Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024

Το τανγκό του Σατανά

Ένα πρωί, κοντά στα τέλη του Οκτώβρη, λίγο πριν αρχίσουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες των ανελέητων, ατέρμονων φθινοπωρινών βροχών πάνω στο ραγισμένο και αλατούχο έδαφος στη δυτική πλευρά του συνεταιριστικού αγροτικού οικισμού (και μια θάλασσα δυσώδους κίτρινης λάσπης καταστήσει τα μονοπάτια αδιάβατα και την πόλη απροσπέλαστη), ο Φούτακι ξύπνησε από ήχους καμπάνας. Η κοντινότερη προέλευσή τους θα μπορούσε να είναι ένα ερημικό ξωκλήσι σε απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων νοτιοδυτικά του παλιού οικισμού Χόχμεϊς, το οποίο όμως, όχι μόνο δεν είχε καμπάνα, αλλά και το καμπαναριό του είχε γκρεμιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, εξάλλου από μια τόσο μακρινή απόσταση, ήταν αδύνατον ν’ ακουστεί το οτιδήποτε.

Αυτό το απομονωμένο χωριό, κάπου στην ουγγρική πεδιάδα, το οποίο μετά το κλείσιμο του συνεταιρισμού εγκαταλείφθηκε μαζικά από τους κατοίκους του, όχι από όλους, από τους περισσότερους, από εκείνους που είχαν τη δυνατότητα και τη θέληση να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους, αφήνοντας πίσω τους μία χούφτα ανθρώπων να μάχονται ενάντια στην υγρασία και την ανία της ζωής, σιχτιρίζοντας τη μοίρα τους, να παρακολουθούν ο ένας τον άλλον πίσω από παράθυρα καλυμμένα με ιστούς αράχνης, να σκαρφίζονται μικροαπατεωνιές ικανές, στη φαντασία τους, να τους εξασφαλίσουν ένα καλύτερο αύριο, ενώ για το σήμερα μοιάζει να αρκεί λίγη πάλινκα ή μια επίσκεψη στον άλλοτε μύλο του χωριού, που πλέον λειτουργεί ως πορνείο, αυτό το απομονωμένο χωριό αποτελεί το σκηνικό για το μυθιστόρημα με το οποίο έκανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο ο σπουδαίος Λάζλο Κρασναχορκάι.
Τον φαινομενικό ρεαλισμό στην απεικόνιση της καθημερινότητας σε ένα μέρος όπως αυτό σκιάζει,  από την πρώτη κιόλας σελίδα με τους ήχους από καμπάνες, μια αίσθηση μεταφυσικού, αίσθηση η οποία κορυφώνεται με την επανεμφάνιση στο χωριό τού, θεωρούμενου για κάποιους μήνες νεκρού, Ιερεμία -με την επιλογή του ονόματος να είναι σαφώς συμβολική-, επανεμφάνιση που στα μάτια των κατοίκων συνοδεύεται ταυτόχρονα από ελπίδα αλλά και φόβο.
Τα φίλτρα μέσα από τα οποία επιλέγει ο Κρασναχορκάι να προσλάβει και να αποδώσει την ιστορία του, αποφεύγοντας να καταφύγει σε έναν στείρο ρεαλισμό, χωρίς όμως ταυτόχρονα να παρασύρεται  από το μεταφυσικό εφόσον του αντιστέκεται, έχουν ως αποτέλεσμα Το τανγκό του Σατανά να είναι τελικά ένα πολιτικό  βιβλίο. Όπως σε κάθε σπουδαίο μυθιστόρημα -και Το τανγκό του Σατανά είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα- η ιστορία αυτή καθεαυτήν στέκει σε δεύτερο επίπεδο σπουδαιότητας. Εδώ κυριαρχεί ο τρόπος με τον οποίο ο Κρασναχορκάι τοποθετεί τη μία λέξη μετά την άλλη, ο ευφυής τρόπος με τον οποίο συνθέτει την πλοκή και χτίζει τους χαρακτήρες, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ταυτόχρονα προκαλεί ετερόκλητα συναισθήματα στον αναγνώστη -με χαρακτηριστικότερα όλων παραδείγματα το γέλιο και τον τρόμο.
Δεν ξέρω γιατί δυσκολεύομαι να γράψω πως ο Κρασναχορκάι δεν αγαπάει τους χαρακτήρες του, για την ακρίβεια δεν τους αγαπάει με έναν τρόπο συγχωρητικό ή παρηγορητικό, με έναν τρόπο ο οποίος ίσως να μας είναι οικείος, όχι γιατί είναι μοχθηρός ή μισάνθρωπος, αλλά γιατί δεν είναι ή καλύτερα δεν νιώθει Θεός, ικανός να επαναχαράξει τις ζωές τους ή να απλώσει μία χείρα βοήθειας, παρά ένας απλός παρατηρητής της αφέλειας ή της ανάγκης των ανθρώπων για έναν σωτήρα, είτε αυτός βρίσκεται στον ουρανό είτε στη γη, καθισμένος πίσω από κάποιο γραφείο.
Λογοτεχνία υψηλή, λαϊκή και απολαυστική.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα