Παρατηρώντας την εξελικτική πορεία του ανθρώπου, στις σελίδες της ιστορίας και πέρα από τη δέουσα σημασία που διαδραμάτισαν η γραφή και ο χρόνος, (που συναντήσαμε σε προηγούμενα άρθρα), η ανάγκη για εμπορικές συναλλαγές εμφανίζεται εξίσου έντονή. Ο άνθρωπος, από τα πρωταρχικά βήματα, της κοινωνικής του υπόστασης και λόγω της συνεχόμενης προσπάθειας βελτίωσης των βιοτικών του κυρίως αναγκών, κατέφυγε στην εύρεση μεθόδων και τρόπων διεκπεραίωσης εμπορικών συναλλαγών.
Στην πρώτη φάση διεκπεραίωσης των συναλλαγών τους λοιπόν, οι αρχέγονες κοινωνίες στράφηκαν στην ανταλλαγή πληθώρων και πλεοναζόντων υλικών αγαθών (αντιπραγματισμός), τα οποία είχαν είτε διατροφικό χαρακτήρα (προϊόντα της γης και κυρίως σιτάρι, ζώα κτλ), είτε ενδυματολογικό χαρακτήρα (δέρματα ζώων, κοχύλια και άλλα). Σε περιοχές της κεντρικής Ευρώπης κατά τη Νεολιθική περίοδο (5.500 π.Χ) αλλά και των σημερινών Βαλκανίων, σημαντικό αντικείμενο συναλλαγών αποτέλεσε η πληθώρα διαφορετικών βραχιολιών, χαντρών και κουμπιών, τα οποία είχαν κατασκευαστεί από όστρακα, σε παραθαλάσσιους οικισμούς της χώρας μας. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα κοχύλια, με σημαντικές ιστορικές πηγές να αναφέρουν την ανταλλακτική τους χρήση σε περιοχές της Ασίας και κυρίως στην Κίνα ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. Απόδειξη αποτελεί, ο μεγάλος αριθμός κοχυλιών ανταλλακτικής χρήσης, που εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στα ερείπια του Γιν (σημερινή Ανγιάνγκ της επαρχίας Γκυεόνγκι-ντο) σε τάφους της δυναστείας των Shang. Τούτο αποτελεί δέουσας σημασίας χρονολογική ανακάλυψη-τοποθέτηση, καθώς σύμφωνα με αρχαιολογικές ενδείξεις, οι Shang υπήρξαν η δεύτερη κατά χρονολογική σειρά δυναστεία (διαδεχόμενη τη δυναστεία Χσιά) της παραδοσιακής κινεζικής ιστορίας, οι οποίοι βασίλεψαν επί 644 έτη (1766-1122 π.Χ.), στην κοιλάδα του Κίτρινου Ποταμού στην Κίνα.
Γραπτές πηγές μαρτυρούν την χρήση κοχυλιών, ως νομισματικό μέσο εμπορικών συναλλαγών σε περιοχές της δυτικής Αφρικής, της Ινδίας, της Ταϋλάνδης αλλά και της Πορτογαλίας, της Βρετανίας, της Ολλανδίας και της Γαλλίας περί τα τέλη του 17ου αιώνα μ.Χ. Στις αρχές της 3ης Χιλιετίας η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία στην συνεχόμενη αναζήτηση τους για απλοποίηση της ανταλλακτικής διαδικασίας, υιοθέτησαν ως κανόνα αποτίμησης των εμπορικών τους συναλλαγών τα σιτηρά, ενώ την ίδια περίπου περίοδο οι Αρχαίοι Έλληνες αλλά και πληθώρα Ινδοευρωπαϊκών φυλών χρησιμοποίησαν τα βοοειδή και την σημαντική τους αξία ως μέσω πληρωμής, των οικονομικών τους υποχρεώσεων όπως τα πρόστιμα ή τις προίκες σε περιπτώσεις γάμων.
Το δεύτερο στάδιο διεκπεραίωσης εμπορικών συναλλαγών εξελίχθηκε με τη χρήση πλέον του μετάλλου. Αρχαιολογικές πηγές προερχόμενες από τη Μεσοποταμία , αποδεικνύουν ότι περίπου στα τέλη της 3ης Χιλιετίας καθιερώθηκε το ζυγισμένο μέταλλο, ως μέσω οικονομικών πληρωμών, προστίμων και συναλλαγών. Το ποσό της πληρωμής υπολογιζόταν και οριοθετούταν σύμφωνα με τον κώδικα νόμων “Χαμουραμπί” του Βασιλιά της Βαβυλώνας, (θα αναλυθεί μεταγενέστερα). Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ο άργυρος και λιγότερο ο χρυσός, όπως εμφαίνεται από πάμπολλα σύμβολα τα οποία εντοπίζουμε χαραγμένα σε πήλινες πινακίδες και σε λίθινες στήλες ανακτόρων-ναών της περιοχής της Μεσοποταμίας. Η διαδικασία της συναλλαγής, ξεκινούσε με το ζύγισμα του μετάλλου, έτσι ώστε να προσδιοριστεί με ακρίβεια το συμφωνημένο ή το απαιτούμενο ποσό. Τούτο αποδεικνύεται από σημαντικές ποσότητες αργύρου που ανεβρέθηκαν σε αρχαιολογικές ανασκαφές στη περιοχή του Ιράν. Από τα ευρήματα, υποδηλώθηκε ότι ο άργυρος σε πρώτο στάδιο, χυνόταν σε ράβδους και μετέπειτα κοβόταν σε μικρά κομμάτια ή σε δακτυλίους για τη διευκόλυνση των συναλλαγών. Η αξία των προϊόντων αλλά η ποσότητα του αργυρίου που απαιτούταν να καταβληθεί σε πρόστιμα, μισθούς κτλ, καθοριζόταν από τον Βασιλιά και δημοσιευόταν σε επιγραφική μορφή.
