Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύεις. Διότι για κάθε νέα αρχή, προαπαιτούμενο είναι η ταπεινότητα. Πολλά μπορείς να καταλάβεις από τα μάτια. Αλλά περισσότερα, από τα χέρια.
Και ξέρεις κάτι, το κυνικό χιούμορ της ζωής, τα απαξιώνει όλα. Και έγιναν όλα πια, μιά σκοτεινή αργία. Μιά θύμηση μακρινή. Σα να μη ποτέ υπήρξε.
Μα δεν είναι ο κόσμος σκοτεινός. Μήτε φωτεινός είναι. Είναι απλά κόσμος. Θα μου πεις και τι κοσμεί άραγε ; Κι είναι το παιχνιδιάρικο μειδίαμα των ερωτημάτων, που σε κάνει να γελάς τρανταχτά. Όλα περνούν ψυχή μου. Και μετά τα ξεχνάς. Και μετά θα ‘ρθουν άλλα. Και θα τα ξεχάσεις κι αυτά. Λες και όλη η ζωή, μιά διαρκής Λήθη πως είναι.
Αλλά σήμερα θα είναι πιό διαφορετικά από ότι συνήθως. Τα πράγματα μας φωνάζουν σχεδόν, τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Η μόνη αλήθεια είναι αυτή που σου λένε, όσοι σ’ αγαπάνε. Αλλά πάλι η ”Εποπτεία, ήταν η στιγμή που ο υποψήφιος Μύστης, αποκτούσε άλλον τρόπον του ιδείν”. Κι αυτός ο άλλος τρόπος, απαιτεί να θυμάσαι.
Γι’ αυτό και λίγοι είναι οι Μύστες ψυχή μου. Είναι μεγάλος πόνος να θυμάσαι. Κι όμως να επιλέγεις να θυμάσαι. Το ήξερες αυτό όταν έγινες Μύστης. Ίσως και γι’ αυτό το λόγο μυήθηκες τελικά. Στα μυστικά των ορατών και των αοράτων. Μα ο μεγάλος όρκος ήθελε σιωπή. Κι αυτή τη σιωπή την κράτησες ψυχή μου. Κι ήταν το μειδίαμα της σιωπής, που σε συντρόφευε.
Σε δρόμο μακρινό. Και κακοτράχαλο. Κι ήταν η αρχή σε ένα σύθαμπο Έαρ. Άλλωστε αυτό είναι η σιωπή. Το σύθαμπο. Και το Έαρ μιά διαρκής μετάβαση. Αέναη. Και είναι το τελευταίο φως το σύθαμπο ψυχή μου. Και η κάθε μετάβαση, στο σύθαμπο γίνεται. Κι είναι δυνατό σα κραυγή. Και είναι εύθραυστο σα το χνούδι που δειλά πρωτοβγαίνει. Στο πρόσωπο του μελλοντικού αντρειωμένου. Όμως εσύ είδες. Ότι τα πάντα κρύβει. Και τα πάντα ζεσταίνει. Και τα πάντα σου έμαθε. Το συνωμοτικό μειδίαμα του σύθαμπου.