Μέσα στο σπίτι σου παππού
με τα δικά μου εγγόνια να μπαινοβγαίνουν με χαρά
στις τράβες έχουν τις φωλιές τα χελιδόνια.
Μέσα στο σπίτι σου παππού
νιώθω εκκλησιά μοσχολιβανισμένη
εσένα δουλευτή της γης, η γιαγιά η πονετική
όλα ήταν ευλογημένα.
Εμεγαλώσατε παιδιά, μέσα στη μαύρη τη σκλαβιά
και τον πατέρα μου εμένα.
Μέσα στο σπίτι σου παππού
Τούρκοι το ‘χαν καμένο.
Ο Μουσταφάς έκαψε όλο το χωριό γιατί ‘χε επαναστάτες
έκαιγε και προχώραγε για τ’ Αρκαδιού τις στράτες.
Μέσα στο σπίτι σου παππού
τα αποκαΐδια της φωτιάς τεκμήρια μεγάλα
ξύλα από πόρτες, χώμα της σκεπής
όλα η φωτιά τα ‘χε αφήσει μαύρα.
Μέσα στο σπίτι σου παππού
το ταπεινό μα υπερήφανο
καμένο χώμα βάλαμε μέσα στο εικονοστάσι να λιβανίζεται
ο πόνος σας το δάκρυ σας το έχουνε αγιάσει.
Μέσα στο σπίτι σου παππού
το λυχνάρι σου με το λάδι σου άναψες
της γης σου τον καρπό μαγείρεψες
των δέντρων σου τον καρπό απόλαυσες
την εντιμότητα εκέρδισες.
Μέσα στο σπίτι σου παππού
βασιλικοί μυρίζουν
και στης αυλής την κερασιά καθίζουνε τ’ αηδόνια
και ολονών σου των παιδιών μπαινοβγαίνουνε τα εγγόνια.
Και για το σπίτι σου παππού
που μνήμες μας φέρνει και δίνει χαρά
ένα στίχο άκου παππού από τον Παλαμά
«Πώς το λυχνάρι γίνεται του καλυβιού έν’ αστέρι
Οταν η πόρτα ανοίγεται του καλυβιού και μπαίνεις».