Η χρήση μετάλλων στις συναλλαγές εμφανίζεται και στην Αίγυπτο με κείμενα χρονολογούμενα στα τέλη του Νέου Βασιλείου (1295-1069), να αποδεικνύουν τις πληρωμές αγαθών με πολύτιμα μέταλλα ή με χάλκινα Ντέμπεν (Deben).*να σημειωθεί ότι το ένα Ντέπεν κοστολογούταν σε 90 περίπου γραμμάρια. Παρόμοιες αναφορές με αντικείμενα ορισμένου σχήματος συναντάμε, έπειτα από ανασκαφικές έρευνες και σε διάφορες περιοχές του Μεσογειακού χώρου όπως στην Κύπρο, στη Σαρδηνία, στα νότια παράλια της Μ. Ασίας αλλά και στο νησί μας όπου έχει βρεθεί σημαντικός αριθμός ταλάντων (μονάδα μέτρησης της μάζας).
Σε τρίτο στάδιο ακολούθησαν, οι πραγματικοί ίσως πρόδρομοί του νομίσματος, οι σιδερένιοι οβελοί, όπου ιστορικά-αρχαιολογικά, εμπνευστής τους θεωρείται ο Φείδων (Βασιλιάς του Άργους). Σήμερα, στο Νομισματικό Mουσείο των Αθηνών φυλάσσεται δέσμη σιδερένιων οβελών, οι οποίοι βρέθηκαν στο Άργος το 1894, κατά τη διάρκεια των Αμερικανικών Ανασκαφών στο Ηραίον Άργους (ήταν ένα από τα σημαντικότερα ιερά αφιερωμένα στην μυθολογική θεά Ήρα, την οποία ο Όμηρος αναφέρει και ως Αργεία). Η χρήση των οβελών διήρκησε ως τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ με την επινόηση του κερματόμορφου νομίσματος να ξεδιπλώνει μια νέα σελίδα στις εμπορικές συναλλαγές. Η καινοτομία βρήκε την απαρχή της στον Μικρασιατικό και Αιγιακό χώρο, με τις αυτοκρατορίες της Αιγύπτου, της Βαβυλώνας και άλλων χωρών της Ανατολής, να μην υιοθετούν αμέσως το κερματικής μορφής νόμισμα, παρόλο του ότι πρωτοστάτησαν στη χρήση μετάλλων, για τις εμπορικές τους συναλλαγές, όπως προαναφέρθηκε.
Η εμφάνιση ή μάλλον η γέννηση του κερματοφόρου νομίσματος γίνεται λοιπόν στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ, με μοναδικό σκοπό την διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών. Η επινόηση θεωρείται τόσο από Αρχαιολόγους- Ιστορικούς όσο και από τον ίδιο τον Ηρόδοτο ως επίτευγμα των “Λυδών”. Πρόκειται για αρχαίο λαό, που κατοικούσε στη Λυδία (με πρωτεύουσα τις Σάρδεις) και μάλιστα σύμφωνα με έρευνες ήταν ένα από τα αρχαιότερα βασίλεια της κεντρικής Μικρά Ασίας, το οποίο γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του, την Εποχή του Χαλκού. Σε σημερινά δεδομένα αντιστοιχεί στις τρείς επαρχίες της Τουρκίας, την Ουσάκ, την Μανίσα και την Σμύρνη.
Εν κατακλείδι, αποτελεί δεδομένο ότι οι “Λύδοι” ήταν οι εφευρέτες των νομισματοκοπείων, με τα πρώτα νομίσματα να έχουν κοπεί ήδη την περίοδο 591-560 π.Χ επί βασιλείας του Αλυάττη Β’ (610-560 π.Χ.). Τα νομίσματα κόπηκαν από ήλεκτρο, ένα κράμα από χρυσό και ασήμι, με τους διαδόχους του Αλυάττη Β’ να τα υποβαθμίζουν. Έτσι περί τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ κόπηκαν στην Λυδία και κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στην ιστορία, νομίσματα επεξεργασμένα με τραχύτητα, από στατήρες ήλεκτρου.
Πηγές:
Rhodes 2010, P.J. A History of the Classical Greek World 478-323 BC.. Chichester: Wiley-Blackwell,/ Αθήνα 1994, Ηρόδοτος, Ιστορία 1 Κλειώ, Εκδόσεις Κάκτος, / London, 1988 Carradice and Price, Coinage in the Greek World.