Σαν χαμένος οδοιπόρος στο σκοτάδι,
αναζητώ τον δρόμο που μου πρέπει,
κάποιο χωματένιο μονοπάτι που ίσως
με βγάλει τελικά στου ωκεανού την άκρη.
Σαν τυφλός που ο Ιπποκράτης απαρνιέται,
πασχίζω να κοιτάξω τον ορίζοντα στα μάτια.
Και οι εικόνες του μυαλού μου, αυτές οι ξελογιάστρες,
γίνονται ο χάρτης που κρατώ σε τούτο το ταξίδι.
Δεν μου μιλούνε πια ο ουρανός και τ’ άστρα,
κι όταν μου ψιθυρίζουνε, τ’ αρνούμαι,
σαν ένας Πέτρος που τρεις φορές αρνήθηκε τον Κύριο.
Ο αέρας του χειμώνα με κρατά καλά στο χέρι
και παρασύρομαι μαζί του σε παράτολμους χορούς,
ώσπου να συναντήσω σε Ολύμπου πανηγύρι τους θεούς μου.
Άδης και Δήμητρα με τραβούνε από τα χέρια,
σαν να ‘μαι Περσεφόνη, κι ήδη νιώθω τη γη να μαραζώνει.
-μητέρα, απολογούμαι.-
Μα μέσα στα έγκατα της γης γυρεύω τον εαυτό μου.
~
Στο ιερό μου χώμα παραθέτω έναν κατάλογο
από χαμένες μέρες και νύχτες βυθισμένες στην κατάρα.
Θάβω βαθιά μέσα στη σκόνη του ανέμου πικρά ονόματα
και απ’ τα σωθικά μου ξεριζώνω τις κρυφές κραυγές,
γίνομαι άνεμος κι εγώ, γίνομαι χώμα, λάσπη, πέτρα.
Κι αν μπορούσα ν’ αφανίσω από την όψη μου σημάδια,
θα το ‘κανα και θα πετούσα πλάι στα σύννεφα,
μετά το ηλιοβασίλεμα, πριν ξεπορτίσει το φεγγάρι,
σαν πλάσμα που αλλάζει μορφές την ώρα τούτη,
εγώ θα φορούσα την ψυχή μου.
Τσαλακωμένη φορεσιά, μα δένει με το δέρμα μου.
Την έχουνε τσακίσει οι δαίμονες και οι άγγελοι,
την ώρα του πολέμου τους.
Έλα, Ευχαριστία, και κοίταξε τούτη τη γυναίκα
που λέγεται προστάτιδα του πειρασμού,
και κλείσ’ την στις φτερούγες σου ως να μετανοήσει.
~
Γαλάζια θάλασσα κάτω από κόκκινο ουρανό,
σαν να ‘χει ρίξει ο Δίας το μένος του στην πλάση.
Το αίμα των θεών τρέχει διάφανο στα μάγουλά
κι είναι αθόρυβη κατάρα.
Είμαι εγώ ο οδοιπόρος που δε βλέπει
μια ζωή που τον κοιτά στα μάτια και φοβάται
και με τα χέρια μου αδειανά, την πλησιάζω.
Είναι αργά κι έχει σκοτάδι,
είμαι τυφλή.
Και η αγκαλιά μου τη ζωή δεν την αντάμωσε.
Έμεινα να αγγίζω το κενό που άφησε
το αέρινο περπάτημά της στο άγνωστο.
Κραυγάζω πάλι, μα σιωπή ˙ η Ηχώ απουσιάζει αυτή τη νύχτα,
αφήνοντας την πόρτα του μυαλού μου κλειδωμένη.
~
Ανασαίνω κουρασμένη με μάτια μισόκλειστα,
βουβό κορμί, ψυχή χαμένη
και των θεών το αίμα ρέει στα χείλη.
Αδαμίδη Μαγδαληνή, ΓΕΛ Νέας Κυδωνίας (Β΄ τάξη)