Κι ύστερα λες, πως τέλειωσε. Μέχρι εδω ήταν. Μα πάλι ξαναρχίζει. Ανέμη που γυρίζει αέναα. Πλέκοντας τις νιογέννητες ηλιαχτίδες. Ανάσα. Κι είναι τώρα που ξυπνούνε τα πουλιά, η αρχή. Και λες, μόνο αρχή υπάρχει. Λένε πως οι καιροί θα φέρουν καταιγίδα. Μα είναι το κρύο βλέμμα της αυγής, που κρύβει όλη τη ζεστασιά της ψυχής σου. Μοναχικό στρουθίο. Ασκητής της σκέψης. Ασκητής πάνω σε όλες σου τις απουσίες. Ετσι ξαφνικά αρχίζει το Όλον να υπάρχει. Μιά στιγμή μόνο αρκεί. Είναι τότε που το αιώνιο Φως θα χαμογελάσει στο νου σου. Και αυτός θα ξυπνήσει την εκφραση. Και τη δημιουργία. Ετσι ξαφνικά ξυπνά η δημιουργία. Πάνω απο τις γαλάζιες σιωπές. Μέσα απο τον θάνατο ενός ακατέργαστου θορύβου. Τελείως περιττού. Καθώς τον προκαλούν τα περιττά. Το περιττό είναι πάντα θορυβώδες. Μα τα όρη, τα δικά σου όρη είναι πάντα εκεί. Διαφορετικά. Το βλέμμα που θα το δει, κανει κάτι να είναι διαφορετικό. Το βλέμμα είναι το διαφορετικό. Κι είναι ο αντικατοπτρισμός της ψυχής που το γεννά. Και το μεγαλώνει. Και το κάνει να βλέπει πραγματικά. Και να ξεχωρίζει το απλό μέσα απο το σύνθετο. Γιατι πρέπει να δεις πρώτα το ταξίδι και μετά να το ταξιδέψεις. Κάθε ταξίδι έχει το βλέμμα του. Μόνο η αυγή ξημερώνει χωρίς το βλέμμα σου. Κι είναι αυτή η μαγεία της. Η πραγματική αξία είναι αυτή η ανεξαρτησία της αυγής. Απο την υποκειμενικότητα του πόνου σου. Οταν νοιάζεσαι σιωπάς. Η σιωπή είναι το ψιθύρισμα πάνω στη πληγή. Τη δική σου και του άλλου. Περίεργα σιωπηλή είναι η ζεστασιά. Ως ανθός απο μακρινές στεριές. Που δεν εχεις δει ποτέ. Αλλά που ειναι δικός σου. Το ταξίδι που δεν εγινε ακόμα τον κάνει δικό σου. Τα ταξίδια που δεν εχεις κάνει ακόμα είναι τα πιο δικά σου. Οικεία. Όπως η θύμιση. Όπως η αθιβολή. Κάθε που χαράζει. Όταν ξυπνούν τα πουλιά. Όταν γεννιέται το βλέμμα. Και αρχίζει το ταξίδι του.