οι απαραίτητες δουλειές μου, θα έπρεπε να τελειώσουν σωστά και όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ώστε να βρω περισσότερο ελεύθερο χρόνο για ‘εκείνη’.
Ναι μεν η θάλασσα θα ήταν πάντα εκεί, αλλά για να απολαύσω την ομορφιά της, θα έπρεπε να είμαι και εγώ κοντά της.
Σχεδόν καθημερινά τις ήρεμες μέρες, περνούσαν μικρά πλοιάρια και βάρκες. Άλλα ήταν τουριστικά για μικρές κρουαζιέρες και άλλα έβγαιναν για ψάρεμα.
Ήθελα να επικρατεί η σκέψη για τα όμορφα που έβλεπαν οι τουρίστες. Τις λάμψεις που δημιουργούσε ο ήλιος, αγγίζοντας τα γαλήνια νερά. Τη δροσιά που έπαιρναν απ’ την καθάρια θάλασσα. Την αίσθηση της ελευθερίας που νιώθει κανείς, όταν σχίζει τα νερά και διανύει χιλιόμετρα υδάτινου κόσμου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Απολαμβάνοντας το πρωινό μου καφεδάκι, έριχνα τη ματιά μου σε εκείνον τον ξεχασμένο βράχο, που όμως εμένα ήταν το απάγκιο μου και η ανάσα της ματιάς μου.
Συνεχώς φιλοξενούσε αρκετά θαλασσοπούλια, Χειμώνα – Καλοκαίρι. Λιάζονταν επάνω στο τραχύ σώμα του. Μπορούσα να ξεχωρίσω γλάρους και κορμοράνους, που λιάζονταν ανέμελα ή χρησιμοποιούσαν τον χώρο ως έδρα για τις βουτιές στο νερό, κάθε που το εκπαιδευμένο βλέμμα τους ξεχώριζε κάποιο ψάρι.
Με προσόντα που είχαν από τη φύση τους, βουτούσαν τόσο γοργά, που ακόμα και αυτά τα ψάρια που φημίζονται για τη σβελτάδα τους, πιάνονταν.
Είχα μάθει ποιο είδος πουλιού προτιμά τις κορυφές του βράχου και ποιο προτιμά να κάθεται σε ομάδες στα χαμηλά.
Ήταν από τους καθημερινούς μου επισκέπτες. Έτσι ήθελα να τα νιώθω.
Κάθε τόσο οι γλάροι, άφηναν για λίγο τον βράχο, για να κάνουν ένα κύκλο πετώντας και έφταναν ως την ξηρά. Με ολάνοιχτες τις φτερούγες τους, με σιγουριά κινήσεων και νιώθοντας τον αιθέρα σπίτι τους, έκαναν κύκλους και ξανακάθιζαν στον βράχο.
Έδειχναν την κυριαρχία τους στο χώρο, που σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούσα φυσικά και κάθε τόσο βουτούσαν για ψάρεμα. Έπαιρναν φόρα από τα ψηλά, έβαζαν το σώμα τους σχεδόν σε κάθετη θέση προς την θάλασσα και με ταχύτητα και σιγουριά, έπιαναν τη λεία τους.
Θέμα επιβίωσης βέβαια!
Ποτέ δεν κουραζόμουν να κοιτάζω το απέραντο γαλάζιο.
Για μένα ήταν και είναι το στοιχείο που μπορεί να αγκαλιάσει όλον τον κόσμο. Είναι το μέσον για να βρεθώ σε μακρινούς τόπους, εκεί που η στεριά κόβεται.
Είναι το άγνωστο, η περιπέτεια και φυσικά η απεραντοσύνη της, όχι μόνο σε έκταση, αλλά και σε βάθος.
Δε μου ήταν εύκολο να δεχτώ, ότι κάτω από το υδάτινο κορμί της, υπάρχει ένας κόσμος πολύ μεγαλύτερος από όλη την ξηρά μας.
Υπάρχουν βουνά, χαράδρες, ποτάμια, φυτά, σπήλαια, απύθμενα σημεία και τόσα άλλα, που ποτέ δεν τα χώρεσε ο νους μου. Όλα αυτά όμως, με έκαναν να τρέφω θαυμασμό, αλλά και δέος.
Μα όταν είχε γαλήνη, όταν είχε γαλήνη, ένιωθα περισσότερο δέος μπορώ να πω. Ή έστω, άλλου είδους αναγνώριση, σε αυτόν τον τιθασευμένο υδάτινο όγκο.
Είχα την ανάγκη να γονατίσω στην αμμουδιά και να προσευχηθώ!
Η γαλήνη της θάλασσας, μαγικά ηρεμούσε την ανήσυχη σκέψη μου και τους προβληματισμούς.
Με καθησύχαζε και με έπειθε να βουτήξω στα όμορφα νερά της και να παραμείνω ώρες μέσα.
Να πάρω όση περισσότερη δροσιά μπορούσα από αυτήν. Να ξεπλύνω ό,τι βρώμικο είχε περάσει από το νου, άθελά μου.
Να εξαγνιστώ! Να βουτήξω ένα απλό, κουρασμένο ανθρωπάκι και να αναδυθώ με ζωντάνια, αλλά και καθάρια από ανθρώπινες μικρότητες.
Έτσι εξαγνισμένη και ανάλαφρη, θα μπορούσα πραγματικά να χαρώ τα νερά της, πλατσουρίζοντας σαν παιδί.
Μετά, αποκαμωμένη από τόση προσπάθεια, έπεφτα φαρδιά πλατιά στην άμμο, με απλωμένα τα χέρια, κοιτώντας τον ουρανό.
Αφηνόμουν λίγα λεπτά να στεγνώσω κάτω από τον ήλιο και πασπαλιζόμουν με άμμο, γυρνώντας το σώμα μου από όλες τις πλευρές. Ναί` τότε ένιωθα σαν ένα παιδί!
Εκεί θα με βρείτε λοιπόν, στο μικρό σπιτάκι μου, με στυλωμένα τα μάτια και με παραδομένη καρδιά, να κοιτώ προς το πέλαγος.
Ίσως να προσμένω κάτι να ’ρθεί!
Ούτε και εγώ ξέρω…
Ίσως να συναντηθούμε σε κάποιο περίπατό μας στην ακρογιαλιά και να μοιραστούμε τα κοχυλάκια και τις πέτρες που θα μας έχει πετάξει το κύμα της.
Θα είμαι εκεί!
Σε αυτό το μικρό σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα, που το χτυπάει ο βοριάς…και όσο αντέξω.
*Η Μαίρη Κουρούλη – Σκαμνάκη είναι Ιδιωτ. Υπάλ. – Συγγραφέας
Μέλος Δ.Σ. Ένωσης Πνευματικών
Δημιουργών Χανίων
Αγαπητή μου Μαρία,το υπέροχο γεμάτο αγνότητα κείμενο σου, παραπέμπει σε εποχές που οι άνθρωποι με άδολη ματιά και αγνά αισθήματα βίωναν την φύση στις διαφορετικές εκδοχές της!
Σε θεωρώ τυχερή που με τα μάτια της ψυχής σου εισπράττεις αυτή την ομορφιά και μπορείς να την περιγράφεις τόσο παραστατικά και ζωντανά!
Καλή χρονιά!!