Τι κι αν ζήσαμε χρόνια σαράντα
συνοδοιπόροι στο ίδιο της ζωής το μονοπάτι;
Φαντάζει θαλασσινό ταξίδι δύσκολο,
μακρύ, που ταξιδιώτες είμασταν εσύ κι εγώ μαζί.
Σε κάποιας θάλασσας βρεθήκαμε τα πλάτη
και συντροφιά μας είχαμε γλάρους αγνούς, κατάλευκους
που την τροφή τους ψάχνοντας ράμφη τους
βύθιζαν στην θάλασσα με ομορφιά και χάρη.
Τις μέρες μας
ήλιος λαμπρός εφώτιζε
και νύχτες «θαύμα»
του έναστρου ουρανού
θαυμάζαμε κι ολόγιομο φεγγάρι!
«Κι όμως, εγώ ακόμα σ’ αγαπώ
για ‘σε καρδιοχτυπώ!…»
Λιμάνια βρέθηκαν πολλά
να μας υποδεχτούνε.
Σ’ αυτα΄να ξαποστάσουμε
και ν΄αποκοιμηθούμε…
Εκεί προσμένουν, καρτερούν
γλυκιές αγκάλες ν΄ανοιχτούνε
μέσα τους να μας κλείσουνε
να σφιχταγκαλιαστούμε.
«Κι όμως, εγώ ακόμα σ’ αγαπώ
για ‘σε καρδιοχτυπώ!…»
Και τώρα που στη στεριά
και πάλι ευρεθήκαμε
κι εκεί θα συνεχίσουμε
ταξίδι στεριανό,
«νόμος απαράβατος
στη ζήση μας προβάλλει…»
Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε
μ΄αυτόν στο σώμα, νου
μα και ψυχή να παραβγεί…
Ζωή μελλοντική
πρώτος αυτός γνωρίζει
κι αυτός την καθορίζει…
«Κι ομως, εγώ ακόμα σ’ αγαπώ
για ‘σε καρδιοχτυπώ!…»
Κι αν στο δύσβατο ζωής
το στεριανό το μονοπάτι
π’ αντί στην άκρη του
κρίνα να φυτρώνουν
προβάλλουν αγκάθια κοφτερά,
πόδια γυμνά πληγώνουν
και κουρασμένα γόνατα
τα κάνουν να λυγούν
‘συ κι εγώ, πάντα μαζί
να ’μαστ’ αγαπημένοι
μην και λιγοψυχίσω μια στιγμή
και θάρρητα ζωής χαθούν…
«Κι όμως, εγώ ακόμα σ’ αγαπώ
για ‘σε καρδιοχτυπώ!…»
Γι’ αυτό εσύ καλέ μου
το χέρι μου κράτα σφιχτά
όταν στον ώμο σου
γέρνω απαλά.
Κι έτσι να μας βρει
ξανά μαζί, κρατώντας μου το χέρι
ακόμα μια φορά
ζεστό, ξανθό,
το καλοκαίρι….
«Κι όμως, εγώ ακόμα και για πάντα θα σ’ αγαπώ
και όσο ζω, για σένα θα καρδιοχτυπώ!…»
*συνταξιούχος